Από το «Lust for Life» του Βινσέντε Μινέλι μέχρι το πρόσφατο «Ο Αγαπημένος σου Βίνσεντ» των Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Γουέλτσμαν, η ζωή του Βίνσεντ Βαν Γκογκ και, κυρίως, το μυστήριο γύρω από αυτή, έδωσαν στο σινεμά πολλές φορές την αφορμή να εξερευνήσει τις ιδιαιτερότητές του ως καλλιτέχνη, να ανακαλύψει τι ήταν αυτό μέσα στο μυαλό του που ουσιαστικά καθοδήγησε την δημιουργικότητά του και να αποκαλύψει τι πραγματικά οδήγησε στο θάνατό του, ο οποίος επίσημα καταγράφηκε στην Ιστορία ως αυτοκτονία.
Η ταινία του Τζούλιαν Σνάμπελ προς τιμήν της επιλέγει να μην είναι μια τυπική βιογραφία, όπως θα περίμενε κανείς άλλωστε κρίνοντας από την υπάρχουσα φιλμογραφία του σκηνοθέτη, αλλά αντλεί από την εικονογραφία του Βαν Γκογκ, εμπνέεται από τους τίτλους και την θεματική των δημιουργιών του και ανασκευάζει δημιουργικά και ελεύθερα την τελευταία περίοδο της ζωής του, όταν ο Βαν Γκογκ μετακόμισε στην Νότια Γαλλία προς «αναζήτηση καλύτερου φωτός» για να καταλήξει τελικά έγκλειστος σε ψυχιατρικές κλινικές, καταρρέοντας από τις ανασφάλειες και τις αδυναμίες του.
Από την γνωριμία του με τον Πολ Γκογκέν του Οσκαρ Αϊζακ και την πολύπλοκη σχέση με τον ευεργέτη αλλά απόμακρο αδερφό του μέχρι την συνεχή του προσπάθεια για επικοινωνία και τον διαρκή του πόθο να γίνει κατανοητός, ο Βαν Γκογκ του Σνάμπελ είναι περισσότερο μια ιδέα, μια συνισταμένη όλων των έργων του και η ίδια η δύναμη της δημιουργίας, θολή μέσα στην ισχύ της και με το απαραίτητο κόστος που αναπόφευκτα επωμίζεται μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα. Ο Σνάμπελ δανείζεται την οπτική του Βαν Γκογκ, αποδέχεται τα κενά στην αφήγησή του γεμίζοντας μαύρο την οθόνη και προσπαθεί μέσα από τα έργα του να αναδομήσει το περιβάλλον του, ξεκινώντας από τον ομώνυμο πίνακα (το «Στο Κατώφλι της Αιωνιότητας» έχει θεωρηθεί από πολλούς ως η έκφραση του Βαν Γκογκ απέναντι στο θάνατο) και συνεχίζοντας με τα χαρακτηριστικά πορτρέτα του («Η Αρλεζιάνα», «Το Πορτρέτο του Γιατρού Γκασέ») για να καταλήξει στα «Ηλιοτρόπια», τα «Σιταροχώραφα» και τελικά «Το Νοσοκομείο της Αρλ».
Μόνο που η ανακατασκευή της ιστορίας δεν είναι αυτό που φαίνεται να τον απασχολεί κατά κύριο λόγο. Αυτό που αναζητά περισσότερο ο Σνάμπελ είναι να βρει τι σημαίνει να είναι κανείς καλλιτέχνης, πώς είναι να βλέπει τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο και πώς αυτή η διαφορετικότητα τον φέρνει σε σύγκρουση με την κοινή νόρμα της εποχής. Για αυτό και αυτό που προκύπτει μπορεί να μην είναι τελικά ιστορικά ακριβές (η Ιστορία άλλωστε από μόνη της είναι γεμάτη κενά) αλλά βγάζει μια αίσθηση αλήθειας και πνευματικής καθαρότητας, που υποστηρίζεται ιδανικά από την εύθραυστη, σχεδόν επίπονη ερμηνεία του Γουίλεμ Νταφόε.
Ο Γουίλεμ Νταφόε γνωρίζει πώς να μεταδίδει το δράμα χωρίς να φαίνεται βαρύγδουπο, έχει τον τρόπο να κρύβει πίσω από τον χαμόγελό του τον πόνο και αντιλαμβάνεται ότι αυτό που πρέπει να πετύχει είναι όχι μια πιστή αναπαράσταση του ίδιου του Βαν Γκογκ αλλά μια ανακατασκευή της ίδιας της κληρονομιάς του. Ακόμα και ο τρόπος που αλληλεπιδρά με τους γύρω του (οι Εμανουέλ Σενιέ, ο Ματιέ Αμαλρίκ και ο Μαντς Μίκελσεν εμφανίζονται σε μικρούς ρόλους που λίγο πολύ έχουν να κάνουν με χαρακτήρες από πίνακες του Βαν Γκογκ) είναι ενδεικτικός της ενσυναίσθησης που κατέχει ως ηθοποιός, ακόμα και όταν το σενάριο της ταινίας δεν προσφέρει και πολλές διαθέσιμες πληροφορίες για το τι όντως συμβαίνει έξω από το μυαλό του Βαν Γκογκ.
Το κακό είναι ότι αυτό που τελικά παρουσιάζει ο Σναμπέλ στην «Πύλη της Αιωνιότητας» δεν καταφέρνει να διατηρηθεί αλώβητο κατά τη διάρκεια των δύο ωρών της ταινίας, καταφεύγοντας σε επαναλήψεις, σε υπερβολικά φίλτρα επί της οθόνης και σε μία διαρκή ανάγκη να τονίζει την αδυναμία επικοινωνίας του Βαν Γκογκ με τους γύρω του, όσο κι αν αυτό είναι από την αρχή προφανές.
Επί της ουσίας, ο Σναμπέλ επαναλαμβάνει αυτό που εφάρμοσε και στο «Σκάφανδρο και την Πεταλούδα», υποκαθιστώντας το φαντασιακό στοιχείο με την υποκειμενική ματιά του ίδιου του Βαν Γκογκ και αντλώντας και πάλι ελευθερίες στην προσπάθεια να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του. Μόνο που αυτή τη φορά το αποτέλεσμα δεν έχει τον ίδιο συναισθηματικό αντίκτυπο, όσο κι αν επιμέρους κομμάτια είναι κατά στιγμές θαυμαστά, όπως η πλούσια και όχι προφανής ερμηνεία του Γουίλεμ Νταφόε, η διαρκής ανάγκη για καλλιτεχνική αναζήτηση και η διάθεση αποδοχής και αποθέωσης ενός δημιουργικού οράματος.
Ωστόσο το πάθος της ταινίας είναι μεταδοτικό και ο Σναμπέλ καταφέρνει να μετατρέψει τον Βαν Γκογκ του σε ακόμα έναν ατελή αλλά άξιο ήρωα του κινηματογραφικού του σύμπαντος, έναν ήρωα με ανασφάλειες, πραγματικούς και φανταστικούς εχθρούς και μια αίσθηση μεγαλείου που δίκαια τον σπρώχνει πέρα από την εποχή του. Απλά, όλο αυτό είναι κάτι που ο Σναμπέλ το έχει κάνει ξανά και με πιο έντονο τρόπο, γεγονός που αναπόφευκτα επηρεάζει τον τελικό αντίκτυπο της ταινίας.