Το «Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.» είναι μια εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα ταινία μυθοπλασίας για την απίστευτη κι όμως αληθινή ύπαρξη εταιριών στην Ιαπωνία που νοικιάζουν με μια μικρή ή μεγαλύτερη αμοιβή, φίλους, συγγενείς, ολόκληρες οικογένειες σε ανθρώπους που θέλουν να δείξουν ότι έχουν τον απαραίτητο κοινωνικό κύκλο, σε εκδηλώσεις, φωτογραφίες ή κάθε περίσταση που το απαιτεί.
Είναι, όμως, και μια ταινία που νομοτελειακά ανήκει στο σύμπαν του Βέρνερ Χέρτσογκ, του Γερμανού σκηνοθέτη που εδώ και δεκαετίες τολμά να προκαλεί τις συμβάσεις του πολιτισμένου κόσμου και να διασαλεύει τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και την τεκμηρίωση. Κι όταν έχεις την τιμή και την ευκαιρία να συνομιλήσεις (έστω και) τηλεφωνικά με μια τόσο μυθική μορφή του παγκόσμιου σινεμά, λίγους μήνες μάλιστα μετά την πρόσφατη επίσκεψη του στην Αθήνα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφήσεις τον σκηνοθέτη του «Φιτζκαράλντο», του «Βόιτσεκ», του «Νοσφεράτου» και τόσων άλλων εμβληματικών δημιουργιών να μιλήσει για τη νέα του ταινία και να απορροφήσεις για άλλη μια φορά τα πολύτιμα ψήγματα της σοφίας του.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία;
Ο παραγωγός μου διάβασε ένα άρθρο για αυτό που συμβαίνει στην Ιαπωνία και την εταιρεία «Οικογενειακή Ευτυχία» σε ένα αμερικανικό περιοδικό και αμέσως με προσέγγισε προτείνοντας μου να κάνουμε μία ταινία γύρω από αυτό. Οταν το διάβασα, κατάλαβα αμέσως ότι είχα βρει το θέμα για την επόμενη ταινία μου. Ολα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα. Προσέγγισα τον ιδρυτή αυτής της εταιρείας και το γύρισμα ξεκίνησε άμεσα, μία πολύ δυνατή και έντονη εμπειρία που δεν πήρε καθόλου χρόνο, σχεδόν υπαγορεύτηκε ενστικτωδώς.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας είναι ότι περιγράφεται ως ταινία μυθοπλασίας, αλλά αφήνει συνεχώς την αίσθηση ότι πρόκειται για ντοκιμαντέρ.
Η ταινία είναι 100% μυθοπλασία. Υπήρχε σενάριο, συμμετέχουν ηθοποιοί και μόνο ηθοποιοί, έγιναν πρόβες, όλο είναι το τελικό προϊόν μίας αφήγησης. Αλλά είναι τόσο αυθεντική και τόσο άμεσα και καλά ερμηνευμένοι από τους ηθοποιούς, ο θεατής αποκομίζει την αίσθηση ότι βλέπει ένα ντοκιμαντέρ.
Πώς ήταν η εμπειρία των γυρισμάτων στην Ιαπωνία;
Δεν μιλάω ιαπωνικά, μπορώ να πω ότι δε γνωρίζω ούτε μία λέξη αυτής της γλώσσας και στα γυρίσματα χρησιμοποίησα μερικούς πολύ ικανούς μεταφραστές και διερμηνείς για να επικοινωνώ με τους ηθοποιούς. Επομένως θεωρώ ότι η αυθεντικότητα των διαλόγων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι άφησα την εκφορά του λόγου να γίνει αβίαστα και φυσικά, χωρίς να παρεμβαίνω εγώ με σκηνοθετικές οδηγίες, πέρα από όσες ήταν απαραίτητες. Αρα μπορείτε να πείτε ότι οι διάλογοι έχουν σε μεγάλο βαθμό και ένα ποσοστό αυτοσχεδιασμού.
