Οταν μια ταινία κλασική, απ' αυτές που σηκώνουν το βάρος των «μεγαλύτερων αριστουργημάτων όλων των εποχών», ειδικά όταν κοντεύει να κλείσει τα εξήντα της χρόνια, βγαίνει σε επανέκδοση στις αίθουσες, ίσως το ζητούμενο είναι όχι ν' απαριθμήσεις τα παραλειπόμενα και τις δάφνες της, αλλά να ζυγίσεις αν μπορεί να σταθεί ως αριστούργημα και στον σύγχρονο θεατή, αυτόν που τη βλέπει τώρα για πρώτη φορά - ο «Μπαλταζάρ» του Ρομπέρ Μπρεσόν αυτό το κάνει τόσο, μα τόσο εύκολο.

Ο Μπαλταζάρ του τίτλου είναι ένας γαϊδαράκος που γεννιέται σε μια φάρμα στα Πυρηναία, εκεί όπου μια μεγαλοαστική οικογένεια φιλοξενείται για να βελτιωθεί η υγεία της φθισικής κόρης. Η Μαρί, η κόρη των αγροτών και ο Ζακ, ο γιος της οικογένειας, «υιοθετούν» τον γαϊδαράκο, τον βαφτίζουν μ' ένα όνομα βαρύ, αυτό του Μάγου που προμήνυσε τον πρόωρο θάνατο του Χριστού, του φορούν λουλούδια στο κεφάλι, ένα ανθισμένο στεφάνι έτοιμο να γίνει ακάνθινο, τον αγαπούν και παίζουν μαζί του, φτιάχνοντας τη δική τους οικογένεια της αθωότητας. Γρήγορα η άρρωστη κόρη θα πάει στον Παράδεισο, ο Ζακ θα φύγει για την πόλη κι ο Μπαλταζάρ, όπως και η Μαρί, θα διανύσουν μια διαδρομή μέσα από την κόλαση, την ανθρώπινη. Ο γαϊδαράκος θ' αλλάξει χέρια, «τυχαία», χωρίς περιθώριο επιλογής, με το σώμα του να υποφέρει όλο και πιο πολύ με κάθε νέο ιδιοκτήτη. Η Μαρί επίσης θα διανύσει έναν Γολγοθά (εκούσιας, εκείνη), κακοποίησης. Πότε χωριστά και πότε μαζί, το στωικό ζώο και το προδομένο κορίτσι θα δουν να κουρελιάζεται κάθε ίχνος αθωότητάς τους ή πίστης στον άνθρωπο, ώσπου να βρουν μια κάποια κάθαρση. «Τα όνειρα που κάναμε δεν είναι η πραγματικότητα, η πραγματικότητα είναι κάτι άλλο,» θα πει η Μαρί κι αυτή και μόνο η φράση της θα μπορούσε να εγγυηθεί τη διαχρονικότητα της ταινίας - αν δεν υπήρχαν δεκάδες ακόμα δημιουργικά και πνευματικά στολίδια για να το κάνουν.

Επίμονος μινιμαλιστής, όχι λιγότερο επειδή η απλότητα τού προσέφερε τη δυνατότητα να έχει απόλυτο έλεγχο στα πολύπλοκα πλάνα του που δείχνουν τόσο απλά, δουλεύοντας με ερασιτέχνες ηθοποιούς (αλλά, εδώ, και τον συγγραφέα και μουσικό Ζαν-Ζοέλ Μπαρμπιέ που παίζει ο ίδιος στο πιάνο τη σονάτα Νο 20 του Σούμπερτ που χαϊδεύει μελαγχολικά την ταινία, και, φυσικά, τη 19χρονη, τότε, Αν Βιαζέμσκι, μούσα κι έρωτα της νουβέλ βαγκ και γυναίκα του Γκοντάρ), ο Μπρεσόν εμπνέεται από μια αναφορά στο πρώτο μέρος του «Ηλίθιου» του Ντοστογιέφσκι για να κάνει μια ταινία αλληγορική και τόσο διάφανη που, σε κάθε κύκλο των παθών της, αποδραματοποιημένων αλλά βαθειά συνταρακτικών, φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με την κοσμοθεωρία του, την ευθύνη του, την ίδια του την ύπαρξη, χωρίς καμιά υπερβολή.

Το να πεις, επειδή τον Μπρεσόν χαρακτήριζε βαθειά θρησκευτική αγωνία, ότι ο «Μπαλταζάρ» είναι ένας παραλληλισμός της πορείας προς τον Γολγοθά κι ότι ο γαϊδαράκος υποφέρει για την ανθρώπινη συγχώρεση, είναι και σωστό και προφανές. Το να θεωρήσεις ότι κάθε ιδιοκτήτης του ζώου, από τον αδύναμο, ψωροπερήφανο πατέρα της Μαρί, ως τον ωφελιμιστή έμπορο, πάντα κάτω από τα σαδιστικά χέρια (όπως και η Μαρί, άλλωστε), του μνησίκακου, αντιδραστικού Ζεράρ, είναι μια αναφορά στη διαφθορά της βιομηχανικής κοινωνίας, επίσης προκύπτει από την ταινία. Το να σκεφτείς ότι ο Μπρεσόν διατυπώνει, με έντονη Πίστη, την υποκρισία της Εκκλησίας με κάθε ευκαιρία, κι αυτό ισχύει. Οπως κι ότι ο Μπρεσόν κινηματογραφεί την ταινία του απεκδύοντάς την απ' όλα τα τερτίπια, σαν μια παραβολή της Βίβλου ή μια αφήγηση ενός σοφού μοναχού. Αλλωστε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, φίλος και θαυμαστής του Μπρεσόν, ήταν εκείνος που αναφώνησε ότι η ταινία είναι «ολόκληρος ο κόσμος σε μιάμιση ώρα».

Ομως πέρα απ' όλ' αυτά και μετά απ' όλ' αυτά, εκείνο που στηλώνει τα πόδια και δεν φεύγει από τη μνήμη - τη συλλογική αν, τι τύχη, δει κανείς την ταινία σε μια ωραία κόπια σε μια ωραία αίθουσα - είναι ο Μπαλταζάρ. Οχι, προς Θεού, με τη φιλοζωική έννοια, πολύ διαφορετική το '60 απ' ό,τι σήμερα. Αλλά με τη διαχρονική αντίθεση της σάρκας και της ψυχής, της αθωότητας και της διαφθοράς της, της εκμετάλλευσης και κακοποίησής της. Ο Μπαλταζάρ σπάνια κοιτά την κάμερα, ο Μπρεσόν ποτέ δεν του δίνει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ποτέ δεν τον χρησιμοποιεί χειριστικά, πόσο εύκολο θα ήταν αυτό. Αντίθετα, κάνει το σώμα του καμβά για κάθε ήττα του ανθρώπινου γένους, ανταλλάσσοντας το λουλουδένιο στεφάνι του, όχι με το ακάνθινο του Ιησού, ούτε με το λαμπρό των Αγίων, αλλά μ' έναν πλήρη κύκλο τής κατάχρησης εξουσίας και της κακοποίησης του αδύναμου - κι αυτό, το τόσο λυπηρό και τόσο ανελέητο, είναι που κάνει αυτή την ακαταμάχητα όμορφη ταινία, διαχρονική.

Πέρσι, ο Γιέρζι Σκολιμόφσκι παρουσίασε το «Eo», τη δική του, «επικαιροποιημένη» εκδοχή τού «Au hasard Balthazar». Αναδεικνύοντας, άθελά του σίγουρα, το αναντικατάστατο κι ανώτερο της πρώτης ταινίας.