Χρυσή εποχή της τζαζ, αρχές δεκαετίες του 60. Οχι μόνο σε Νέα Υόρκη και Νέα Ορλεάνη, αλλά και στην Ευρώπη. Η ανταγωνιστική σκηνή της Σουηδίας έχει γεννήσει ένα νέο ταλέντο. Η Μόνικα Ζέτερλουντ, ένα ξανθό κορίτσι με αλαβάστρινο δέρμα, έχει έρθει από την επαρχία στα κλαμπς της Στοκχόλμης και γνωρίζει επιτυχία ως η νέα τραγουδίαστρια της τζαζ σκηνής. Μόνο που δεν είναι όλα όπως φαίνονται: στο σπίτι την περιμένει μία μικρή κόρη που έκανε στα 17 της χρόνια και δεν ξέρει πώς να σταθεί δίπλα της ως μητέρα, κι ένας αυταρχικός, ανικανοποίητος πατέρας που συνεχώς την ταπεινώνει και γκρεμίζει την αυτοπεποίθησή της. Τόσο η απόπειρα να χτίσει μία καριέρα στην Αμερική, όσο και η επιστροφή στη Σουηδία έχουν άδοξη κατάληξη. Επαγγελματικά, αλλά κυρίως προσωπικά. Ασταθείς, αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις. Ανταγωνισμός και απόρριψη. Προβλήματα υγείας και αυτοκαταστροφή. Η Μόνικα Ζ ήταν ένα παράδειγμα ότι μόνο το ταλέντο δε φτάνει.

Οπως και το «Βαλς για την Μόνικα» είναι ένα παράδειγμα ότι μόνο μία στιβαρή πρωταγωνίστρια (στον κεντρικό ρόλο η Εντνα Μάγκνασον) δε φτάνει. Μόνο η σκηνογραφική περιγραφή και η ακαδημαϊκή μας περιήγηση στην εποχή και στα κλισέ της άστατης τζαζ σκηνής, δε φτάνουν. Οταν η δραματουργία μοιάζει διεκπεραιωτική, το συναίσθημα του θεατή φλατάρει - ακόμα κι όταν παρακολουθεί μία αληθινή ιστορία, όπως αυτή. Η τραγικότητα μοιάζει μελό, οι συγκρούσεις βουλιάζουν στα στερεότυπα, οι χαρακτήρες αναλώνονται σε κλισέ διαλόγους σύγκρουσης ή καθαρσης. Χάνεται ο παλμός, το τέμπο, η αναγκαιότητα να μάθεις τι επιφυλάσσει η μοίρα στη μελαγχολική τζαζ τραγουδίστρια στην επόμενη σκηνή.

Θα πίστευε κανείς ότι ο Φλι (ο οποίος έγινε γνωστός για την κοινωνική τριλογία του «Παγκάκι», «Κληρονομιά», «Ανθρωποκτονία») θα επιχειρούσε μία πιο «βρώμικη» κατάδυση στα παρασκήνια ενός κόσμου φτιαγμένου από λάμψη και πόνο (δεν υπολείπονται τραγωδιών οι αντίστοιχες τζαζ ντίβες της άλλης πλευράς του Ατλαντικού - Ελα Φιτζέραλντ, Μπίλι Χάλιντεϊ, Ετα Τζέιμς). Κάτι πιο πρωτότυπο, τολμηρό, ουσιαστικό. Εκείνος όμως μοιάζει να στηρίζεται στην (συγκλονιστική, η αλήθεια είναι, για την μουσική) ιστορική περιόδο, να επενδύει στην αυτόφωτη δύναμη των αληθινών προσώπων (η Μόνικα είχε συνεργαστεί με τον Μπιλ Εβανς!) και στην γοητευτική μελαγχολία της Μάγκνασον που τραγουδά τα κλασικά κομμάτια με ταλέντο και τη θλίψη της ηρωίδας της.

Οχι μόνο το ταλέντο δε φτάνει στο τραγούδι και μόνο η περιγραφή στο σινεμά δε λέει τίποτα. Ιδιαίτερα σε τέτοιες ταινίες που οφείλουν να μοιάζουν στο ύφος, τον αισθησιασμό, την τόλμη με την μουσική σκηνή που επιχειρούν να αποτυπώσουν. Τα ανυπάκουα τζαζ στάνταρτς είναι αυτά που έχουν απογειώσει το σκορ και έχουν αφήσει ιστορία. Οι φλατ μελωδίες παίζονται σε πιάνο μπαρ, ασανσέρ και σούπερ μάρκετ, ως μουσική υπόκρουση.

Διαβάστε ακόμη: Ladies sing the... Blues: Ο Νίκος Πετρουλάκης θυμάται γυναίκες ηθοποιούς που ερμήνευσαν με την ψυχή τους και τη φωνή τους διάσημες ντίβες του τραγουδιού στο σινεμά.