«Κάπου στα Βαλκάνια, 1995». Εκεί τοποθετεί τη νέα ταινία του ο Ισπανός σκηνοθέτης του «Δευτέρες με Λιακάδα», κάνοντας από την αρχή σαφές ότι τα Βαλκάνια ήταν, τη δεκαετία του '90, μια ενιαία μπερδεμένη μάζα, έδαφος πολέμου, αλλά και συνύπαρξης χιλιάδων καλοθελητών από όλον τον κόσμο. Οι ήρωές του είναι εργαζόμενοι σε ΜΚΟ, και η ίδια η αόριστη χώρα που εγκλωβίζεται ανάμεσα στο δικό της τεταμένο ρυθμό και την πολυπλοκότητα, λόγω της γραφειοκρατίας και της ιεραρχίας, των ξένων δυνάμεων να βοηθήσουν ουσιαστικά.
Οι κεντρικοί ήρωες είναι ο ριψοκίνδυνος, σιτεμένος Μπι που ακολουθεί τους δικούς του κανόνες με αμφίβολα αποτελέσματα κι ο Μαμπρού, κυνικός και απρόθυμος, που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί την κοπέλα του. Η άφιξη μιας ελεγκτή, παλιού παθιασμένου έρωτα του Μαμπρού, θα αποσπάσει την προσοχή του από τις δουλειές που πρέπει να γίνουν, ενώ ένα πτώμα που σαπίζει μέσα σ' ένα πηγάδι καθιστά το πόσιμο νερό ακατάλληλο κι ένα παιδάκι προσπαθεί να βρει τους γονείς του αψηφώντας τη ναρκοθετημένη περιοχή.
Η συνύπαρξη διαφορετικού ύφους και καταβολών ηθοποιών αποκτά νόημα στην ταινία, προσθέτοντας δύναμη στην καρδιά της ιστορίας της, στο παζλ εθνικοτήτων και ιδιοσυγκρασιών που εγκαθίστανται στην εμπόλεμη ζώνη και προσποιούνται ότι βοηθούν.
Επίσημη συμμετοχή στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ Καννών και βραβευμένη με Γκόγια σεναρίου, η ταινία ξεδιπλώνεται απολαυστικά, παρότι η ιστορία της παραμένει ως το τέλος διασπασμένη, χωρίς κορύφωση ή συνοχή. Είναι όμως το δυνατό καστ, οι κιθάρες που τα σπάνε στο soundtrack, η αντιπαράθεση του χέρσου βομβαρδισμένου βαλκανικού τοπίου με την ευρωπαϊκή λεπτή κωμωδία και ο κατάμαυρος, αιχμηρός κυνισμός με το στραβό χαμόγελο που στήνουν, έστω κι έτσι, μια έξυπνη κριτική στον παραλογισμό του πολέμου.