Συνέντευξη

Λευτέρης Χαρίτος: «O κινηματογράφος εξακολουθεί να δίνει σημασία, καλλιτεχνία, είναι σπουδαίος και υπάρχει ακόμα, δεν έχει πεθάνει.»

στα 10

Ο νέος Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ανοίγει τα χαρτιά του στο Flix.

Λευτέρης Χαρίτος: «O κινηματογράφος εξακολουθεί να δίνει σημασία, καλλιτεχνία, είναι σπουδαίος και υπάρχει ακόμα, δεν έχει πεθάνει.»

Είναι ο βραβευμένος σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Dolphin Man», ο λαοφιλής σκηνοθέτης των «Αγριων Μελισσών», που αυτή τη στιγμή γυρίζει τη «Μάγισσα», τη νέα σειρά που θα δούμε φέτος στον Ant1 (συμπαραγωγή με τον Ant1+), ενώ συνεργάζεται ξανά με την Anemon για το «The Other 300», ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ για τον Ιερό Λόχο, σε συμπαραγωγή με το γερμανικό ARTE - ZDF και τα ORF, SVT και SBS.

Εμείς, όμως, ζητήσαμε από τον Λευτέρη Χαρίτο να μας μιλήσει για έναν άλλο ρόλο του, που έχει αναλάβει για πρώτη φορά, αυτόν του Προέδρου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου: για τους στόχους του, για το ισότιμο «ελληνικό content» που θα βάλει το σινεμά και την τηλεόραση ν' αγκαλιαστούν, για τη δύναμη της συλλογικής και ατομικής παρέμβασης μέσα σ' ένα τοπίο ελληνικού πολιτισμού που αυτή τη στιγμή βράζει, για όσα αγαπάει κι όσα ελπίζει, για όλ' αυτά που μπορούμε να περιμένουμε απ' αυτόν, σε όλους του τους ρόλους.

Διαβάστε ακόμη: Η ζωή (και η ελληνική τηλεόραση) χωρίς τις «Aγριες Μέλισσες»


Ποιοι είναι οι στόχοι σας και ποιες οι κατευθύνσεις σε σχέση με την ΕΑΚ;

Προφανώς δεν είμαι μόνος μου στην ΕΑΚ, οι στόχοι είναι και πρέπει να είναι κοινοί. Προτείνουμε όλοι, λειτουργούμε αρκετά συλλογικά. Εμένα αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να καταφέρουμε 2-3 μεγάλα πράγματα και κάπως πιο σοβαρά. Να γίνει μια αρχή και να εδραιωθεί μια νέα κατάσταση σε κάποια πράγματα, σε βάθος χρόνου, δεν μ’ ενδιαφέρει να γίνουν πολλά μικρά.

Το πρώτο είναι ότι θέλουμε να κάνουμε μία προσπάθεια ν’ αλλάξουμε το αφήγημα γύρω από τον ελληνικό κινηματογράφο. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα, καλώς ή κακώς και θεσμικά αλλά και σε επίπεδο καθημερινότητας, ο ελληνικός κινηματογράφος δεν απασχολεί κανέναν αρκετά. Καμιά φορά νιώθω ότι η Πολιτεία μάς αντιμετωπίζει σαν μια παρέα ερασιτεχνών που όλη μέρα καθόμαστε και παίζουμε βιντεογκέιμ. Με την έλευση του ΕΚΟΜΕ έπεσε η βαρύτητα στο ότι τους έχουμε δώσει ένα σωρό λεφτά, οπότε τι θέλουν; Αυτό που δεν είναι πολύ κατανοητό είναι η σχέση του ΕΚΟΜΕ με τον ελληνικό κινηματογράφο. Είναι μια περίεργη σχέση, φυσικά θετική, είναι χρήματα, αλλά πρέπει να τονίσουμε ότι έχει γίνει πολύ μεγάλη δουλειά και προετοιμασία, κυρίως από τους Ελληνες παραγωγούς σε πρώτη φάση και σε δεύτερη φάση απ’ όλη την αλυσίδα παραγωγής στην Ελλάδα. Γιατί έρχονται οι ξένες παραγωγές, εννοείται ότι ο ΕΚΟΜΕ είναι κίνητρο, δεν θα έρχονταν αλλιώς, αλλά υπάρχει ένα πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης στις δημόσιες σχέσεις και σ’ όλο αυτό που έχει στηθεί γενικά από τους Ελληνες παραγωγούς, τα ταξίδια στο εξωτερικό, οι επαγγελματικοί δεσμοί. Αρα δεν είναι μόνο ότι υπάρχουν λεφτά στην Ελλάδα, είναι ότι υπάρχουν κι οι άνθρωποι που έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των ξένων παραγωγών να έρθουν. Αναμφίβολα, η Ελλάδα μπήκε στο χάρτη της συμπαραγωγής κι ο ΕΚΟΜΕ βοηθάει με την έννοια ότι, κοιτάζοντας τη συγκλονιστική χώρα, τον παραγωγό, τα συνεργεία, έχεις και κάποια χρήματα – αλλά δεν είναι ότι υπάρχουν τα χρήματα κι από εκεί και πέρα το χάος.

