Σημείωση: Το κείμενο περιέχει spoilers και για τις δύο εκδοχές του «Suspiria», οπότε διαβάστε το μετά την προβολή της κάθε ταινίας, αν επιθυμείτε να μην γνωρίζετε τίποτα.
Εξ ορισμού, δε θα ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Το πείτε το «remake», πείτε το «μια εντελώς νέα ανάγνωση του μύθου» της «Suspiria», το project που πέρασε από τα χέρια του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν για να καταλήξει υπό την δημιουργική ιδιοκτησία του Λούκα Γκουαντανίνο, ήταν προορισμένο εξαρχής να προκαλέσει συζητήσεις, αντιδράσεις και άπειρους προβληματισμούς.
Η νέα «Suspiria» βρίσκεται όμως εδώ. Και από την πρώτη προβολή της στη Βενετία, η ταινία έκανε σαφές το γεγονός πως δε δίστασε να πάρει πρωτοβουλίες, να ρεμιξάρει τις ιδέες του πρωτότυπου, να εμπλουτίσει τη μυθολογία του και να προσδώσει μια σύγχρονη πολιτική ματιά στην αφήγηση. «Ο Γκουαντανίνο έκανε μια τελείως διαφορετική προσέγγιση» ανέφερε σχετικά ο Ντάριο Αρτζέντο, ενορχηστρωτής της συμφωνίας τρόμου του πρωτότυπου φιλμ. «Δεν είναι η ίδια ταινία. Εγώ έκανα μια δυναμική ταινία αφηγούμενος τα τρομερά πράγματα που είχα στο μυαλό μου. Αυτός έκανε μια πιο ντελικάτη ταινία, λιγότερο τρομακτική, που δεν αντανακλά την αυθεντική ταινία. Εχει κάθε δικαίωμα να αφηγηθεί μια ιστορία που να αντανακλά τις σκέψεις του αλλά είναι διαφορετική από τη δική μου εκδοχή των γεγονότων...»
Ο Ντάριο Αρτζέντο στα γυρίσματα του «Suspiria» το 1977
O Λούκα Γκουαντανίνο στα γυρίσματα του «Suspiria» του 2018
Και ίσως οι δηλώσεις του Αρτζέντο να μπορούν να χαρακτηριστούν και ως μετρημένες. Η «Suspiria» του Γκουαντανίνο απλά ξεκινά από την ίδια αφετηρία για να ακολουθήσει την δικιά της προσωπική διαδρομή. Από την μουσική και την επιλογή των χρωμάτων μέχρι την ίδια την δυναμική των μαγισσών και την προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας Σούζι Μπάνιον, το φιλμ του Γκουαντανίνο εξερευνά διαφορετικές θεματικές και επιλέγει να ανοίξει την πόρτα σε διαφορετικά σκοτεινά δωμάτια αντλώντας, ωστόσο συνεχώς μια παράδοξη έμπνευση από την αρχική ταινία και τη θέση της στη μυθολογία του τρόμου.
Για αυτό και σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία της «Suspiria» του Ντάριο Αρτζέντο, το Flix αντιπαραθέτει τις δύο ταινίες για να αποκαλύψει τις διαφορές που κάνουν κάθε φιλμ μοναδικό, κι ας μοιράζονται μια κοινή αφηγηματική εκκίνηση. Τον τελικό απολογισμό θα τον κάνει μόνο η φιλμική ιστορία.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Οι Goblin άνοιξαν ουσιαστικά ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των μουσικών soundtrack, κυρίως με την τόσο έντονη χρήση του συνθεσάιζερ, το οποίο (για πρώτη φορά στο «Βαθύ Κόκκινο» του 1975) αντικατέστησε την μέχρι τότε συνήθη χρήση μιας ολόκληρης ορχήστρας. Κατά δηλώσεις του Κάρπεντερ άλλωστε, αυτό είναι που ενέπνευσε και τον ίδιο να γράψει το εμβληματικό και εξίσου ιστορικό score της «Νύχτας με τις Μάσκες», επενδύοντας στον μινιμαλισμό και την αποτελεσματικότητα του ήχου των ηλεκτρονικών πλήκτρων. Οι πειραματισμοί με νέους ήχους, η χρήση οργάνων – όπως το μπουζούκι – που φαινομενικά δε θα έπρεπε να είχαν καμία θέση στο soundtrack και η προσθήκη ψιθύρων και λέξεων στη μουσική (η λέξη «μάγισσες» αποκτά σχεδόν θέση νότας στη μουσική παρτιτούρα του «Suspiria» του Αρτζέντο) είναι που έκαναν τη μουσική των Goblin για το «Suspiria» του 1977 τόσο μοναδική και τελικά στοιχειωτική, δίνοντας ζωή στο soundtrack ανεξάρτητα της ταινίας.
