Ο Ρομπέρ Μπρεσόν γύρισε το «Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ» το 1966, σε μια προσπάθεια να οδηγήσει το ήδη γυμνό από κάθε προηγούμενη γνωστή κινηματογραφική σύμβαση σινεμά του στην απόλυτη λιτότητα, μια ελεύθερη μεταφορά του «Ηλίθιου» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι με ήρωα έναν γάιδαρο, τα επεισόδια της ζωής του οποίου θα ήταν νοητά χωρισμένα στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Αυτό που τελικά ολοκλήρωσε μοιάζει περισσότερο με μια προσευχή, την πιο ρηξικέλευθη και πιστή μεταφορά της ζωής του Χριστού στο σινεμά και μια κινηματογραφική εμπειρία που όχι μόνο δεν επαναλήφθηκε ποτέ αλλά θα έμοιαζε και με ιεροσυλία να πιστέψει κανείς ότι θα μπορούσε να αναβιώσει είτε ως φόρος τιμής είτε ως ένα - εντάξει γιατί όχι; - ριμέικ για τις νεότερες γενιές.
Ο Γέρζι Σκολιμόφσκι το τολμά, ατρόμητος στο μεγαλύτερο κομμάτι της φιλμογραφίας του, υποτιμημένος αν και με διαρκή αποκατάσταση της φήμης της τις τελευταίες δεκαετίες (με σημαίνοντα κομμάτια της εντός και κυρίως εκτός Πολωνίας φιλμογραφίας του το σενάριο για το «Μαχαίρι στο Νερό» του Ρομάν Πολάνσκι, το δικό του «Le Depart» του 1967, φυσικά το «Deep End» του 1970, το «Moonlighting» του 1982 και άλλα).
Μπορεί ο δικός του Μπαλταζάρ να μην ακολουθεί τον κύκλο της ζωής (γέννηση - θάνατος), αλλά αυτό είναι μάλλον η πιο ασήμαντη διαφορά που διαχωρίζει ένα έργο που άγγιξε επίπεδα εσωτερικότητας που το σινεμά δεν είχε γνωρίσει πριν από αυτό με μια εξπρεσιονιστική, σε σημεία γκροτέσκα διαδρομή που μοιάζει να μην έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, αλλά το κυριότερο ούτε ακριβή πυξίδα προς έναν προορισμό.
Ο «ΕΟ» ξεκινάει το οδοιπορικό του από ένα τσίρκο, πριν βρεθεί σε μια διαδοχή από καινούρια σπίτια που θα εκμεταλλευτούν τη χρησιμότητα του, γίνει «θεραπεία» για μια ομάδα παιδιών με αναπηρία, καθοριστικός παράγοντας σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου και καταλύτης στο παλάτσο μιας βαρώνης (την υποδύεται με κέφι, αν και στα όρια της παρωδίας, η Ιζαμπέλ Ιπέρ) και από εκεί σε μια φάρμα με αγελάδες, ζώντας τη σύντομη ζωή του με τη στωικότητα ενός ταπεινού πλάσματος που έχει έρθει στον κόσμο για να προσφέρει και να υποφέρει.
Ο Σκολιμόφκσι θα τον κινηματογραφήσει χρησιμοποιώντας έξι διαφορετικά γαϊδούρια αρνούμενος να χρησιμοποιήσει ειδικά εφέ - σε μια πρακτική που όσο περνάνε τα χρόνια θα συναντάμε ακόμη πιο σπάνια, αφού όσο κι αν τηρούνται όλοι οι κανόνες σχετικά με την ασφάλεια των ζώων, είναι σίγουρο πως αυτά ταλαιπωρούνται σε συνθήκες γυρίσματος. Θα κερδίσει σε αληθοφάνεια και πραγματικό συναίσθημα από τα υγρά του μάτια, αλλά άθελα του, θα του φορτώσει ακόμη περισσότερα σύμβολα και συμβολισμούς, χάνοντας κάπου στη διαδρομή το πραγματικό νόημα αυτού του οδοιπορικού.
Με έντονη θεατρικότητα, στιλιζαρισμένες σκηνές (ειδικά αυτή στο φράγμα), μοντάζ που σε στιγμές ζαλίζει και τελικά χειραγώγηση του θεατή σε σχέση με το ζωοφιλικό και οικολογικό μήνυμα που προκρίνει ο Σκολιμόφσκι συγκριτικά με το «θρησκευτικό» του Μπρεσόν, το «EO» είναι μελαγχολικό, είναι (εκ των πραγμάτων) σχόλιο για ένα σύγχρονο κόσμο χωρίς σταθερές. Δεν ισορροπεί όμως με πραγματική αλλά μόνο με φαινομενική μαεστρία ανάμεσα στο επικό και το γελοίο, παραμένοντας ναι μεν μια ακόμη πειραματική στιγμή του 84χρονου σήμερα Γέρζι Σκολιμόφσκι, αλλά όχι και το μεγαλόπνοο έργο που υπόσχεται η υπόθεσή του και η αρχική του έμπνευση.