13 Δεκεμβρίου 1992. Εκείνο το βράδυ, στο Αλκασέρ (ένα μικρό χωριό κοντά στη Βαλένθια της Ισπανίας), τρία 14χρονα κορίτσια εξαφανίζονται μυστηριωδώς. Είχαν ξεκινήσει για να πάνε σε χοροεσπερίδα του σχολείου τους σ' ένα κλαμπ της διπλανής πόλης. Ηταν συνηθισμένο για τους κατοίκους να κάνουν ωτοστόπ σε αυτή τη διαδρομή - όλοι άλλωστε γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ομως τα κορίτσια μπήκαν σε αυτοκίνητο αγνώστων. Και χάθηκαν. Αδικα οι γονείς τους έβγαιναν στα κανάλια, χτυπούσαν πόρτες, κολλούσαν τις φωτογραφίες τους παντού. Καμία τύχη δεν είχαν οι αρχές που (υποτίθεται) σήκωσαν και τις πέτρες για να τις βρουν. 75 μέρες μετά, μελισσοκόμοι στο βουνό έρχονται αντιμέτωποι με ένα αποτρόπαιο θέαμα: τα πτώματα των κοριτσιών σε έναν ρηχό τάφο.

Κι από εκεί ξεκινά μία σειρά από λάθη (;), παραλείψεις (;), αμέλειες (;) της αστυνομικής διαδικασίας, των ιατροδικαστικών εξετάσεων, της επεξεργασίας των στοιχείων που θα βοηθούσαν στην ανακάλυψη των ενόχων. Ενας πρώην κατάδικος και η συμμορία του φορτώνονται το έγκλημα και καταδικάζονται, αλλά οι υποψίες ακόμα βαραίνουν την τοπική κοινότητα: οι άντρες της σήμανσης έκαναν λάθη, οι αρχές συνέλαβαν τους πραγματικούς ενόχους, ή υπάρχει στ' αλήθεια αυτό που ψυθιρίζεται; Ενα ισχυρό κύκλωμα ευυπόληπτων αντρών που εξασκούν τις διαστροφές τους και λαδώνουν το σύστημα να καλύπτει τα εγκλήματά τους;

Ο Μαρκ Ρομέρο καταπιάνεται με αυτή την αληθινή ιστορία, που η ισπανική κοινωνία έχει ακόμα και στις μέρες μας ως αναφορά («Τα Κορίτσια του Αλκασέρ») κι επιχειρεί να στήσει ένα υποβλητικό θρίλερ που θα αφηγηθεί κάτι πέρα από τα γεγονότα: την αγωνία, το αδιέξοδο, την απελπισία των ανίσχυρων πολιτών μπροστά στο διεφθαρμένο σύστημα.

Δυστυχώς όμως, το εγχείρημά του χάνει τις ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα. Σκηνοθετικά, οι επιλογές της υποφωτισμένης εικόνας, των «βρώμικων» πλάνων, της ξεθωριασμένης παλέτας χρωμάτων στοχεύουν σε μία ατμόσφαιρα ζοφερού ρεαλισμού που θα ήταν καλοδεχούμενος (αν και πλέον «παλιός»). Ταυτόχρονα όμως η καθοδήγηση των ηθοποιών του (ειδικά όσων ερμηνεύουν τους γονείς των κοριτσιών) είναι να ξεσπούν σε ένα κόντρα-στην-ατμόσφαιρα μελοδραματισμό, ένα ακαλαίσθητο, πομπώδες overacting, Δεν βοηθάει ότι κι όλοι οι χαρακτήρες είναι κακογραμμένα σχήματα - αστυνομικοί, καταζητούμενοι, εισαγγελείς.

Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο αγκάθι της ταινίας: το σενάριο. Θα πίστευε κανείς ότι μία αληθινή, εμβληματική ιστορία προσφέρει έτοιμο τον σκελετό της γραφής της. Οχι εδώ. Ο Ρομέρο θέλει σαφώς να μάς υποψιάσει για τα πολυπαραγοντικά αίτια που κρατούν την αλήθεια θαμμένη σε τάφο βαθύ, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να κουράσει με ιστορίες μέσα στις ιστορίες που δεν οδηγούν πουθενά.

Ενα σασπένς που υπόσχεται κορύφωση, αλλά συνεχώς ξεφουσκώνει.