Τελικά η Τεργέστη αποδείχτηκε θησαυρός έμπνευσης για τον Θάνο Αναστόπουλο. Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια κάτοικος του πανέμορφου, ιστορικού λιμανιού της Αδριατικής, με οικογένεια, γιο και τα όλα του, γύρισε και δεύτερη ταινία εκεί. Εξι χρόνια μετά το έξοχο ντοκιμαντέρ «Η Τελευταία Παραλία», που συμμετείχε στο επίσημο τμήμα του 69ου Φεστιβάλ Κανών, με ηρωίδα μια πολυσύχναστη λαϊκή πλαζ της Τεργέστης, που εξακολουθεί να χωρίζει με τοίχο τις γυναίκες από τους άνδρες, ο Θάνος επιστρέφει με μια ταινία μυθοπλασίας, πάλι εντελώς τεργεστιανή - αν υπάρχει τέτοια λέξη. Λέγεται «Φαντάσματα της Επανάστασης» και είναι ένα ταξίδι στην ιστορία του 18ου αιώνα στην Τεργέστη, τότε που ο διαφωτισμός, οι αυτοκρατορίες και τα επαναστατικά κινήματα διαπλέκονταν με ένταση και βία, αλλάζοντας τον κόσμο. Και η δική μας εθνική επανάσταση βρισκόταν στα σκαριά.
Δείτε ακόμη τη βιντεοσυνέντευξη: Το Flix συναντά τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο... «εκεί που ζούμε»
Ηθοποιοί, πολλοί ρόλοι παλιοί και σημερινοί, κοστούμια εποχής αλλά και τζάκετ, πολυτελή μέγαρα αλλά και νεκροταφεία, η Τεργέστη σε όλο το πολύπλοκο ιστορικό της μεγαλείο, αλλά και τη σημερινή ζωντάνια μιας ιταλικής μεγαλούπολης. Πλοκή συνεκτική (ένας Ελληνας σκηνοθέτης γυρνάει μια ταινία για τον Ρήγα Φεραίο), αλλά και θραύσματα ιστοριών, μέχρι και ο Ναπολέων σε ένα συναρπαστικό κινηματογραφικά πέρασμα. Αριστοκράτες και άνθρωποι του λαού. Ο ρεαλισμός να δέχεται γερές δόσεις σουρεαλιστικής ελευθερίας. Και η εθνική συγκίνηση να μην απαγορεύει την κριτική ματιά στο ηρωικό παρελθόν. Δηλαδή, πολλά πράγματα μαζί, γοητευτικά, αλλά και απαιτητικά, τα οποία ο σκηνοθέτης θα μας βοηθήσει να τα καταλάβουμε και να προετοιμαστούμε λίγες μέρες πριν την ελληνική πρεμιέρα της ελληνο-ιταλικής του ταινίας στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (3-13 Νοεμβρίου).
Μάλλον εξεπλάγην που εσύ γύρισες μια ταινία για την ιστορία της ελληνικής κοινότητας της Τεργέστης. Ηταν κάτι, ας πούμε «γραφειοκρατικό», δηλαδή παραγγελία ή «έχουμε επέτειο του 1821, ας κάνω κάτι»; Ή ήταν μια προσωπική σου ανάγκη, που ωρίμασε ζώντας στην Τεργέστη;
Είναι ένας συνδιασμός, αλλα έβαλε και το χέρι του ο εγκλεισμός της πανδημίας.
