Δεν έχει σημασία να γνωρίζεις την ιστορία της ομάδας μπάσκετ του Παναθηναϊκού για να παρακολουθήσεις το «Ταξίδι στα Αστέρια». Ετσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να τη μάθεις από αυτήν την ταινία, η οποία έρχεται να προστεθεί σε μια λίστα με αναθέσεις διοικήσεων μεγάλων ομάδων μπάσκετ που προσδοκούν (και) στην κινηματογραφική αιωνιότητα της ιστορίας τους.
Πιο κοντά στο υβριδικό μοντέλο που εισήγαγε ο Τάσος Μπουλμέτης με το «1968» πάνω στην κόντρα στις πιθανότητες, εμβληματική για τον ελληνικό αθλητισμό νίκη της ομάδας μπάσκετ της ΑΕΚ επί της Σλάβια Πράγας στον τελικό ευρωπαϊκού κυπέλλου πρωταθλητριών τον Απρίλιο του 1968, αφού το «90 Χρόνια ΠΑΟΚ - Νοσταλώντας το Μέλλον» του Νίκου Τριανταφυλλίδη ήταν αμιγώς ντοκιμαντέρ, το φιλμ του Χρήστου Δήμα («Οι Ακροβάτες του Κήπου», «Νήσος», «Ακάλυπτος», «Poker Face», «Μαγικός Καθρέφτησς») δεν διαθέτει τίποτα από το δημιουργικό πάθος του πρώτου ούτε, φυσικά, ίχνος από την bigger than life ψυχή του δεύτερου.
Στην πραγματικότητα το «Ταξίδι στα Αστέρια» δεν ξέρει τι είναι.
Ξεκινάει με νοσταλγικές εικόνες μιας άλλης Ελλάδας του μεσοπολέμου, αρχίζοντας να μπλέκει με τις σκηνές μυθοπλασίας ιστορικά γεγονότα γύρω από την ίδρυση της ομάδας μπάσκετ του Παναθηναϊκού το 1919, κάνοντας στάση σε μερικές σημαντικές στιγμές του, όπως την πρωτοποριακή για την εποχή ίδρυση της γυναικείας ομάδας καλαθοσφαίρισης το 1937 και τη διατήρηση των επάθλων του κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Συνεχίζει πιο βιαστικά για να φτάσει στην κατασκευή της έδρας του, τον θρυλικό «Τάφο του Ινδού» το 1959 στο Γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, το διάσημο βανάκι του Κώστα Μουρουζη που οδήγησε την ομάδα σε νέες επιτυχίες και τρέχει για να φτάσει στην απόκτηση της ομάδας από τους αδερφούς Γιαννακόπουλους της ΒΙΑΝΕΞ το 1987 και την προσπάθεια τους να γίνει η ομάδα του Παναθηναϊκού όχι μόνο μια από τις μεγαλύτερες ομάδες στην Ελλάδα αλλά κυρίως μια υπολογίσιμη δύναμη στην Ευρώπη.
Ο,τι ακολουθεί είναι η προφανώς ωραιοποιημένη (μέχρι το αντίθετο αποτέλεσμα) ιστορία του πώς ο Παναθηναϊκός απέκτησε τα έξι ευρωπαϊκά του πρωταθλήματα - τα αστέρια του τίτλου, μέσα από το βλέμμα των Παύλου και Θανάση Γιαννακόπουλου, φτάνοντας μέχρι τις μέρες και του (επιεικώς) «αμφιλεγόμενου» Δημήτρη Γιαννακόπουλου ο οποίος κλείνει και την ταινία, ως σημερινός ιδιοκτήτης της ομάδας.
Το υβριδικό σχήμα της αρχής - με πιο συχνή παρεμβολή αρχειακού υλικού - δίνει τη θέση του σε καθαρή μυθοπλασία, γραμμένη προφανώς πάνω σε ανεκδοτολογικά επεισόδια της κοινής ζωής των Γιαννακόπουλων με την ομάδα (όπως το ότι έσβηναν τα φώτα κάθε φορά που έχαναν σε ένα αγώνα ή μια συνάντηση με Ελβετούς επενδυτές που πήρε μια απρόσμενη τροπή), όλα σε voice over ενός οργανωμένου οπαδού της ομάδας ο οποίος κομπάζει συγκινημένος για τις επιτυχίες της. Ενα μεγάλο μέρος της αφήγησης καλύπτεται από τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς (τον Σέρβο προπονητή που χάρισε μια χρυσή περίοδο στην ομάδα από το 1999 μέχρι το 2012), ενώ σε κλισέ λάιτ μοτίφ παρακολουθούμε και τις ζωές τυχαίων ανθρώπων που συνέδεσαν στιγμές από τη ζωή τους με τις χαρές του Παναθηναϊκού.