Ο Τομ Γιορκ σοφά επιλέγει να μην συγκριθεί με τη μουσική των προκατόχων του, αν και χρησιμοποιεί επίσης τα πλήκτρα και τις παραμορφώσεις. Το κλασικό πιάνο αντικαθιστά το συνθεσάιζερ ενώ οι παραμορφώσεις ξεπερνούν τη χρήση μιας μόνο λέξης για να δημιουργήσουν μια μουσική βοή που υποκαθιστά την ύπαρξη των μαγισσών στη ταινία. Παραδόξως δε, το κύριο μουσικό του θέμα, το «Suspirium» (το οποίο φέρει και τα φωνητικά του ίδιου του Γιορκ) είναι απόλυτα μελαγχολικό, μακριά από κάθε κλισέ τρόμου. Ωστόσο, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του «Volk», τα ορχηστρικά «γρατζουνίσματα» του «Voiceless Terror» και η χορωδιακή προσμονή του «A Choir of One» δημιουργούν ένα μουσικό σύνολο που χτίζει σταδιακά την αμφιβολία, την αναταραχή και τον τρόμο ανεξάρτητα με το τι μπορεί να είναι εμφανές στην οθόνη. Το soundtrack της νέας «Suspiria» θα μπορούσε να είναι ένα ηχητικό installation σε μία γκαλερί τέχνης και αυτό από μόνο του μαρτυρά την επιτυχία του και την αυθύπαρκτη ταυτότητά του.
Διαβάστε ακόμη: Ακούστε τα τραγούδια του Τομ Γιορκ των Radiohead από το «Suspiria»
Ο ΧΟΡΟΣ
Για ταινία που διαδραματίζεται σε μία σχολή για μπαλαρίνες, η «Suspiria» του Αρτζέντο περιλαμβάνει ελάχιστο έως και μηδαμινό χορό. Ο Γκουαντανίνο αντιθέτως όχι απλά προσθέτει στο δικό του όραμα μερικές εντυπωσιακές χορογραφίες αλλά και τους χαρίζει τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίας του. Στην ταινία του 1977, η Σούζι λιποθυμά μόλις κάνει μερικά βήματα. Στην εκδοχή του 2018 όμως, η Σούζι ζει και αναπνέει μέσα από τον χορό.
Ο χορογράφος της ταινίας Νταμιάν Ζαλέ αντλεί από την επαναστατική στάση της Ισαντόρα Ντάνκαν απέναντι στο μπαλέτο, χρησιμοποιεί την ρηξικέλευθη εκφραστικότητα της Μάρθα Γκρέιχαμ και λαμβάνει αφορμές από τις αυστηρές, ωμές χορογραφίες των πιο σύγχρονων Μέρι Βίνγκμαν, Πίνα Μπάους και Σάσα Βαλτς για να δημιουργήσει κινήσεις που διαλύουν το μπαλέτο και αγκαλιάζουν τον σύγχρονο χορό, εκπέμποντας δύναμη, αποφασιστικότητα και μια αδιόρατη απειλή, όχι απαραίτητα προς την κοινωνία αλλά σίγουρα απέναντι στην ανδρική κυριαρχία. Οι χορογραφίες του Ζαλέ κοιτούν το ιστορικό παρελθόν, αγκαλιάζουν τον σωματικό τρόμο, κλείνουν το μάτι στα φεμινιστικά κινήματα των τελών της δεκαετίας του 1970. Ο χορός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας του Γκουαντανίνο και η πραγματική μαγική δύναμη την ηρωίδων του, την οποία κανείς δεν μπορεί να τους την κλέψει.
ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Ο Αρτζέντο το 1977 προσέφερε το τελευταίο Technicolor υπερθέαμα, ανάγοντας τα χρώματα σε αναπόσπαστο στοιχείο της ταινίας και κύριο συστατικό του ατμοσφαιρικού της τρόμου. Η «Suspiria» του Αρτζέντο είναι η «Αλίκη στη Χώρα του Θανάτου» και η αισθητική της παραπέμπει στα παραμύθια των αδελφών Γκριμ (οι ταπετσαρίες στους τοίχους είναι γεμάτες δάση, κλαδιά και ζώα), όπως θα τα ερμήνευε ένας αρχιτέκτονας του φόβου και της απειλής.
Για το δικό του όραμα, ο Γκουαντανίνο σχεδόν αφαιρεί από την παλέτα του όλα τα βασικά χρώματα. Η δική του «Suspiria» είναι γεμάτη ασθενή χρώματα, γκρι και μαύρες γωνίες, θολές και ξεφτισμένες αποχρώσεις. Η αρχιτεκτονική που αποθέωσε ο Αρτζέντο είναι ακόμη εδώ, μόνο που είναι δύσκολο να τη δει κανείς πίσω από το σκοτεινό πέπλο που απλώνει ο Γκουαντανίνο. Ο κόσμος που αποτυπώνει είναι γεμάτος ερείπια και ερημιά και τα χρώματα αποτελούν επέκταση αυτής ακριβώς της εγκατάλειψης. Μόνο στο φινάλε η νέα «Suspiria» επιστρέφει στην σχεδόν δοξαστική χρήση του κόκκινου, αφήνοντας το να κυριεύσει την οθόνη και τις ψυχές των ηρώων του. Το κόκκινο πλημμύρισμα της οθόνης είναι σοκαριστικό και αποθεωτικό, μία ευθεία και ύστατη αναφορά στο σινεμά του Αρτζέντο.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Αν και τόσο η «Suspiria» του Αρτζέντο όσο και η «Suspiria» του Γκουαντανίνο διαδραματίζονται στην Γερμανία των τελών της δεκαετίας του 1970, οι διαφορές τους δε θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες. Το πρωτότυπο φιλμ του 1977 διαδραματίζεται σε ένα φιλήσυχο Φράιμπουργκ, μακριά από κάθε πολιτική υπόνοια. Η ταινία του Γκουαντανίνο ωστόσο μεταφέρεται βίαια στο – διχασμένο από το Τείχος – Βερολίνο της ίδιας εποχής, μιας πόλης που βαραίνει κάτω από την ενοχή (ολόκληρη η ιστορία του Δρος Κλέμπερερ εξάλλου έχει να κάνει με αυτό, δίνοντας την ευκαιρία και στην πρωταγωνίστρια του πρωτότυπου φιλμ, Τζέσικα Χάρπερ, να πραγματοποιήσει ένα γλυκό cameo), τα τραύματα του παρελθόντος αλλά και του παρόντος της.
Με την δίκη της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού στις φυλακές Σταμχάιμ να ολοκληρώνεται (οδηγώντας στην καταδίκη και αυτοκτονία τού Αντρέας Μπάαντεν), τις αναμνήσεις από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο να είναι ακόμα νωπές (το θέαμα που ετοιμάζει άλλωστε η Μαντάμ Μπλανκ αναφέρεται στην οδύνη των Βερολινέζων στη διάρκεια του πολέμου) και το φεμινιστικό κίνημα να γνωρίζει όλο και αυξανόμενη κινητικότητα, το Δυτικό Βερολίνο της ταινίας είναι από μόνο του μια κινούμενη βόμβα, ένα περιβάλλον πολύ πιο ζωντανό και σύνθετο από όσο θα μπορούσαν να αποτυπώσουν οι εκρήξεις χρώματος του Αρτζέντο. Ο Γκουαντανίνο ίσως παραφορτώνει την αφήγησή του με υπερβολικό κοινωνικό background (το οποίο προσθέτει μια επιπλέον ώρα στη διάρκεια της αρχικής ταινίας) όμως αυτή είναι η δική του «Suspiria» και είναι απαραίτητο για τον ίδιο να αποκαλύψει τι είναι αυτό που ουσιαστικά διαμόρφωσε τις ηρωίδες του σε αυτό που έγιναν. Το Βερολίνο είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας και όχι απλά το φόντο της εξιστόρησης. Αυτή η «Suspiria» δε θα μπορούσε να αφηγηθεί πουθενά αλλού.
Οι ΜΑΓΙΣΣΕΣ
Μια μικρή αλλά καθοριστική αλλαγή που επιβάλλει στην Ακαδημία της Ελένα Μάρκος ο Γκουαντανίνο, είναι ότι την μετατρέπει αποκλειστικά σε θηλέων. Στην αρχική ταινία του Αρτζέντο, εύκολα διακρίνει κανείς στο φόντο και άντρες χορευτές, αν και κανένας δεν έχει κάποιον ουσιαστικό ρόλο. Στην εκδοχή του 2018 όμως είναι όλοι απόντες, η Μαντάμ Μπλανκ δεν τους προσφέρει καμία θέση. Και αυτό είναι απόλυτα λογικό αν αναλογιστεί κανείς τον ρόλο που ο Γκουαντανίνο προσφέρει στις δικές τους μάγισσες, πολύ μακριά από τον «κακό του παραμυθιού».