Με ποιο τρόπο;
Η ελληνική κοινότητα της Τεργέστης μου είχε πει κάποια στιγμή ότι ήθελε ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της. Εχω πάρα πολύ καλή σχέση μαζί της, ο γιος μου πηγαίνει κάθε εβδομάδα και κάνει δωρεάν μαθήματα ελληνικών. Είναι μια κοινότητα με πολύ μεγάλη ιστορία και συνεχίζει να κάνει πράγματα στην πόλη. Ετσι, την σκεφτόμουνα την πρόταση για το ντοκιμαντέρ. Ελεγα ότι έχει ενδιαφέρον, αλλά με προβλημάτιζε πώς θα μπορούσα να το κάνω με έναν τρόπο που κανείς να μην έχει ξαναδεί, ως φόρμα περισσότερο. Σκεφτόμουνα τι καινούργια πράγματα θα μπορούσε να φέρει ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ. Τους είπα, λοιπόν, όχι. Και ξαφνικά, έσκασε η πρώτη μεγάλη καραντίνα και κλειστήκαμε σπίτι. Κι εγώ, για κάποιο λόγο, παρόλο που είχα πει όχι, άρχισα να διαβάζω ό,τι υπήρχε γύρω από την ιστορία της ελληνικής κοινότητας. Αλλά εξακολουθούσα να λέω, ωραία είναι όλα αυτά, αλλα πώς μπορείς να τα κάνεις ταινία;
Και τότε μια φίλη μου Ιταλίδα, που είναι συντηρήτρια έργων τέχνης, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ξεκίναγε εργασίες στο Ελληνικό Νεκροταφείο της Τεργέστης. Πήγα, φυσικά, και είδα το νεκροταφείο να είναι σαν εργοτάξιο, να έχουν διαλυθεί τάφοι, όλο χώματα και μπάζα, είχε καταρρεύσει ένας τοίχος και έπρεπε να τον ξαναστήσουν για να προστατεύσουν τα μνημεία. Και, ξαφνικά, σκέφτηκα τι αναστάτωση πρέπει να είναι για τους ενοίκους των τάφων, τόσα χρόνια μέσα στην ησυχία και να μπαίνουν μπουλντόζες. Και μούρθε μια κωμική ιδέα, ότι υπάρχουν και κάποιοι ιδιότροποι νεκροί ή που δεν κρατιούνται και θέλουν να φύγουν, και βρίσκουν την ευκαιρία μέσα στην αναμπουμπούλα, βγαίνουν από το νεκροταφείο, παίρνουν το λεωφορείο και γυρνάνε στη σημερινή Τεργέστη. Αυτή η εικόνα, των «φαντασμάτων» της Ιστορίας μέσα στη σύγχρονη πόλη ήταν για μένα σημαντική. Γιατί δεν ήθελα με τίποτα να κάνω μια ταινία εποχής. Και έτσι, με αυτή την εικόνα, άρχισε να γράφεται, να κτίζεται η ταινία μου.
Γενικά είχα στο μυαλό μου ότι αυτό που κάνω είναι μια ιστορική φαντασμαγορία. Σαν να μπαίνει ένας μάγος στο στούντιο και να λέει, "θα σας πάω ένα ταξίδι", και να μην το παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Αν μετά από αυτό, μάς κάνει κάτι κλικ και το ψάξουμε στο google ή αν αρχίσουμε μια κουβέντα ή αν ανοίξουμε ένα βιβλίο, αυτό θα ήταν το τέλειο.»
«Οικογενειακή» φωτογραφία των συντελεστών
Γιατί δεν ήθελες να κάνεις ταινία εποχής; Επειδη δεν σου αρέσουν; Δεν σου πάνε; Δεν έχουν νόημα;
Θεωρούσα ότι το να κάνεις μια ταινία εποχής είναι ούτως ή άλλως μια φαντασία, μια μυθοπλασία. Ο,τι και να έχεις διαβάσει, ό,τι αρχεία και ντοκουμέντα να έχεις στη διάθεσή σου, ό,τι φόρμα κι αν ακολουθήσεις, κλασική - νατουραλιστική, ποιητική ή προσωπική, η ταινία θα είναι τελικά μια επανεγγραφή του σήμερα. Και το ίδιο πρόβλημα με μια έννοια υπάρχει κι όταν κάνεις ένα ντοκιμαντέρ για το παρελθόν. Πάλι μια κατασκευή κάνεις. Οπότε, γιατί να την κρύψεις την κατασκευή; Δεν είναι πιο ειλικρινές να δηλώσεις την πρόθεσή σου για ένα ταξίδι στο χρόνο με μυθοπλαστική ελευθερία και καμμία διάθεση αυθεντικής λύσης; Γενικά είχα στο μυαλό μου ότι αυτό που κάνω είναι μιά ιστορική φαντασμαγορία. Σαν να μπαίνει ένας μάγος στο στούντιο και να λέει, «θα σας πάω ένα ταξίδι», και να μην το παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Αν μετά από αυτό, μάς κάνει κάτι κλικ και το ψάξουμε στο google ή αν αρχίσουμε μια κουβέντα ή αν ανοίξουμε ένα βιβλίο, αυτό θα ήταν το τέλειο. Η ταινία μου είναι αφορμή, όχι λύση. Δεν προτείνω μια απάντηση, αλλά μια ερώτηση.