Ατελέσφορα αποσπασματικό, περισσότερο σαν συρραφή από σκηνές που τραβάνε σαν να μην μπήκαν ποτέ στο μοντάζ και που δεν έχουν καμία λογική αλληλουχίας η μία με την άλλη, το «Ταξίδι στα Αστέρια» επιχειρεί με εντελώς άτεχνο και αποτυχημένο τρόπο να μιξάρει τρόπους αφήγησης (το πρωτόλειο animation στη σκηνή με το βανάκι του Μουρούζη, η σκηνή με τον κουλουρά Μάρκο Λεζέ που έρχεται από κάποια άλλη ταινία και αποκορύφωμα το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου από τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς). Αυτό που θυμίζει είναι περισσότερο βιντεοκασέτα των 80s με κωμικά και μελοδραματικά κρεσέντα που αντί να ανοίγουν το βλέμμα στον αντίκτυπο της πιο επιτυχημένης ομάδας μπάσκετ της Ελλάδας στην ελληνική κοινωνία, αποπροσανατολίζουν οριακά προς μια μάλλον αντίθετη φιλοδοξία από αυτή της αποκάλυψης της μυστικής συνταγής πίσω από το μύθο και μιας, τελικά (;) ταινίας γύρω από την αφοσίωση και πίστη σε μια ομάδα (βλ. όραμα).
Χωρίς καμία διάθεση να εξηγήσει ποιος είναι ποιος και τι είναι τι, σχεδόν ακόμη και για ιστορικούς/εκπαιδευτικούς/αρχειακούς λόγους αλλά και για τους νεότερους οπαδούς της ομάδας και με παντελή απουσία των παιχτών της ομάδας ανά τις δεκαετίες, από ένα μάλλον παράλογο σύμπαν εντελώς διαφορετικών ερμηνειών μεταξύ τους σώζεται ελαφρά ο μονίμως βουρκωμένος Δάνης Κατρανίδης στο ρόλο του Παύλου Γιαννακόπουλου (με τον πιο γραφικό εδώ Θέμη Πάνου να παίζει με γκριμάτσες τον αδερφό του, Θανάση) και στο όριο ο Γιώργος Γάλλος που μοιάζει να μελέτησε αρκετά πριν παίξει τον Ομπράντοβιτς με βαριά προφορά αλλά πολύ πρόχειρο κείμενο. Κάθε άλλη προσπάθεια για να δοθεί υπόσταση στους ήρωες πέφτει στο κενό της μιας όλης λάθος απόπειρας για ένα success story που μοιάζει επιφανειακό, χωρίς πάθος, πασπαλισμένο διαρκώς από μεγάλα λόγια χωρίς ουσία.
Απαραίτητες υποσημειώσεις, δύο τον αριθμό.
Σε μια διαχρονική συγκυρία που βρίσκει την ελληνική κοινωνία (αν και υποκριτικά) σοκαρισμένη από οπαδικές συμπεριφορές, η επιλογή του όλου στησίματος των σκηνών με τους οργανωμένους οπαδούς και τα συνθήματα μπορεί να - φανταζόμαστε - φέρνει ρίγη στους φιλάθλους της ομάδας, αλλά μάλλον άπωση στο ευρύ κοινό, ειδικά με τις κουκούλες που σηκώνονται στο φινάλε και την - αποκομμένη από το περιβάλλον της στις κερκίδες - κατάχρηση της «ψυχιατρικής» ορολογίας.
Καμία ταινία, ό,τι και να είναι: υβρίδιο, παραγγελιά, ακόμη και φτιαγμένη για ιδιωτική προβολή, οτιδήποτε, δεν μπορεί να διαφημίζει τόσο εξόφθαλμα ένα προϊόν της εταιρίας των χρηματοδοτών της, δηλαδή εδώ των ιδιοκτητών της ομάδας του Παναθηναϊκού, επιβεβαιώνοντας απλά πως τελικά, παρά τις διαβεβαιώσεις και τα ειδικά εφέ των αστεριών στον ουρανό, παρά τις διδαχές των μανάδων και τα δάκρυα των αντρών, παρά ακόμη και τα απειροελάχιστα ψήγματα μιας ειλικρινούς κατάθεσης για κάτι που έχει φτιαχτεί με αγάπη, όλα μα όλα γίνονται για τα λεφτά.