Η νέα ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ, το επικό «Ναπολέων» με πρωταγωνιστή τον Γιοακίν Φίνιξ και Ιωσηφίνα του τη Βανέσα Κέρμπι, ήταν μια από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς. Τώρα που ήρθε, επιτέλους, στις αίθουσες (διαβάστε τη γνώμη του Flix εδώ), έγινε μια από τις πιο πολυσυζητημένες.
Κατ' αρχάς, φυσικά, στη Γαλλία - όχι πολύ διαφορετικά απ' ό,τι στην Ελλάδα όταν, για παράδειγμα, ο Ολιβερ Στόουν έκανε τον «Αλέξανδρο» με τον Κόλιν Φάρελ, ή ο Ζακ Σνάιντερ τους «300» με τον Τζέραρντ Μπάτλερ. Ο Ναπολέων είναι και έμβλημα και ουσία της γαλλικής Δημοκρατίας και, εξ ορισμού, προτού κανείς προχωρήσει στις αρετές και τα μειονεκτήματα της ταινίας, το γεγονός και μόνο ότι την ταινία σκηνοθέτησε ένας Αγγλος δημιουργός και τον ήρωα ενσάρκωσε ένας Αμερικανός ηθοποιός, έθεσε... τις ξιφολόγχες επ' ώμου.
Διαβάστε ακόμη: Τι θα δούμε στις αίθουσες μέχρι το τέλος του 2023
Ενώ τα social media έφεραν κανονική επανάσταση, οι τρεις στυλοβάτες της γαλλικής δημοσιογραφίας εξέφρασαν το ίδιο αίσθημα, μόνο πιο πολιτισμένα: Η αριστερού προσανατολισμού Libération χαρακτήρισε την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ «όχι απλώς άσχημη, αλλά κενή, ανερμάτιστη και με μια αλαζονική ανοησία.» Η Le Monde την ισοπέδωσε με το γάντι, γράφοντας ότι «η μοναδική της αρετή είναι η απλότητα, ένα απλό μοντάζ μεταξύ της ερωτικής ζωής του Ναπολέοντα και των κατορθωμάτων του στο πεδίο της μάχης.» Ενώ η δεξιάς ιδεολογίας Le Figaro, που αφιέρωσε μάλιστα μια πλούσια ειδική έκδοση στον Ναπολέοντα, τονίζει την άποψη του σύγχρονου ιστορικού Τιερί Λεντς, που χαρακτηρίζει την ερμηνεία του Φίνιξ ως «λίγο χυδαία, λίγο άξεστη, με μια φωνή που ανήκει κάπου αλλού και σίγουρα όχι στην Ιστορία.»
Και οι χαρακτηρισμοί δεν έχουν τέλος, ωστόσο και παρά τη διαδικτυακή οργή, οι Γάλλοι έσπευσαν να δουν την ταινία. Μόνο την Τετάρτη, 22 Νοεμβρίου που ο «Ναπολέων» άνοιξε στις γαλλικές αίθουσες, έκοψε 120.000 εισιτήρια. Ως τώρα - και τα νούμερα αυξάνονται γοργά προς το παρόν, από τα περίπου 11 εκ. δολλάρια που έκανε παγκοσμίως η ταινία, το ένα τρίτο περίπου έγινε στη Γαλλία.
Περιέργεια, λαχτάρα για μια μεγαλεπήβολη, ακριβή παραγωγή όπως λίγες βλέπουμε τελευταία, προθυμία να είναι μέσα στα πράγματα και να έχουν άποψη ή απλή σινεφιλία, πάντως το κοινό στήριξε τον «Ναπολέοντα» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Οπως το κοινό δεν είχε στηρίξει, ούτε στο ελάχιστο, την πρώτη γαλλική ταινία που έγινε για τον αμφιλεγόμενο στρατιωτικό και πολιτικό άνδρα, στην εποχή της: τον «Ναπολέοντα» του Αμπέλ Γκανς, το 1927.
Μια βωβή παραγωγή με όγκο και σκηνοθετική έμπνευση που ακόμα και τώρα μοιάζουν μπροστά από την εποχή τους, η ταινία (με τον πολλά σημαίνοντα τίτλο «Napoléon vu par Abel Gance»), αφηγείται τη βιογραφία του Ναπολέοντα από τα χρόνια της φτώχιας στην Κορσική ως τα χρόνια της εξορίας στην Αγία Ελένη. Αλλά κάθε άλλο παρά συμβατικά: ο Γκανς τολμά να χρησιμοποιήσει (βαρύτατη) κάμερα στο χέρι, ταχύτατο μοντάζ, εξαιρετικά κοντινά, από την άλλη γενικά με χρήση άπειρων κομπάρσων, διπλοτυπία, ένα συναρπαστικό τρίπτυχο (η μοναδική ταινία που χρησιμοποίησε Polyvision), υποβρύχια γυρίσματα, σε μια κινηματογραφική πανδαισία που, ταυτόχρονα, καταφέρνει αυτό που δεν κατάφερε ο Ρίντλεϊ Σκοτ: ν' αποδώσει τη σημασία και τη σκληρότητα της γαλλικής επανάστασης και της δεκαετίας που ακολούθησε, να σχολιάσει την παγίδα της φιλοδοξίας και της εξουσίας, να καταδείξει τι προκαλεί η ταξική ανισότητα και να μιλήσει για ένα καθοριστικό, υπαρκτό πρόσωπο, όχι σε άσπρο μαύρο (άλλωστε και η ταινία, ασπρόμαυρη κατά βάση, χρησιμοποιεί τίντα χρώματος, διαφορετική ανά ενότητες), αλλά με θαρραλέα ανάλυση μιας αληθινά πολύπλευρης προσωπικότητας που έβλαψε, που ευεργέτησε και που διαμόρφωσε απόλυτα το σημερινό πρόσωπο της Γαλλίας και της Ευρώπης.
Ο «Ναπολέων» του Γκανς θα μπορούσε να θεωρηθεί παταγώδης αποτυχία στην εποχή του, όμως το 1927 οι ταινίες γίνονταν περισσότερο ως έργα τέχνης, ακόμη κι ως αξιοπερίεργα, παρά με εισπρακτικά κίνητρα. Πάντως το φιλμ επανέφεραν στην επικαιρότητα τα Cahiers du cinéma τη δεκαετία του '50, ενώ το '80 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα (θαυμαστής του φιλμ όσο ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ δεν ήταν), επιμελήθηκε της επεξεργασίας μιας νέας κόπια που έκανε το γύρο του κόσμου. Βέβαια, το επίτευγμα του Αμπέλ Γκανς διαρκεί πεντέμισι ώρες, αντί τις δυόμισι της ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ, αλλά η διαφορά βάρους κι ενδιαφέροντος υπερβαίνει τον κόπο του τρίωρου. Ο «Ναπολέων» του 1927 προβάλλεται κατά καιρούς στο Mubi και στην online ταινιοθήκη του BFI, ενώ η εξαιρετικά επεξεργασμένη κόπια κυκλοφορεί από την Criterion. Μέχρι να τη βρείτε, δείτε στις αίθουσες τον «Ναπολέοντα» του Ρίντλεϊ Σκοτ, για πληθωρικό θέαμα και αφορμή κουβέντας.