Κι όμως, μέσα σ’ αυτή την οργιαστική φαντασμαγορία έχεις και μερικές σεκάνς κλασικής ταινίας εποχής, που είναι όντως πανέμορφες και σίγουρες.
Ναι, βγήκαν πετυχημένες, κι εγώ εξεπλάγην. Κι εγώ είπα, «για δες τι έκανα». Χάρη στους συνεργάτες μου, που ήταν καταπληκτικοί, έγινε όλο αυτό.
Για να δούμε, λοιπόν, τα ιστορικά πρόσωπα που εμφανίζονται στην ταινία.
Κατ’ αρχήν υπάρχει ο Δημήτρης Καρτσιώτης, που τον υποδύεται ο Γιώργος Χωραφάς, ένας μεγαλέμπορας, που κατάγεται από το Αστρος Κυνουρίας, υπάρχουν ακόμα στο Αστρος το σχολείο και μια βιβλιοθήκη που έχτισε με τα χρήματά του. Εφυγε μικρός, πήγε στη Σμύρνη και έμαθε το εμπόριο, κι όταν προέκυψε η ευκαιρία με την μετατροπή της Τεργέστης σε λιμάνι χωρίς δασμούς, ήρθε εδώ το 1771, άνοιξε το εμπόριο μεταξύ Δύσης και Ανατολής και έκανε πάρα πολλά λεφτά. Δεν είχε παιδιά, έτσι έχει ενδιαφέρον η περιπέτεια αυτού του καταπληκτικού μεγάρου στην Τεργέστη, του Palazzo Καρτσιώτη, δίπλα στον ελληνικό ναό του Αγίου Νικολάου, μετά το θάνατό του το 1819. Ευτυχώς υπάρχει μέχρι σήμερα. Με φθορές, βέβαια, αλλά πραγματικό κόσμημα ακόμα. Η Δυτική Ευρώπη συμπεριφέρεται καλά στις μνήμες της, εμάς εδώ μας αρέσει να σβήνουμε και να ξαναγράφουμε.
Η νεαρή αρχοντοπούλα της ταινίας είναι κι αυτή ιστορικό πρόσωπο;
Οχι, η Ελευθερία δεν είναι βασισμένη σε πραγματικό πρόσωπο, είναι σύνθεση γυναικών εκείνης της περιόδου. Αυτό το κορίτσι, που υποδύεται η Πηνελόπη Τσιλίκα, είναι μια γυναίκα που δε θέλει να δεσμευτεί σε συμβάσεις, μια γυναίκα ανεξάρτητη, τέτοιες γυναίκες υπήρχαν πάντα στην Ιστορία και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ακόμα ζούμε σε πατριαρχικές κοινωνίες. Την Ελευθερία δεν την έχει κανένας, δεν μπορεί να την έχει κανένας, κι ας την διεκδικούν όλοι. Οπως λέει και το όνομά της, είναι πλασμένη για να βρίσκεται πάνω σε ένα πλοίο, με τον αέρα και τη θάλασσα, να διατρέχει τον κόσμο μεταφέροντας αυτό που είναι σημαντικό για όλους μας. Πώς να είσαι πραγματικά ελεύθερος.
