Ο ηθοποιός Βενσάν Περέζ βασίζεται σε πραγματική ιστορία αστικής αντίστασης στη ναζιστική Γερμανία, σ' ένα προβλέψιμο, αργόσυρτο δράμα με δυο θαυμάσιους πρωταγωνιστές. Βασισμένη στο ομότιτλο best seller του Χανς Φαλάντα, η ταινία του κατά βάση ηθοποιού Βενσάν Περέζ (εδώ στην τρίτη σκηνοθετική δουλειά του), δεν έχει τίποτε το πρωτότυπο, τίποτε το ενθουσιαστικό, παρά μια στιβαρή ιστορία αντίστασης από την ανάποδη και δυόμιση ωραίες ερμηνείες.

Η ιστορία κυλά στο Βερολίνο του Β' Παγκόσμιου, στην πόλη που ζει υπνωτισμένη από την επιβολή του Χίτλερ, τρομαγμένη από τους ΕςΕς του, υποταγμένη σε μια υποσχόμενη δόξα που, είτε πιστεύει, είτε όχι, υπηρετεί υπό την απειλή προδοσίας και θανάτου. Είναι ελάχιστες οι φορές στις ταινίες της εποχής που μπορεί κανείς να δει και να νιώσει πώς ζούσε και τι σκεφτόταν η «άλλη πλευρά», οι Γερμανοί με ανθρωπιστική συνείδηση. Κι ο Περέζ αποδίδει την ατμόσφαιρα με τη βοήθεια της επιβλητικής (αλλά κι ασταμάτητης) μουσικής του Αλεξάντρ Ντεσπλά, την αχνή, γκρίζα φωτογραφία του Κριστόφ Μποκάρν και μια μονότονη, ήσυχη θλίψη.

Οι ήρωες, αληθινά πρόσωπα, είναι ο κύριος και η κυρία Κουάνγκλε, εκείνη νοικοκυρά, εκείνος πρωτομάστορας σε βιοτεχνία ξυλείας που, πλέον, φτιάχνει κυρίως φέρετρα. Οταν ο γιος τους, παιδί ακόμα, σκοτώνεται στο μέτωπο, οι Κουάνγκλε συνειδητοποιούν ότι ζουν μέσα σ' ένα παράλληλο σύμπαν, ότι οι νίκες και οι θρίαμβοι που διαλαλούν οι Ναζί δε συμβαίνουν στ' αλήθεια κι ότι ο Χίτλερ έχει γεμίσει το λαό του ακριβοπληρωμένα ψέματα. Κι αποφασίζουν ν' αντιδράσουν, τόσο μετρημένα και «χειροποίητα» όσο σε κάθε πλευρά της ζωής τους, γράφοντας αντιναζιστικά σημειώματα σε καρτ ποστάλ που αφήνουν σε διάφορα σημεία της πόλης για ν' αφυπνίσουν όσους τις διαβάσουν. Από σκέτο τρόμο, οι κάρτες καταλήγουν, σχεδόν όλες, στον αστυνομικό Εσεριχ. Εκείνος, με τη σειρά του, ξεκινά μια φιλότιμη έρευνα για ν' αποκαλύψει τον ένοχο, γρήγορα όμως βλέπει τα δικά του ιδανικά, τη δική του αίσθηση δικαίου, να κουρελιάζεται μπροστά στη ναζιστική παράνοια και μεταμορφώνεται σε συμβιβασμένο πιόνι των ανωτέρων του.

Αν η ταινία φέρνει μαζί της μια ανάσα ενδιαφέροντος, πέρα από την ίδια την ιστορία της, αυτή βγαίνει από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της, παρότι εκείνοι, ακολουθώντας την πεπατημένη, δεν παύουν να μιλούν αγγλικά με «γερμανική» προφορά, ως Γερμανοί. Οχι τόσο του Ντάνιελ Μπρουλ στο ρόλο του αστυνομικού, ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί σ' ένα ρόλο όχι αρκετά ανεπτυγμένο σεναριακά. Οσο του Μπρένταν Γκλίσον που και μόνο με τον όγκο του και το μελαγχολικό βλέμμα του απογοητευμένου χειρονάκτη φέρνει στον ήρωά του το βάρος μιας κανονικότητα σε διαρκή ανατροπή. Και της Εμα Τόμσον που, πάντα εξαιρετική τεχνίτης στις ερμηνείες της, γεμίζει την ηρωίδα της με εσωτερική οδύνη και μια διάφανη οργή. Σ' ένα φιλμ που, ωστόσο, θα βλεπόταν πιο ευχάριστα στην τηλεόραση, μεσημέρι Κυριακής, απ' όλη την οικογένεια.