Γιατί επιλέξατε να γυρίσετε με ψηφιακή κάμερα;
Η επιλογή της ψηφιακής κάμερας έγινε φυσικά από εμένα, όχι μόνο γιατί έκανα εγώ την διεύθυνση φωτογραφίας, αλλά και γιατί ήθελα η ποιότητα της εικόνας να αντικατοπτρίζει την αλήθεια και το ψέμα των καταστάσεων που κινηματογραφώ. Δεν είμαι πολιτικός αναλυτής, ούτε κοινωνιολόγος. Είμαι ένας ποιητής. Η ταινία μου έχει να κάνει με αυτό το είδος της υπαρξιακής μοναξιάς που γίνεται ολοένα και πιο έντονη όχι μόνο στην Ιαπωνία, αλλά και στην Αμερική και στην Ευρώπη. Αυτό το είδος της βαθιάς μοναξιάς που γίνεται ολοένα και πιο συχνή στην καθημερινότητά μας.
Η διαφορά μεταξύ κοσμοπολιτισμού και παγκοσμιοποίησης, χμ, αυτή είναι μία ερώτηση που θα έπρεπε να κάνετε σε κάποιον ιερέα. (γέλια) Νομίζω πως ζούμε σε μία εποχή που βιώνει τα όρια της παγκοσμιοποίησης. Εχουμε ήδη ζήσει την σκοτεινή πλευρά της και τώρα προσπαθούμε να περιορίσουμε τις αρνητικές συνέπειες της.»
Πού οφείλεται η επιτυχία της εταιρείας «Οικογενειακή Ευτυχία»; Τι πιστεύετε πως ωθεί κάποιον στην ενοικίαση επί πληρωμή προσώπων;
Το φαινόμενο της ενοικίασης προσώπων δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο, αν σκεφτείτε ότι μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμε ανθρώπους για να μας αντικαθιστούν σε πολλές εκφάνσεις της ζωής μας. Οταν χρησιμοποιούμε μία μπεϊμπισίτερ για να βγούμε έξω, να πάμε στο σινεμά ή σε ένα κονσέρτο, αυτό που κάνουμε ουσιαστικά είναι η αντικατάσταση ενός προσώπου με ένα άλλο, το οποίο επιτελεί τις ίδιες συναισθηματικές ή συμβολικές λειτουργίες. Αυτό που είναι πραγματικά εντυπωσιακό, όμως, στην ταινία και στην εταιρεία αυτή είναι το γεγονός ότι ακόμα και όταν οι πελάτες γνωρίζουν ότι ο άλλος είναι ουσιαστικά ενοικιασμένος, οι συναισθηματικές ανάγκες που οδήγησαν στην ενοικίασή του ικανοποιούνται πλήρως.
Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την αντίστιξη ανάμεσα στα social media και στον παραδοσιακό ιαπωνικό τρόπο ζωής.
Οντως χρησιμοποιώ πολύ τα social media στην ταινία, ειδικά στην απεικόνιση της ζωής της νεαρής κοπέλας, γιατί αρκεί μία ματιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να καταλάβεις ότι όλα είναι ένα ζήτημα αναπαράστασης του εαυτού μας, αφηγηματικού επαναπροσδιορισμού του, ωραιοποίησης και διεξόδου από την πραγματικότητα. Ούτε αυτό το φαινόμενο είναι πραγματικά καινούργιο, αλλά αυτό που έχει συμβεί με την έκρηξη των social media και την ενασχόλησή συνεχώς με αυτά είναι ότι βαθαίνουν το αίσθημα της μοναξιάς μας. Υπάρχει πλέον τόσο πολύ περιεχόμενο, αλλά τόση λίγη ουσία σε αυτό. Το είχα ήδη πει από τη δεκαετία του 80, εδώ και 40 χρόνια, ότι όσο αυξάνονται τα τεχνολογικά μέσα που μας επιτρέπουν την ένωση και την επικοινωνία, τόσο βαθαίνει περισσότερο το ρήγμα ανάμεσα μας.
Και ο παραδοσιακός τρόπος ζωής είναι μια λύση;
Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής, όπως εμφανίζεται και σε αυτή την ταινία, θεωρώ ότι είναι μία λύση, αλλά όχι η αποκλειστική. Είχα γυρίσει πριν από μερικά χρόνια μία ταινία για το ίντερνετ, το «Lo’ and Behold», Και στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ αυτού γνώρισα μία κοπέλα η οποία ήταν έφηβη, είχε πολλούς φίλους σε διάφορα social media και έστελνε 2.200 μηνύματα καθημερινά, ανούσια στην ουσία, emojis και διάφορες εικόνες, χωρίς ποτέ να τους έχει γνωρίσει. Δε νομίζω πως αυτό είναι ουσιαστική επικοινωνία, αλλά άλλη μια έκφραση της μοναξιάς που επικρατεί.