Και υπάρχουν και δυο πρόσωπα από λαϊκές τάξεις της Τεργέστης.
Ναι, τέσσερα είναι τα «φαντάσματά» μου. Τα δύο είναι ευγενείς, τα δύο προλετάριοι. Ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός Πάολο Ρόσι, που έχει δουλέψει χρόνια πολλά με τον Ντάριο Φο, παίζει έναν αχθοφόρο και ο Αινείας Τσαμάτης, έναν μούτσο. Στην ιστορία του κινηματογράφου (γελάει) οι ευγενείς επιστρέφουν ως βρυκόλακες και οι προλετάριοι ως ζόμπι. Βρυκόλακες και ζόμπι από το νεκροταφείο της Ελληνικής Κοινότητας Τεργέστης μπαίνουν στο λεωφορειο και επιστρέφουν στη σημερινή πόλη, στην περίοδο της πανδημίας. Μια συνθήκη που κάτι πρόσθετε στην ταινία, με την έννοια ότι όλα τα, έτσι κι αλλιώς, παράδοξα συμβαίνουν μέσα σε ένα πρωτοφανές πλαίσιο, ούτε η πόλη δεν είναι ακριβώς στα κανονικά της. Και, εννοείται, για να δέσει όλη αυτή η ιστορία, υπάρχει στην ταινία κι ένας καψερός Ελληνας σκηνοθέτης, που τον παίζει ο Νίκος Γεωργάκης, που προσπαθεί να κάνει στην Τεργέστη μια ταινία για τον Ρήγα και τα επαναστατικά κινήματα του διαφωτισμού. Μην ξεχνάμε ότι η Τεργέστη, πόλη της Αυστρουγγαρίας τότε, είναι η πόλη όπου συνελήφθη ο Ρήγας Φεραίος.
Η Δυτική Ευρώπη συμπεριφέρεται καλά στις μνήμες της, εμάς εδώ μας αρέσει να σβήνουμε και να ξαναγράφουμε.»
Θάνος Αναστόπουλος, φωτό: Αρης Ράμμος
Νομίζω ότι κινηματογραφικά είσαι στα κέφια σου, ευρηματικότητα, χιούμορ, φαντασία, ένα συνεχές παχνίδι που παρασύσει τον θεατή. Δεν έχεις ξανακάνει τόσο ελεύθερο σινεμά.
Ναι, δεν είχα ξανακάνει μια ταινία σαν παιχνίδι, σαν όνειρο. Μπορεί να φταίει και ο εγκλεισμός (γελάει), να ήθελα λίγο να ξεφύγω. Σε μια δύσθυμη περίοδο, οτιδήποτε το δημιουργικό κάνεις είναι μια έξοδος προς το θετικό. Από το να ετοιμάσεις ένα πρωτότυπο, διαφορετικό φαγητό για τους φίλους σου και να βγεις με το ταίρι σου και να ερωτοτροπείς όλο το βράδυ μέχρι να κάνεις μια ταινία ρισκάροντας. Η ζωή κινείται συνέχεια, η φλόγα και η ζωτική ορμή που σε σπρώχνουν δεν είναι καλό να χάνονται.
Οι συνταγές καλές είναι, δημιουργούν ένα πλαίσιο. Η δημιουργία, όμως, αρχίζει όταν τις πειράζεις.»
Δύσκολο πολύ, πάντως, να συνδέσεις όλα τα θραύσματα ιστοριών, παλιών και νέων, για να έχει η ταινία μια κάποια συνέπεια και συνεκτικότητα.
