Ο Σον Μπέικερ γυρίζει ταινίες που στη βάση τους είναι παραμύθια. Παραμύθια γνωστά και μπανάλ, από αυτά πάνω στα οποία χτίστηκε η αυτοκρατορία της Disney και από αυτά που συνεχίζουν να διαμορφώνουν το συλλογικό φαντασιακό των παιδιών για μια πραγματικότητα που κάπου στο τέλος της κάθε, όσο πικρής, σκοτεινής και ιστορίας κρύβεται ένα «και ζήσαν αυτοί καλά…».
Ομως η «Anora» δεν είναι μια πριγκίπισσα της Disney.
Οι ήρωες του Σον Μπέικερ - τα παιδιά του - βρίσκονται πάντα στο περιθώριο της κοινωνίας: ζουν στα κακόφημα προάστια, είναι μετανάστες, είναι στάρλετ του πορνοβιομηχανίας, είναι τρανς πόρνες και hustlers. Είναι στρίπερς σαν την Ανι του «Anora», της νέας του ταινίας που τον βρίσκει να επιστρέφει - για όποιον γνωρίζει περισσότερο το υποτιμημένο και άγνωστο γενικά έργο του - στα χρόνια του «Tangerine» και του «Starlet» διατηρώντας όμως ως παρακαταθήκη για δική του χρήση την ψυχή του αριστουργηματικού «The Florida Project» και το μελαγχολικό σινεμασκόπ του «Red Rocket».
Η νέα του ταινία είναι κάτι σαν «το “Pretty Woman” όπως δεν το είδαμε ποτέ» ή «η Σταχτοπούτα αυστηρά για ενηλίκους», είναι όμως και μια τρελή τραγικωμωδία για το μεγαλύτερο μέρος της, γραμμένη πάνω σε κουλτούρες που συγκρούονται πάνω σε μια Αμερική που συνεχίζει παραδοσιακά να ανταλλάσσει «αμερικάνικα» όνειρα με «παγκόσμιους» εφιάλτες.
Περισσότερο βέβαια από οτιδήποτε είναι μια ιστορία αγάπης. Χωρίς αγάπη.
Η Ανι δουλεύει ως στρίπερ σε ένα μεγάλο κλαμπ στη Νέα Υόρκη. Ανώνυμη έξω από αυτό, εργάζεται σκληρά, με την ενέργεια ενός παιδιού για να διατηρήσει ισχυρό το όνομά της μέσα σε αυτό. Ενα βράδι το αφεντικό θα ζητήσει μια κοπέλα για να ικανοποιήσει τις ορέξεις ενός πλούσιου νεαρού γόνου από τη Ρωσία. Και η Ανι θα είναι η τυχερή. Ο νεαρός Ιβάν θα της ζητήσει να συναντηθούν και ιδιωτικά στην έπαυλη των γονιών του και γρήγορα θα την πληρώσει για να μείνει μαζί του για μια τρελή εβδομάδα απολαύσεων, καταχρήσεων, σεξ, video games που θα καταλήξει σε μια εκδρομή στο Λας Βέγκας και σε ένα γάμο με δαχτυλίδι πολλών καρατίων.
Αυτά είναι τα πρώτα 45 λεπτά μιας ταινίας που ο Σον Μπέικερ ολοκληρώνει σαν ένα tour de force του τι σημαίνει αυθεντικότητα, απενοχοποιημένος ρεαλισμός και ένα παιδικό βλέμμα πάνω σε πράξεις ενηλίκων που λειτουργεί αφοπλιστικά, σου κλέβει την καρδιά και μοιάζει να δικαιώνει όλες τις girl meets boy ιστορίες που δεν μπήκαν ποτέ μέσα σε κανένα mainstream και πολιτικά ορθό καλούπι. Η Ανι κάνει τη δουλειά ως αυστηρή επαγγελματίας, μόνο για τα χρήματα, αλλά το νιώθεις πως η λάμψη από το γκλίτερ στα μαλλιά της είναι ικανή να φωτίσει τον κόσμο και o μήνας του μέλιτος που ονειρεύεται στην Disney World είναι το πραγματικό της όνειρο. Ο Ιβάν, ένα χαμένο αγόρι, επιβιώνει μόνο τραβώντας στα άκρα την καλοπέραση που εξασφαλίζει με τα χρήματα των γονιών του - ένας εν τη γενέσει ολιγάρχης που όμως το νιώθεις πως μέσα στα αναψοκοκκινσμένα μάγουλά του η ανάγκη του να περνάει καλά κρύβει μια απόδραση από ένα κόσμο πιο σκοτεινό από όσο αναλογεί σε οποιοδήποτε «παιδί».
