«ΓΙατί κλαίνε οι άνθρωποι»; Αυτό αναρωτιέται η Μάγκντα, παρότι έχει κι η ίδια κλάψει γερά και προκαλέσει ωκεανούς δακρύων. Ωσπου να τελειώσει αυτή η «μικρή» ιστορία για έναν έρωτα, οι ήρωες κι οι ηρωίδες της ταινίας θα έχουν κλάψει λιγότερο από τους συνεπαρμένους θεατές.

Ο Κισλόφσκι έκανε την ταινία του αυτή το 1988, αναπτύσσοντας το έκτο επεισόδιο του «Δεκαλόγου» του, ένα σχόλιο πάνω στη χριστιανική εντολή «ου μοιχεύσεις». Η κάμερα βρίσκεται πάνω στον Τόμεκ, ένα 19χρονο αγόρι που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και τώρα ζει με τη νονά του και δουλεύει στο ταχυδρομείο. Τα μάτια του Τόμεκ βρίσκονται πάνω στη Μάγκντα, μια ώριμη, αισθησιακή γυναίκα στο απέναντι διαμέρισμα, την οποία παρακολουθεί με, εναλλάξ, λατρεία, όταν είναι μόνη και οργή, όταν στο δωμάτιό της φέρνει τον εκάστοτε εραστή της. Ο Τόμεκ θα βρει τρόπο να γνωρίσει τη Μάγκντα και να έρθει πιο κοντά της (ακόμα και να γίνει ο γαλατάς της γειτονιάς για να το καταφέρει), όμως στον έρωτα τίποτε δεν είναι άσπρο μαύρο, ούτε καν στα συναισθηματικά φορτισμένα δωμάτια του σύμπαντος του Κισλόφσκι.

Η γοητεία της ταινίας από το 1988 μοιάζει σαν τη φλόγα που με τις επόμενες ταινίες του Κισλόφσκι και την τριλογία των χρωμάτων να λαμπάδιασε. Η αστική μοναξιά σκεπάζει κάθε εκατοστό του φιλμ, η ηδονοβλεψία προκύπτει όχι από εγκληματικότητα αλλά από πάθος και ψυχική πενία, κανένας ήρωας, άντρας και γυναίκες, δεν είναι μονοδιάστατος, παρά όλοι οδηγούνται σ' ένα εντατικό, πιεσμένο, περιπετειώδες ταξίδι όπου οι ταυτότητες αλλάζουν πολλές φορές, το βλέμμα και το αντικείμενό του επίσης κι όπου τίποτε δεν είναι αυστηρό αλλά όλα είναι ποτισμένα αδιέξοδο και μελαγχολία.

Ποιητής του σινεμά και τότε και αργότερα, ο Κισλόφσκι φτιάχνει με τη «μικρή» αυτή ταινία του μια ερωτική επιστολή στον έρωτα που όλα τα νικά, στους νικημένους ανθρώπους μιας ταραγμένης χώρας, στην τέχνη της παρατήρησης, είτε περιλαμβάνει κάμερα, είτε... τηλεσκόπιο. Κι είναι μια ταινία που βλέπεται με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη, εκτός απ' όταν, σαν της Μάγκντα, γεμίζουν κι αυτά με δάκρυα.