Οντως, προσπαθούσα να βρώ τον καλύτερο τρόπο για να ενωθούν. Είχα τη διάθεση του ονείρου. Αλλά ποιου ονείρου; Εκείνου όπου βλέπεις κάποιες καταστάσεις ελαφρώς παράλογες και ακατάτακτες και μέσα στον ύπνο σου σκας ένα χαμόγελο… Ηθελα να δοκιμάσω αν μπορεί να σταθεί η επιθυμία μου για ένα λοξό ταξίδι. Πώς βγαίνεις από το μονοπάτι, ακολουθείς μια άλλη διαδρομή, ξαναβρίσκεις το μονοπάτι, πάντα με τον ίδιο στόχο, να φτάσεις σε μια παραλία για μια βουτιά; Κάπως έτσι. Η μαγική λέξη είναι η ελευθερία. Μπορεί να υπάρξει ένα σινεμά ελεύθερο, πέρα από τη λογική των συνταγών; Οι συνταγές καλές είναι, δημιουργούν ένα πλαίσιο. Η δημιουργία, όμως, αρχίζει όταν τις πειράζεις.
Την αγωνία να βγει ένα μήνυμα, μια σκέψη πάνω στην ελληνική επανάσταση και τα άλλα επαναστατικά κινήματα της εποχής, την ίδια την Ιστορία της Ευρώπης και της Τεργέστης, την είχες; Υπάρχει, πάντως, μια αγαπησιάρικη διάθεση για ανθρώπους και κινήματα, υπάρχει μια «αριστερή», ας την πούμε έτσι, υπογράμμιση μέσα από τους «προλετάριους» της ταινίας, υπάρχει και συγκίνηση.
Δεν θεωρώ ότι οι ταινίες πρέπει να πουν κάτι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε λένε κάτι. Είναι άλλο το κίνητρο που σου δίνει μια ώθηση και είναι άλλο το «θέλω να πω κάτι», που είναι λίγο δασκαλίστικο. Θεωρώ πια, ίσως και με την ηλικία, ότι ο καλύτερος δάσκαλος που μπορείς να έχεις στη ζωή σου, είναι αυτός που σου δημιουργεί περιέργεια για να ανακαλύψεις εσύ αυτό που ψάχνεις. Αυτός που σου δημιουργεί ένα πλαίσιο, ακόμα και ατελές. Γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα γενικά στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας, κυριαρχεί η έννοια της επιτυχίας, του τέλειου προϊόντος. Εγώ είμαι υπέρ της ατέλειας, πρέπει να αναπνέουν τα πράγματα. Γιατί και η ζωη είναι γεμάτη ατέλειες, γεμάτη ανθρώπους που δεν έχουν τις ίδιες εμπειρίες με μας, υπάρχουν και οι ξεχασμένοι, αυτοί που προσπάθησαν και δεν τα κατάφεραν. Μπορεί μέσα σε όλα αυτά να υπάρχει ένας σπόρος, όλα είναι χρήσιμα. Μόνο αυτοί που γράφουν την Ιστορία με όρους εξουσίας θέλουν τον έλεγχο.
Δεν υπάρχουν άσπρα μαύρα στη ζωη. Μακάρι να μπορεί κανείς να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή με αξιοπρέπεια και με χάρη. Χωρίς να χάνει αυτό που είναι, αλλά και χωρίς να πάψει να βλέπει τι μπορεί να νοιώθουν οι άλλοι.»
Φαντάζομαι ότι ένοιωθες και μια ευθύνη απέναντι στην ελληνική κοινότητα Τεργέστης. Σε είχαν χρηματοδοτήσει.