Θέλουμε να κάνουμε μία προσπάθεια ν’ αλλάξουμε το αφήγημα γύρω από τον ελληνικό κινηματογράφο. Και θεσμικά αλλά και σε επίπεδο καθημερινότητας, ο ελληνικός κινηματογράφος δεν απασχολεί κανέναν αρκετά.»

Είναι σημαντικό κομμάτι η συμμετοχή (ή η μη συμμετοχή) των φορέων και της επίσημης Πολιτείας. Οι παροχές του ΥπΠοΑ είναι οι χαμηλότερες που υπάρχουν στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου παίρνει το χρόνο γύρω στα 2 εκ. ευρώ, όταν η επόμενη χώρα είναι η Σερβία με 8 εκ., στην Πορτογαλία μιλάμε για 22 εκ. και δεν πιάνουμε καν χώρες σαν την Πολωνία που είναι 183 εκ. ευρώ. Το 2 εκ. είναι ουσιαστικά μηδέν. Αυτό είναι ένα αφήγημα που πρέπει ν’ αλλάξει κάποια στιγμή. Είναι ένα προϊόν ο κινηματογράφος, που ταξιδεύει στο εξωτερικό, που πάει καλά. Το μόνο που ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί και είναι και το αιώνιο θέμα με τον ελληνικό κινηματογράφο, είναι το θέμα της εμπορικότητας, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα της Ευρώπης γενικά, ο μη εμπορικός κινηματογράφος περνά μια τεράστια κρίση και λόγω της αίθουσας αλλά και της κατάστασης της ίδιας. Στη Σουηδία, η κυβέρνηση δεν θεωρεί ότι οι άνθρωποι του κινηματογράφου είναι μια παρέα που διαρκώς ομφαλοσκοπεί. Είναι ένα σημαντικό κομμάτι του Πολιτισμού.

Το δεύτερο που κάνουμε είναι μια μεγάλη προσπάθεια να φέρουμε σε επαφή το κοινό με τις ελληνικές ταινίες. Και δεν εννοώ σώνει και καλά τον Μιχάλη Κακογιάννη και τον Φίνο, αλλά τις ελληνικές ταινίες από τότε που υπάρχει η ΕΑΚ, που συμπλήρωσε τα 12 χρόνια. Κι είναι μια πολύ πλούσια παραγωγή. Αυτό το πρόγραμμα έχει συγκεκριμένες δράσεις. Προετοιμάζουμε δύο δράσεις, η μία σε επίπεδο σχολικό, γυμνάσια και λύκεια, ονομάζεται «Οθόνη 320 ιντσών», με ταινίες επιλεγμένες από το πρόγραμμα Cinedu του ΕΚΚ και σε συνεργασία με αυτό και θα ξεκινήσει πιλοτικά από την Αττική, αλλά στόχος μας είναι να εξαπλωθεί και στην περιφέρεια, όπου θα γίνονται κάθε χρόνο προβολές ελληνικών ταινιών, σε συνεργασία με κάποιες αίθουσες - γιατί είναι κι οι αίθουσες από τα πολύ βασικά ζητούμενα της θητείας αυτής. Και μετά υπάρχει ένα δεύτερο που αφορά το ενήλικο κοινό, πάλι θα γίνονται κάποιες ειδικές προβολές μέσα στο χρόνο, σε αίθουσες στην επαρχία, ως events, κυρίως για να καταλάβει ο κόσμος ότι είναι ένα φιλικό προϊόν, ότι δεν είναι κάτι εξειδικευμένο και να μπορέσει να δει ελληνικό σινεμά, γιατί ειδικά τα πιτσιρίκια πια έχουν πάψει να πηγαίνουν σινεμά γενικά.

