Στη Δανία του 19ου αιώνα, σ' ένα απομακρυσμένο, φτωχικό ψαροχώρι, ζουν δύο γεροντοκόρες αδελφές - η Μαρτίνα και η Φιλίππα. Υπήρξαν κόρες του τοπικού Προτεστάντη ιερέα κι έζησαν δίπλα στον πατέρα τους μία λιτή ζωή αυτοθυσίας. Δεν παντρεύτηκαν, παρόλο που ερωτεύτηκαν και οι δύο, δεν απήλαυσαν, δεν σπατάλησαν. Αντιθέτως, ακόμα και στα μεσήλικά τους πλέον χρόνια συνεχίζουν το έργο τους: ζουν για τους άλλους, κάνουν αγαθοεργίες, θυσιάζονται. Μέχρι που στη ζωή τους μπαίνει η μυστηριώδης Μπαμπέτ - μία Παριζιάνα μαγείρισσα που καταφεύγει στο ψαροχώρι ως πρόσφυγας του εμφυλίου πολέμου της Γαλλίας. Εκλιπαρεί τις δύο γυναίκες να την κρατήσουν κοντά τους ως οικονόμο και πράγματι μένει μαζί τους 14 ολόκληρα χρόνια. Μέχρι που κερδίζει 10.000 φράγκα στο λαχείο και φεύγει για τη Γαλλία για να ετοιμάσει μία έκπληξη: ένα «γαλλικό» δείπνο για αυτές, παριζιάνους καλεσμένους και τα μέλη της εκκλησίας, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του πάστορα. Ξαφνικά, το φαγητό θα ευφράνει τις στερημένες καρδιές και ο άνθρωπος θα καταλάβει ότι ο παράδεισος είναι στη Γη.
Με τη «Γιορτή της Μπαμπέτ» ο Γκάμπριελ Αξελ κέρδισε το 1987 το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, ενώ ο ανταγωνισμός ήταν στιβαρός - το «Αντίο Παιδιά» του Λουί Μαλ, για παράδειγμα. Διασκευάζοντας όμως το ομώνυμο διήγημα της Κάρεν Μπλίξεν (ήδη το «Πέρα από την Αφρική» της ίδιας είχε βραβευτεί με 7 Οσκαρ δυο μόλις χρόνια πριν) ο Αξελ είχε ένα σίγουρο χαρτί στην τσέπη του. Γιατί υπάρχει κάτι στη γλώσσα της Μπλίξεν - κάτι λιτό αλλά στιβαρό, σοβαρό αλλά με υπόγειο χιούμορ, απόκοσμο αλλά πάντα επίκαιρο.
Κι Αξελ στέκεται εκεί. Κατεβάζει τη χρωματική παλέτα σε γήινα και αποστειρωμένα μπλε για να τονίσει την άτονη καθημερινότητα του ταγμένου στη μοίρα του ανθρώπου. Αποτυπώνει τον νατουραλισμό της επαρχίας και της αυτοθυσίας των γυναικών με μία απέριττη, αυστηρή, πειθαρχημένη κινηματογράφηση και μετά ζεσταίνει τα κάδρα για να επιτρέψει να εισχωρήσει η ίδια η ζωή.
Ποτέ όμως δεν καταφεύγει στην υπερβολή. Ποτέ οι σκηνές προετοιμασίας του φαγητού δεν γίνονται με εύκολα «διαφημστικά» πλαναρίσματα ή λήψεις. Ο Αξελ ανεβάζει την ένταση όσο ακριβώς πρέπει για να αφήσει το διάλογο εκτός κουζίνας. Σ' ένα μυστικό δείπνο όπου τα μέλη του απολαμβάνουν για πρώτη και τελευταία φορά όσα αρνιόντουσαν όλη τους τη ζωή. Οσα νήστευαν, όσα θεωρούσαν σπατάλη, αμαρτία.
Η Μπαμπέτ έρχεται ως επίγειος άγγελος για να τους ευφράνει τον ουρανίσκο, το στομάχι, την καρδιά. Είναι η ανταμοιβή των γυναικών ή η τιμωρία τους; Ηρθε στη ζωή τους για να τις απαλύνει ή για να τις οδηγήσει στο να συνειδητοποιήσουν ότι κι εκείνες σπατάλησαν τελικά κάτι: τα νιάτα τους;
Κάπως έτσι, με τα φαντάσματα του Μπέργκμαν και του Ντράγιερ να ευλογούν αυτό το τραπάζι, αλλά με μεγαλύτερη ελαφρότητα πνεύματος στο στήσιμο και το σερβίρισμα, ο Αξελ μένει στην ιστορία για την κατασκευή του πιο ουστιαστικού, εύγευστου, gourmet κινηματογραφικού δείπνου.