Ναι είχα μεγάλη έγνοια. Οταν τους παρουσίασα την ιδέα μου, θα μπορούσαν να μου πούνε, «τι είναι αυτά;». Μου έδειξαν, όμως, μεγάλη εμπιστοσύνη, και είμαι ευγνώμων γι αυτό. Και κυρίως γιατί την πιο κρίσιμη στιγμή, όταν κάποια χρήματα μάς ήταν υπεραπαραίτητα, χρηματοδότησαν την ταινία με τα μέσα που είχαν - δεν έχουν και τόσο πολλά. Η ταινία δεν θα είχε γίνει χωρίς αυτούς. Τους είχα, λοιπόν, στο μυαλό μου περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Πρώτα απ’ όλα γιατί είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για την ιστορία τους σε μια τόσο πολύπλοκη και σημαντική περίοδο, περίοδο του διαφωτισμού, των μεγάλων αυτοκρατοριών και των επαναστατικών κινημάτων, από τη Γαλλική Επανάσταση και πάει λέγοντας. Επρεπε να περάσει η ταινία από το «οικουμενικό» και το πολυπολιτισμικό (η αυστρουγγρική αυτοκρατορία έτσι ήταν), στο «εθνικό» και την δική μας επανάσταση. Ηταν μια πολύ δύσκολη διαδρομή για την ελληνική κοινότητα Τεργέστης. Και σήμερα, άλλωστε, ζει σε πολλές πραγματικότητες. Ζει στη σύγχρονη Ιταλία. Την ίδια στιγμή είναι μια ελληνορθόδοξη κοινότητα, έχει όλες τις αρχές που έχουμε και στην Ελλάδα με ένα σημαντικό βαθμό νοσταλγίας. Και, τέλος, έχουν ισχυρή συνείδηση και μνήμη του παρελθόντος της κοινότητας. Ηταν έτσι πολύ δύσκολο για μένα να προσεγγίσω την ιστορία τους με αυτή τη λοξή ματιά πάνω στις ταυτότητες που ήθελα.
Κι εσύ, όμως, εδώ και χρόνια κάτι καταλαβαίνεις από τη σύγχυση των ταυτοτήτων. Εισαι Ελληνας της Τεργέστης.
Ετσι είναι. Παρόλο που ζω εδώ, η οικογένειά μου είναι εδώ και πηγαινοέρχομαι στην Ελλάδα, δεν μου φεύγει το ότι είμαι Ελληνας, γιατί η παιδική μου ηλικία, η παιδεία μου, τα βιώματά μου είναι ελληνικά. Από την άλλη, με την απόσταση βλέπεις τα πράγματα με μια άλλη οπτική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα στην Ελλάδα είναι χάλια και αλλού καλά ή το ανάποδο, τέλεια στην Ελλάδα και ο υπόλοιπος κόσμος χάλια. Δεν υπάρχουν άσπρα μαύρα στη ζωη. Μακάρι να μπορεί κανείς να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή με αξιοπρέπεια και με χάρη. Χωρίς να χάνει αυτό που είναι, αλλά και χωρίς να πάψει να βλέπει τι μπορεί να νοιώθουν οι άλλοι. Γι’ αυτό και στην ταινία υπάρχουν οι δυο ευγενείς και οι δυο πληβείοι, όλοι χρειάζονται. Συνειδητοποιώ, μάλιστα, ότι όλες μου οι ταινίες, από την πρώτη-πρώτη που κάναμε με την Στέλλα Θεοδωράκη (το ντοκιμαντέρ «Πώς σε λένε;») μέχρι τις φιξιόν «Η Διόρθωση» και η «Κόρη» και, φυσικά, την «Παραλία», όλες για ταυτότητες μιλάνε, και μάλιστα ταυτότητες σε οριακό σημείο, σε σύνορα ορατά και μη ορατά.
Τα «Φαντάσματα της Επανάστασης» μοιάζει μεγάλη παραγωγή, κόσμος πολύς από Ελλάδα ήρθε στην Τεργέστη.
