Η έννοια της οικογένειας κατέχει κομβική θέση στις ταινίες του άγνωστου (στο ευρύτερο ελληνικό κοινό τουλάχιστον) Αργεντίνου σκηνοθέτη Ντιέγκο Λέρμαν, ο οποίος έχει χτίσει μια διακριτική, αλλά σταθερή φεστιβαλική καριέρα με ταινίες, όπως το βραβευμένο στο Λοκάρνο σκηνοθετικό ντεμπούτο του, «Ξαφνικά!», ή το πιο πρόσφατο «Refugees», στις οποίες εξερευνά τις επιπτώσεις της οξείας οικονομικής κρίσης στη χώρα του και τις κοινωνικές ανισότητες που αυτή έχει προκαλέσει. Στο «Μια Ιδιαίτερη Οικογένεια», την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, αποπειράται να θίξει εκ νέου το ζήτημα της μητρότητας με μια πολλά υποσχόμενη και αναμφίβολα ενδιαφέρουσα κεντρική σεναριακή ιδέα (δεν είναι τυχαίο το βραβείο σεναρίου στο περσινό φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν άλλωστε), η οποία όμως τελικά χωλαίνει λόγω της αμήχανης και ανερμάτιστης σκηνοθετικής διεκπεραίωσής της.

Πίσω από ένα τζάμι αυτοκινήτου, το οποίο μαστιγώνεται από τη βροχή, μια γυναίκα ετοιμάζεται να πάρει τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής της. Οι σταγόνες που παραμορφώνουν την εικόνα της αντικατοπτρίζουν την εύθραυστη ψυχολογική κατάστασή της. Μετά από μια ολονύχτια διαδρομή από το Μπουένος Άιρες σε ένα απομακρυσμένο χωρίο του βορρά και παρέα μόνο με τη γάτα της, η γυναίκα κατάφτάνει σε μια κλινική στη μέση του πουθενά. Η στιχομυθία με το γιατρό αποκαλύπτει ότι η Μαλένα, γιατρός στο επάγγελμα, έχει έρθει μόνη της, χωρίς τον άντρα της, ο οποίος λείπει «για δουλειές», για να παραλάβει το παιδί που θα γεννήσει μια άλλη γυναίκα, η Μαρσέλα, προκειμένου να το υιοθετήσει. Γρήγορα γίνεται αντιληπτό ότι η όλη διαδικασία δεν κινείται στα πλαίσια της νομιμότητας.

Όταν, όμως, η Μαρσέλα γεννήσει μετά από έναν δύσκολο τοκετό, η φτωχική οικογένειά της, με πρόσχημα ένα υποτιθέμενο ατύχημα που έπαθε ο σύζυγος της, θα απαιτήσει χρήματα από τη γιατρό για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Η Μαλένα θα αρνηθεί σθεναρά στην αρχή, θεωρώντας το αίτημα ένα στυγνό εκβιασμό, σύντομα όμως θα βρεθεί απέναντι σε αδιέξοδο, λόγω της σφοδρής επιθυμίας της να αποκτήσει ένα παιδί, της πίεσης που δέχεται από το γιατρό, το προσωπικό του νοσοκομείου και τη μεσάζοντα για την υιοθεσία να ικανοποιήσει το αίτημα των συγγενών της Μαρσέλα, αλλά και των δικών της προσωπικών προβλημάτων που δε θα αργήσουν να βγουν στην επιφάνεια. Μπροστά στα ηθικά, νομικά και γραφειοκρατικά ζητήματα μιας παράνομης διαδικασίας η Μαλένα θα ξεκινήσει έναν αβέβαιο αγώνα, ενώ η άφιξη του συζύγου της,στον οποίο θα στραφεί για βοήθεια, θα επιδεινώσει την κατάσταση.

Ο Λέρμαν έκανε για μεγάλο χρονικό διάστημα έρευνα στα κυκλώματα παράνομων υιοθεσιών στη χώρα του προκειμένου να γράψει το σενάριο της ταινίας κι αυτό γίνεται εμφανές στη ρεαλιστική αποτύπωση της διαδικασίας που ακολουθείται από πολλά άτεκνα ζευγάρια και της οικονομικής και συναισθηματικής εκμετάλλευσης όχι μόνο αυτών, αλλά και των άπορων και πολύτεκνων γυναικών, οι οποίες αναγκάζονται να δίνουν τα νεογνά τους σε μια χώρα στην οποία η άμβλωση είναι ακόμα ποινικά κολάσιμη. Δεν ενδιαφέρεται, ωστόσο, να κάνει ένα κοινωνικό ή ανθρωπιστικό σινεμά στα πρότυπα των αδερφών Νταρντέν (αναπόφευκτος ο παραλληλισμός με το αριστουργηματικό «Παιδί»), αντίθετα εστιάζει στη συναισθηματική οδύσσεια της κεντρικής του ηρωίδας , η οποία στα πρόθυρα της ψυχολογικής κατάρρευσης βυθίζεται στην απελπισία μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον.

Ενώ, όμως, θέτει πολλά και καίρια ερωτήματα τόσο για την κοινωνική ανισότητα, όσο και για την έννοια της μητρότητας, βιολογικής και παρένθετης, όχι μόνο ως ευλογίας ή ως κατάρας, αλλά κι ως αναφαίρετου δικαιώματος, απωθημένου ή (ακόμα και) μιας κοινωνικά κατασκευασμένης ανάγκης, οι απαντήσεις που δίνει είναι τελικά επιδερμικές, καθώς η απόφαση του να δώσει στην ταινία του διαστάσεις ψυχολογικού θρίλερ μέσα από προβλέψιμες ανατροπές κι αποκαλύψεις και υιοθετώντας την οπτική γωνία μιας αναξιόπιστης κι ασταθούς ψυχολογικά κεντρικής ηρωίδας στερεί από την ταινία την αιχμή του κοινωνικού της σχολίου, αφήνει δραματατουργικά αναξιοποίητη τη σχέση της Μαλένα με τη Μαρσέλα και περιορίζει αισθητά την εμβέλεια του εγχειρήματός του.

Η ανάδειξη του αχανούς κι αφιλόξενου τοπίου του αργεντίνικου βορρά ως το συναισθηματικό πεδίο των ηθικών διλημμάτων και των ενοχών της κεντρικής ηρωίδας και η καταιγιστική παρουσία της Μπάρμπαρα Λένι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η οποία μετά το «Μαγικό Κορίτσι» και το «Μυστικό της Πέτρα» αποδεικνύει για άλλη μια φορά τις ερμηνευτικές της δυνατότητες κουβαλώντας όλο το βάρος της ταινίας, αποζημιώνουν τελικά το θεατή και αποτελούν το αντίβαρο στην κατά τα άλλα άτολμη προσέγγιση του Λέρμαν, ο οποίος αφήνει στο τέλος όχι μόνο τις δύο ηρωίδες του, αλλά και τις υποσχέσεις και τις προσδοκίες για την ταινία του μετέωρες.