Ρώμη, Ιούλιος 1973. Κουκουλοφόροι αρπάζουν ένα χλωμό, έφηβο αγόρι και το ρίχνουν σ' ένα βαν. Ο 16χρονος είναι ο Πολ Γκέτι, εγγονός του αμερικανού επιχειρηματία Τζ. Πολ Γκέτι. Οι άντρες, μέλη της Ντραγκέτα, της μαφίας της Καλαβρίας. Αν ο μεγιστάνας των πετρελαίων παππούς δεν πληρώσει τα λίτρα (17 εκατομμύρια δολάρια), οι μαφιόζοι θα τον επιστρέφουν στην μητέρα του, ένα κομμάτι τη φορά. Μόνο που ο διαβόητα τσιγκούνης δισεκατομμυριούχος αρνείται να πληρώσει. «Εχω 14 εγγόνια. Αν πληρώσω τώρα, σε λίγο θα έχω 14 αιχμάλωτα εγγόνια». Κάπως έτσι, το βάρος των διαπραγματεύσεων πέφτει στους ώμους της μητέρας του Πολ, διαζευγμένης από τον ναρκομανή γιο του Γκέτι, και τον Φλέτσερ Τσέις - τον υπεύθυνο ασφαλείας του γέρου επιχειρηματία, ο οποίος καθαρίζει τις δουλειές του με βρώμικα χέρια.

Η πραγματική επικαιρότητα της ταινίας είναι ο τίτλος της. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ, με το πρόσχημα του θρίλερ, γυρίζει μία αληθινή ιστορία του παρελθόντος, ως παραβολή για το σήμερα: την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ. Πάντα αυτή η χώρα έριχνε το καρότο του «αμερικανικού ονείρου» στο λαό της. Ο πλούσιος, ο άριστος, ο πρώτος ήταν κι ο επιτυχημένος. Τι σημαίνει όμως να έχεις όλα τα χρήματα του κόσμου; Τι σημαίνει να εκλέγεις στο ανώτατο αξίωμα του Συντάγματός σου έναν τέτοιον επικίνδυνο κροίσο; Τόσο συμβολικά (η απόλυτη πτώση του χρηματιστηρίου αξιών), όσο και πρακτικά (πριν λίγες ώρες εγκρίθηκε η φορολογική μεταρρύθμιση που δίνει τεράστια απαλλαγή στις επιχειρήσεις κι επιβαρύνει τις μικρομεσαίες οικογένειες). Εδωσες εξουσία σ' ένα συμπλεγματικό λιοντάρι. Οχι δε θα σταθεί ως ηγέτης της ζούγκλας. Απλώς, θα σε κατασπαράξει.

Πατώντας πάνω σε αληθινά περιστατικά που έχουν καταγραφεί σε δημόσιες συνεντεύξεις του Γκέτι, αλλά και βιογραφίες του, ο Σκοτ περιγράφει έναν άνθρωπο που δε δίστασε να τοποθετήσει τηλεφωνικό θάλαμο στο σαλόνι της έπαυλής του, ώστε οι καλεσμένοι του να πληρώνουν για τα τηλεφωνήματά τους. Εναν νάρκισσο που ξόδευε αμύθητες περιουσίες για έργα τέχνης - για αυτό και μετά το θάνατό του, οι κληρονόμοι του τα δώρισαν όλα δημιουργώντας το «The Getty» μουσείο της Καλιφόρνια. Εναν γεροξεκούτη που παζάρεψε την κηδεμονία του Πολ με την απελπισμένη νύφη του για να πληρώσει τελικά τα (αρκετά μειωμένα) λίτρα. Στη σκηνή που συγκεντρώνονται και μετριούνται από τους τραπεζικούς υπαλλήλους τα χρήματα, ο Σκοτ έχει φωτίσει το πλάνο έτσι ώστε να το χωνέψουμε: όλα αυτά έγιναν για πάκους από χαρτί.

Απρόσμενα όμως, προέκυψε μία ακόμα επικαιρότητα που στοίχειωσε την παραγωγή. Με τον Κέβιν Σπέισι να κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση και να μπαίνει στην μαύρη λίστα του Χόλιγουντ, το «Ολα τα Λεφτά του Κόσμου» απειλείται να μη βγει στις αίθουσες κι ο Σκοτ παίρνει την παράτολμη απόφαση να ξαναγυρίσει όλες τις σκηνές του πρωταγωνιστή του, αντικαθιστώντας τον με τον Κρίστοφερ Πλάμερ. Είναι αδύνατον να παρακολουθήσει κανείς την ταινία, γνωρίζοντας το παρασκήνιό της, και να μην σταθεί με δέος στο πώς επιτεύχθηκε αυτός ο άθλος. Με έναν ηθοποιό (πολύ πιο κοντά στην ηλικία και του πραγματικού ήρωα), ο οποίος γλίστρησε γοργά, αριστοτεχνικά κι αβίαστα στο ρόλο και μ' έναν σκηνοθέτη που κατάφερε να παραδώσει τελικό αποτέλεσμα με έξτρα γύρισμα 9 μόνο ημερών.

Και η ίδια η ταινία; Θα ήταν ποτέ το «Ολα τα Λεφτά του Κόσμου» υποψήφιο για 3 Χρυσές Σφαίρες, αν δεν είχε αποκτήσει όλη αυτή την αθέμιτη δημοσιότητα; Κανείς δεν ξέρει. Ναι, οι ερμηνείες είναι αξιοπρόσεχτες. Ο Πλάμερ πλησιάζει τον Γκέτι με κυνική αυτοπεποίθηση, ψυχρότητα, αλλά κι αυτή την φυσική του ευθυτενή γοητεία. Η Μισέλ Γουίλιαμς κατασκευάζει μία δύσκολη περσόνα: μία επιφανειακά παγερή (στα όρια της βαθιά αντιπαθητικής) μητέρα που δεν επιτρέπει στον εαυτό της να τσαλακωθεί (την ερμηνεύει και με προφορά που παραπέμπει στις κόρες παλιών αστικών οικογενειών της Ανατολικής Ακτής) παρόλο τον αγώνα και την αγωνία της.

Κι όσο για τον ίδιο τον Σκοτ: αποδεικνύεται για άλλη μία φορά μάστερ στιγμών σασπένς, έτσι όπως χτίζει την ατμόσφαιρα κάποιων σεκάνς με πυκνότητα, νεύρο και R-rated βία, αλλά στην ουσία αυτό που παραδίδει είναι αρκετά κλασικό, αναγνωρίσιμο, αναμενόμενο. Ενα mainstream θρίλερ που στόχευε σε μία δεύτερη ανάγνωση και κέρδισε τρεις. Κάπου από την κόλαση, ο τζογαδόρος Γκέτι πρέπει να χαμογελάει...