Και πάλι θα πω ότι ο εγκλεισμός και η πανδημία σαν να μεγάλωσε τη διαθεσιμότητα και το πάθος όλων μας, παρά τα προβλήματα κυρίως στις μετακινήσεις από Ελλάδα -πτήσεις που ακυρώνονταν ή έφταναν μόνο μέχρι τη Βενετία. Το συνεργείο δεν ήταν τόσο μεγάλο, αλλά ήρθαν πολλοί ηθοποιοί από Ελλάδα. Κάναμε γυρίσματα τέλη του 2020 με αρχές του 2021 και λίγα ακόμα στην Ελλάδα, καλοκαίρι και φθινόπωρο του 2021. Υπήρξε και μεγάλη στήριξη από Ελλάδα (ΕΚΚ, ΕΡΤ και ΕΚΟΜΕ). Και από Ιταλία, μια τοπική εταιρεία, η Mansarda Production, αλλά και το Οπτικοακουστικό Ταμείο και Film Commission της περιφέρειας. Το ωραίο είναι ότι το Παλάτσο του Καρτσιώτη, πέρα από τόπος γυρισμάτων, ήταν και η καθημερινή μας βάση. Εκεί είχαμε τα γραφεία μας, εκεί ντύνονταν και μακιγιάρονταν οι ηθοποιοί. Ισως να ήταν και η καλύτερη εμπειρία γυρίσματος που είχα ως τώρα. Κυρίως με τους ανθρώπους που έρχονταν από Ελλάδα, σαν γιορτή σε μια δύσκολη περίοδο. Και κανείς δεν κόλλησε κόβιντ, είχαμε τρομερό πρωτόκολο, αλλά είμασταν και τυχεροί. Θέλω να το πω, όσο κι αν ακούγεται κλισέ. Δεν θα γινόταν η ταινία χωρίς αυτούς τους καταπληκτικούς ηθοποιούς και συνεργάτες, τον Ηλία Αδάμη στη φωτογραφία και την Μαγιού Τρικεριώτη στα κοστούμια.
Δεν σου έχει λείψει να κάνεις μια ταινια καθαρής μυθοπλασίας;
Α, ναι, η επόμενη θα είναι φίξιον. Δεν ξέρω, όμως, πότε θα γίνει.
Φαντάσματα της Επανάστασης | Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Πηνελόπη Τσιλίκα, Paolo Rossi, Αινείας Τσαμάτης, Νίκος Γεωργάκης, Θεοδώρα Τζήμου, Γιώργος Συμεωνίδης, Laura Bussani, Γιάννης Αναστασάκης, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Εκτωρ Λιάτσος, Ivan Zerbinati, Max Sbarsi, Ariella Reggio, Lorentzo Acquaviva, Alessandro Mizzi, Theodor Schurian, Stanzel-Elisa Romeo, Crisanthi Narain και Rade Serbedzija | Σκηνοθεσία: Θάνος Αναστόπουλος | Σενάριο: Θάνος Αναστόπουλος-Stefano Dongetti | Βοηθός Σκηνοθέτη: Δημήτρης Νάκος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ηλίας Αδάμης | Μοντάζ: Χρήστος Γιαννακόπουλος | Πρωτότυπη Μουσική: Γρηγόρης Ελευθερίου | Σχεδιασμός Κοστουμιών: Μαγιού Τρικεριώτη | Σκηνικά: Δημήτρης Βέργος | Μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου | Hair design: Giulio Zecchini | Ηχος: Francesco Morosini, Στέφανος Ευθυμίου, Παναγιώτης Παπαγιαννόπουλος | Μιξάζ: Kvaribo Studio, Κώστας Βαρυμποπιώτης | Color grading: Authorwave, Μάνος Χαμηλάκης | Οργάνωση παραγωγής: Μαργαρίτα Βόρρα | Συμπαραγωγοί: Θάνος Αναστόπουλος, Roberto Romeo | Παραγωγοί: Στέλλα Θεοδωράκη, Nicoletta Romeo | Παραγωγή: Φαντασία Οπτικοακουστική ΕΠΕ (Ελλάδα), Mansarda Production Srl (Ιταλία) σε συμπαραγωγή με τους ΕΡΤ Α.Ε, ΕΚΚ, με την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ και των Fondo Audiovisivo del Friuli Venezia Giulia, Regione Autonoma Friuli Venezia Giulia, Comune di Trieste και με την ευγενική χορηγία της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης.
Τα «Φαντάσματα της Επανάστασης θα προβληθούν στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης την Τετάρτη, 9 Οκτωβρίου, στις 7μμ. και την Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου, στη 1μμ. στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης»