Η Εϊβα αριστούχος μαθήτρια, θαρραλέα πεζοναύτης,επιστρέφει από το Ιράκ ως βετεράνος με μετατραυματικό σύνδρομο - εθισμένη στο αλκοόλ και τις ουσίες. Αποξενώνεται από την οικογένειά της, αποκτά τη φήμη ότι είναι «πρεζόν», καταστρέφει εντελώς τη ζωή της. Μέχρι που ένας πρώην αξιωματούχος κι ανώτερός της την περιμαζεύει και την προσλαμβάνει σε μία εταιρία πληρωμένων εκτελεστών. Επτά χρόνια που έχει εξαφανιστεί από την μητέρα, την αδελφή, τον πρώην αρραβωνιαστικό της, κάνει αυτή τη δουλειά - «καθαρή» πα, ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο κι εκτελεί τους στόχους που της αναθέτει η οργάνωση. Είναι ικανή, δυνατή, μια πανέξυπνη πολεμική μηχανή. Εχει όμως ένα ελάττωμα: μιλάει στα θύματά της, παραβιάζοντας το πρωτόκολλο. Θέλει να μάθει τι έκαναν και γιατί υπάρχει συμβόλαιο εναντίον τους. Αυτό δεν αρέσει καθόλου στην ηγεσία της εταιρίας κι όταν μία αποστολή της στραβώνει πολύ, εκθέτοντάς τους, αποφασίζουν ότι το επόμενο συμβόλαιο θανάτου θα έχει το όνομά της. Τώρα η Εϊβα τρέχει για τη ζωή της και, ταυτόχρονα, προσπαθεί να κλείσει τους παλιούς λογαριασμούς με την οικογένεια και το παρελθόν της.
Ο Αυστραλός Μάθιου Νιούτον («Who We Are Now», «Right Here Right Now») έγραψε το σενάριο και ήταν έτοιμος να σκηνοθετήσει και την ταινία, όταν διάφορες παλιότερες κατηγορίες κακοποίησης και ξυλοδαρμού γυναικών, του επέβαλαν να παραιτηθεί από το πρότζεκτ. Η Τζέισκα Τσαστέιν κατηγορήθηκε για υποκρισία, καθώς είναι από τις πιο ηχηρές φωνές του #metoo κινήματος, οπότε πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν να συνεργαστεί με έναν άντρα που έχει πολλάκις επιτεθεί σε γυναίκες; Κάπως έτσι, ο παλιότερος συνεργάτης («Υπηρέτριες») και φίλος της Τέιτ Τέιλορ κάθισε στην σκηνοθετική καρέκλα.
Ποτέ δε θα μάθουμε αν η αλλαγή στην πλοήγηση της ταινίας τής έκανε κακό. Αν ο Νιούτον είχε πιο ξεκάθαρο όραμα για το πώς θέλει να στήσει τις δύο πλευρές της Είβα - την κυνική δολοφόνο και την πικραμένη κόρη, αδελφή, σύντροφο. Υποπτευόμαστε όμως ότι δεν έφταιξε αυτό: ήδη, αυτό που παραδίδει ο Νιούτον σεναριακά είναι προβληματικό. Ο Τέιλορ προσπάθησε να ισορροπήσει όλα τα στοιχεία που παρέλαβε στα χέρια του και να κρατήσει τη δράση εντυπωσιακή, ως ένα φωτογενές καλοκαιρνό action blockbuster, και την ηρωίδα του σύνθετη, ως κάτι σκοτεινότερο, ουσιαστικότερο, εμβριθές. Αυτές οι δύο ταχύτητες όμως δεν λειτουργούν, ούτε στο χαρτί, ούτε στην οθόνη. Αντιθέτως, μπερδεύεουν, βαραίνουν, μπουκώνουν την ταινία με πολύ πληροφορία, κακογραμμένη ανάπτυξη της πλοκής, κλισέ διλήμματα κι ανατροπές, μεγαλόστομες αναμετρήσεις των χαρακτήρων, μελό σοβαροφάνεια. Αν έμενε στα πλαίσια ενός απλού action thriller, ίσως τα πράγματα να ήταν και πιο τίμια.
Και είναι κρίμα να έχεις τόση τεμπέλικη πρώτη ύλη στο σενάριο, γιατί, ταυτόχρονα, έχεις στα χέρια σου ένα δυνατό καστ. Ο Τζον Μάλκοβιτς καταλήγει νε υπνοβατεί σχεδόν στο ρόλο του πρώην στρατιωτικού και μέντορα της Εϊβα, ο Κόλιν Φάρελ παραδίδει διαδικαστικά έναν σχηματικό κακό, ο Common είναι διακοσμητικός, η Τζίνα Ντέιβις εντελώς αναξιοποίητη.
Οσο για την ίδια την Τσαστέιν: κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει την επιλογή της (είναι και παραγωγός) και να αποδείξει ότι η Είβα είναι τρισδιάστατη ηρωίδα με ελαττώματα, δύναμη, σκοτάδια, ευαισθησίες. Στην ουσία όμως δεν έχει πολλά εργαλεία για να την αναπτύξει. Την περιφέρει ως ένα δυναμικό θηλυκό που μπορεί ανά πάσα σττιγμή να καταστρέψει ή να αυτοκαταστραφεί, αλλά δεν καταφέρνει ποτέ να της δώσει ούτε μεστή υπόσταση, ούτε να την απογειώσει σε κλασική μοιραία γυναίκα. Σαν αυτές που το σινεμά επάξια παραδίδεται - και στην επικινδυνότητα και στην ομορφιά τους.