Εχοντας επί δεκαετίες γυρίσει όλο τον κόσμο και συνεχίζοντας να το κάνετε, ποιά είναι η διαφορά μεταξύ κοσμοπολιτισμού και παγκοσμιοποίησης;
Η διαφορά μεταξύ κοσμοπολιτισμού και παγκοσμιοποίησης, χμ, αυτή είναι μία ερώτηση που θα έπρεπε να κάνετε σε κάποιον ιερέα. (γέλια) Νομίζω πως ζούμε σε μία εποχή που βιώνει τα όρια της παγκοσμιοποίησης. Εχουμε ήδη ζήσει την σκοτεινή πλευρά της και τώρα προσπαθούμε να περιορίσουμε τις αρνητικές συνέπειες της.
Τι σας ωθεί να γυρίζετε ακόμα ταινίες; Ποιά είναι η δημιουργική σπίθα για κάθε μία από αυτές;
Μου αρέσει να αφηγούμαι ιστορίες και νομίζω πως είμαι καλός σε αυτό. Διαθέτω πλέον την εμπειρία να μπορώ να ξεχωρίζω πότε ένα θέμα είναι καλό για να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Οταν πριν από μερικά χρόνια έμαθα για την ιστορία του «Grizzly Man», ένιωσα αμέσως ότι έπρεπε να το κάνω ταινία και παράτησα όλα τα υπόλοιπα project που είχα στο μυαλό μου, για να αφοσιωθώ σ´ αυτό. Το ίδιο ένιωσα και με την «Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.». Είναι πλέον ενστικτώδες, νιώθω αμέσως τις δυνατότητες μιας ιστορίας να γίνει καλή ταινία.
Μιλήστε μου για την εμπειρία σας ως ηθοποιός σε τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες όπως το «Julien Donkey-Boy» και το «Jack Reacher».
Ολες οι ταινίες που αναφέρατε, αλλά και το «Mandalorian», στο οποίο θα παίζω και μπορείτε να με δείτε στο trailer, προέκυψαν καθαρά από τύχη. Δεν πέρασα από κάστινγκ, αλλά με προσκάλεσαν οι σκηνοθέτες τους, γιατί θεώρησα ότι μπορώ να προσφέρω κάτι στις ταινίες τους.
Ποιά πιστεύετε ότι είναι η παρακαταθήκη σας;
Δεν θα μπορούσε να με ενδιαφέρει λιγότερο η παρακαταθήκη μου. (γέλια)
Και τι θα συμβουλεύατε έναν νέο κινηματογραφιστή που σας έχει για πρότυπο;
Να είναι τολμηροί. Να έχουν όραμα. Να παραμείνουν πιστοί στην πολιτιστική τους ταυτότητα. Αν επιμείνουν σε όλα όσα πιστεύουν, τότε όλα θα κυλήσουν όπως πρέπει.
Hρθατε πρόσφατα στην Αθήνα και στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση για ένα masterclass και μια ανοιχτή συζήτηση με το κοινό. Πώς ήταν η εμπειρία;
Το κοινό που ήρθε στις διαλέξεις της Αθήνας ήταν καταπληκτικό. Το διασκέδασα πάρα πολύ γιατί ήταν μία πολύ ζωντανή εμπειρία, με πρωτότυπες απόψεις και πολύ δύσκολες και ασυνήθιστες ερωτήσεις. Το θεωρώ υποχρέωσή μου να μεταδώσω τις γνώσεις μου και τις εμπειρίες μου για τον κινηματογράφο σε μία νέα γενιά θεατών και κινηματογραφιστών που πραγματικά θέλουν να μάθουν από μένα όλα όσα έχω ζήσει μετά από τόσες δεκαετίες. Eχω την αίσθηση ότι πρέπει να ικανοποιήσω αυτή τη ζήτηση και θεωρώ χρέος μου να μεταλαμπαδεύσω αυτή τη γνώση.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Χέρτσογκ, ήταν μεγάλη μου τιμή.
Κι εγώ σας ευχαριστώ. Εύχομαι ό,τι καλύτερο για το μέλλον στην Ελλάδα, την οποία αγαπώ πολύ.