Στη «Suspiria» του 2018, οι μάγισσες είναι κύριοι του εαυτού τους, σε μία χώρα και εποχή όπου το φεμινιστικό κίνημα κατέγραφε συνεχώς όλο και περισσότερες επιτυχίες. Οι μάγισσες του Γκουαντανίνο έχουν και δύναμη και ισχύ, και από εκεί πηγάζει και η κυριαρχία τους αλλά και ο φόβος που προκαλούν. Ακόμα και η Σούζι φεύγει από την συντηρητική της κοινότητα (η οποία μαστίζεται από μια ακόμη αναμέτρηση για την εξουσία, ακριβώς όπως και η Ακαδημία) για να εξερευνήσει αυτή τη δύναμη. Οι ηρωίδες του Γκουαντανίνο δεν μένουν πίσω από το βάρος του παρελθόντος τους αλλά σπρώχνουν μπροστά για να ορίσουν μια νέα εποχή, όπως γίνεται σαφές και από τον επίλογο της ταινίας. Είναι εκείνες που επιβίωσαν όταν «το Ράιχ ήθελε τις γυναίκες να κρατούν το στόμα τους κλειστό και ανοιχτές τις μήτρες τους». Είναι επικίνδυνες κυρίως απέναντι στις υπάρχουσες κοινωνικές δομές. Και αυτό προσφέρει στην ταινία του Γκουαντανίνο μια απρόβλεπτη σύγχρονη ματιά που επιχειρεί να αφαιρέσει από τις ηρωίδες του κάθε έννοια θύματος.
Ο ΤΡΟΜΟΣ
Η «Suspiria» του Ντάριο Αρτζέντο σαφώς και κατηγοριοποιείται ως ταινία τρόμου, αν και – σαράντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της – ορισμένα στοιχεία κινδυνεύουν να φανούν ως καθοριστικά για την εποχή τους μεν, μάλλον ξεπερασμένα δε. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου αμφισβητήσιμη η ικανότητα του φιλμ να δημιουργεί ανησυχία, να εκμεταλλεύεται τους ήχους και τους ψιθύρους για να δημιουργήσει την απειλή του αγνώστου και να επιτίθεται χωρίς τύψεις στο γυναικείο σώμα, έρμαιο ενός προαιώνιου κακού.
Η εκδοχή του Γκουαντανίνο είναι μια διαφορετική ιστορία «τρόμου». Αν και υπάρχουν σκηνές στην ταινία που δανείζονται ξεκάθαρα στοιχεία από την horror εικονογραφία (νύχια που ξύνουν το ξύλο, μακριά μαλλιά που καλύπτουν το πρόσωπο, σώματα που ίπτανται ανεξήγητα, φονικά εργαλεία που σκίζουν το σώμα), η ιστορία που θέλει να αφηγηθεί ο Γκουαντανίνο εμπνέεται περισσότερο από την αίσθηση του υπαρξιακού φόβου παρά από τον κυριολεκτικό τρόμο. Ο τρόμος του Γκουαντανίνο προκύπτει από την εποχή, από τις συνθήκες, από την ιστορία. Ακόμα και όταν ο χορός της Σούζι μετατρέπει σταδιακά μια άλλη χορεύτρια σε άμορφη μάζα, στην πιο «παραδοσιακά» τρομακτική σκηνή της ταινίας, δεν τρομάζει το ίδιο το αποτέλεσμα αλλά η αίσθηση της δύναμης. Η «Suspiria» του Γκουαντανίνο δεν είναι ακριβώς ένα φιλμ τρόμου αλλά μια ταινία εμπνευσμένη από τον τρόμο και από τις προσωπικές προσπάθειες του καθενός να τον ξεπεράσει.
Διαβάστε ακόμη: «Φοβάμαι τα φίδια. Και την αμνησία.» Η Τίλντα Σουίντον κι ο Λούκα Γκουαντανίνο μιλούν στο Flix για τη δική τους «Suspiria»
Το ΦΙΝΑΛΕ
Αν υπάρχουν ακόμα αμφιβολίες για το πόσο διαφορετικό είναι το όραμα του Γκουαντανίνο σε σχέση με αυτό του Αρτζέντο («φόρος τιμής», «επανερμηνεία», «νέα ανάγνωση» είναι όλα όροι που εξηγούν μερικώς τη φύση της νέας ταινίας), το φινάλε της «Suspiria» του Γκουαντανίνο βάζει μια και καλή τα πράγματα στη θέση τους. Στην ταινία του 1977, η Σούζι τρέχει έντρομη να γλιτώσει από το κακό των μαγισσών και τα καταφέρνει με ένα μεγάλο χαμόγελο ανακούφισης στα χείλη. Στη νέα εκδοχή όμως, δεν υπάρχει η ανάγκη της διαφυγής. Η Σούζι αποδέχεται με ένα εξίσου μεγάλο αλλά τελείως διαφορετικό χαμόγελο τον νέο της ρόλο. Τα πάντα ήταν απλά τα στάδια μιας αναπόφευκτης πορείας ενδυνάμωσης, επιμέρους σταθμοί που την οδήγησαν στην ισχυρή θέση που πάντα προοριζόταν να αναλάβει. Αυτή θα ορίσει την νέα εποχή, πιο δυνατή και καθαρή στη σκέψη της από ποτέ, χωρίς φόβο ή ενοχή. Και αυτό είναι τρομακτικό μόνο για όσους έχασαν τη δύναμη μέσα από τα χέρια τους.