Διακόσια μέτρα χωρίζουν τον Μουσταφά από την γυναίκα του και τα παιδιά του. Τα σπίτια τους είναι αντικριστά, υπάρχει μάλιστα οπτική επαφή μεταξύ τους, όμως αυτή η απόσταση που σε κάθε άλλη περίπτωση θα περπατιόταν εντός ολίγων λεπτών, στην περίπτωσή τους είναι αδιαπέραστη. Κι αυτό γιατί ανάμεσά τους παρεμβάλλεται ένα τείχος, εκείνο της Δυτικής Όχθης, που έχει επιβληθεί στον λαό του Μουσταφά και τον έχει διχοτομήσει.
Η οικογένεια θα μπορούσε να είναι μαζί, όμως ο Μουσταφά αρνείται πεισματικά να ζητήσει άδεια παραμονής από τις ισραηλινές αρχές. Όλες οι δουλειές είναι στην αντίπερα όχθη, στη γη των πλούσιων εποίκων, με αποτέλεσμα η γυναίκα του να αναγκαστεί να ζει στην άλλη πλευρά, όπου κάνει δύο δουλειές. Ακόμα και ο ίδιος έχει βγάλει άδεια προσωρινής εργασίας και περνάει καθημερινά έναν γραφειοκρατικό και ταπεινωτικό έλεγχο, για να βιοποριστεί, αλλά και για να αγκαλιάσει τα παιδιά του. Όταν, όμως, στη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου, ο γιος του θα αναγκαστεί να μπει στο νοσοκομείο και για κακή του τύχη η άδεια εργασίας του θα έχει λήξει, ο Μουσταφά θα πρέπει να βρει τρόπο να περάσει πάση θυσία τα σύνορα. Και τότε τα 200 μέτρα θα μετατραπούν σε μια πολλαπλάσια απόσταση.
Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου στη μυθοπλασία Παλαιστίνιου σκηνοθέτη Αμίν Ναιφέ μαρτυρά την προηγούμενη ενασχόληση του με την τεκμηρίωση. Έχει αμεσότητα, δύναμη, νατουραλισμό στην κίνηση της κάμερας και την κινηματογράφηση. Έχει επίσης έναν χαρισματικό πρωταγωνιστή στο ρόλο του πατέρα, τον Αλί Σουλιμάν, γνωστό από τη συμμετοχή του στις ταινίες του Ελία Σουλειμάν και σε πολλές αραβικές παραγωγές, η μαγνητική παρουσία του οποίου σε κάνει αμέσως συμμέτοχο στην αγωνία και στο αδιέξοδο των αποφάσεων που πρέπει να πάρει.
Η ανάμειξη, ωστόσο, του οικογενειακού δράματος, του πολιτικού σχολίου και του road movie, στο οποίο μετατρέπεται η ταινία, μόλις ο κεντρικός ήρωας αποφασίζει να εμπιστευτεί την μετάβασή του στο δίκτυο των παράνομων λαθρεμπόρων που γνωρίζουν τα τρωτά σημεία του τείχους για να περάσουν ανθρώπους και εμπορεύματα, δε λειτουργεί πάντα. Μπορεί ο ρυθμός να παραμένει σε όλη τη διάρκεια αμείωτος, όμως οι ανατροπές και οι καταστάσεις που απαιτούνται δραματουργικά για να διατηρηθεί σε αυτό το επίπεδο χάνουν κάπου την αξιοπιστία τους και ρέπουν προς τη σχηματικότητα.
Αλλά το ανθρώπινο (πέρα και πάνω απ’ όλα) δράμα του Παλαιστινιακού λαού και όσων ζουν στη Δυτική Όχθη αποτυπώνεται για άλλη μια φορά με ένταση και πάθος, αφήνοντας στο περιθώριο τις όποιες ενστάσεις. Κι η καρδιά της ταινίας χτυπάει σε μια απόσταση πολύ μικρότερη από εκείνη του τίτλου.