Ο γάμος τους θα γίνει η αρχή ενός παραμυθιού και, νομοτελειακά, ενός εφιάλτη, αφού οι γονείς του Ιβάν - και κυρίως η τυρρανική μητέρα του - θα ενεργοποιήσει τους μαφιόζους έμπιστούς της, με επικεφαλής έναν ιερέα μιας ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας στη Νέα Υόρκη και βοηθούς δύο Ρώσους μικρογκάνγκστερ της κακιάς ώρας προκειμένου να ακυρώσουν το γάμο και να φέρουν τον Ιβάν πίσω στη Μόσχα.
Το πάρτι (μόλις) τελείωσε;
Ναι για την Ανι και τον Ιβάν, αλλά όχι για τον θεατή που σε αυτό το δεύτερο μέρος, όπου ομολογουμένως ο Σον Μπέικερ φλυαρεί περισσότερο και από τους Ρώσους γκάνγκστερ της ταινίας του, βλέπει μια άλλη ταινία, υπό συνθήκες το ίδιο πετυχημένη με την πρώτη. Το αντί rom-com του πρώτου μέρους δίνει τη θέση του σε μια τρελή κωμωδία με γκαγκς, σπαρταριστούς διαλόγους και δράση, σαν μια ταινία που αναπνέει τη στουντιακή απελευθέρωση των '70s μαζί με λίγο από την ευφυία του «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», τόσο σε αισθητική όσο και σε αντιμετώπιση, αφού, βαθιά ανθρωποκεντρικός, ο Σον Μπέικερ δίνει ψυχή και σώμα στους κακούς της ιστορίας, φτιάχοντας περισσότερο ένα θίασο από ανθρώπους ξένους χαμένους μέσα στο κρύο της Νέας Υόρκης, παρά μια γκαγκστερική ταινία με τους συμβατικούς σκληρούς «αρσενικούς» όρους.
Η διάβρωση παραμονεύει και έρχεται (όπως πάντα στις ταινίες του) με τη μορφή ενός αθεράπευτου ρομαντισμού και μιας βαθιάς πίστης στο παραμύθι που θα κλείσει την ταινία σε ένα αβάσταχτα λυτρωτικό φινάλε, που όχι μόνο βάζει μια τελεία στην κωμωδία, αλλά βρίσκει ένα μικρό χώρο μέσα σε ένα παλιό αυτοκίνητο της γιαγιάς για να ξεκινήσει το όνειρο από την αρχή. Αν οι εντάσεις ανάμεσα στα δύο αυτά διακριτά μέρη της ταινίας μπορούσαν να εξισορροπήσουν με οδηγό την σαρωτική ερμηνεία της Μάικι Μάντισον που έρχεται μετά από ρόλους στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ» και στο «Scream» του 2022 να γίνει εδώ η Σταχτοπούτα που κανείς δεν είχε ποτέ φανταστεί, το «Anora» θα μπορούσε να σταθεί επάξια δίπλα στις καλύτερες στιγμές του δημιουργού του.
Απαραίτητου σε κάθε περίπτωση σε ένα σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά που επενδύει στον κυνισμό, την επί τούτου παραδοξότητα και την επικίνδυνη απόσταση του από τον άνθρωπο.