Ας μιλάμε κάποια στιγμή για ελληνόφωνο content

Δεν είναι ότι ξαφνικά περιμένουμε να πηγαίνουν μιλιούνια στο σινεμά να βλέπουν ελληνικές ταινίες. Απλώς θεωρώ ότι η απόσταση μεταξύ της ελληνικής τηλεοπτικής σειράς και της ελληνικής ταινίας δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται και κάποια στιγμή πρέπει αυτά τα δυο να συνενωθούν, ως ελληνόφωνο content. Αυτός είναι ο απώτερος στόχος, να μιλάμε για ελληνόφωνο content και όχι για τηλεόραση και κινηματογράφο στην Ελλάδα, αυτός είναι ο δικός μου στόχος. Κι αυτό έχει να κάνει σιγά-σιγά και με την έλευση των ξένων πλατφορμών στην Ελλάδα. Δηλαδή η πώληση του «Μαέστρο» στο Netflix αλλά και του «Σιωπηλού Δρόμου» στην Beta Film, που είναι οι δυο πρώτες σειρές που πουλήθηκαν στο εξωτερικό και με σχετικά επιτυχημένη πορεία εκεί, είναι κάτι σημαντικό γιατί άνοιξαν την πόρτα προς τη διεθνή αγορά. Ενα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως όταν βγήκε το «Μαέστρο» στο Netflix το είδε πάρα πολύς κόσμος και κυρίως μικρές ηλικίες, αυτό το 15 – 24, το κοινό που κυνηγούν τα κανάλια. Οταν το έπαιζε το Mega δεν το έβλεπαν, το έβλεπε άλλο κοινό. Τελικά είναι το πού θα παιχτεί κάτι κι όχι μόνο το τι θα παιχτεί. Είναι μια καινούρια εποχή, οφείλουμε να το διαβάσουμε αυτό και να σταματήσουμε να είμαστε προκατειλημμένοι.

Κινηματογράφος vs. τηλέοραση

Ενας βασικός ρόλος της Ακαδημίας, ανάμεσα σε άλλους εξίσου βασικούς, είναι να μπορέσει να συνενώσει αυτούς τους δύο διαφορετικούς κόσμους, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Υπάρχει τεράστια διαφορά, αλλά υπάρχει και τεράστια οικονομική διαφορά. Τα ποσά που παίζουν στην ελληνική τηλεόραση είναι μεγάλα, μια μέση τηλεοπτική σειρά κοστίζει πολύ περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι ο ετήσιος προϋπολογισμός του ΕΚΚ. Μια καθημερινή σειρά κοστίζει διπλάσια και παραπάνω απ’ αυτόν τον ετήσιο προϋπολογισμό για το ΕΚΚ, για όλο το σινεμά για ένα χρόνο.

Το θέμα μας είναι να πηγαίνει το 1,5% του διαφημιστικού τζίρου κάθε τηλεοπτικού καναλιού σε κάποια κινηματογραφική παραγωγή. Η εκάστοτε κυβέρνηση για κάποιο λόγο δεν θέλει καθόλου να περάσει μέσα απ’ αυτό το δρόμο.»

Ο κινηματογράφος πάντα έχει άλλο κύρος, ειδικά ως προς τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί, η τηλεόραση αυτό το κύρος δεν το έχει ακόμα και θεωρώ ότι σιγά-σιγά κάποιες σειρές («Σιωπηλός Δρόμος», «Μαέστρο», «Αγριες Μέλισσες»), έκαναν αυτό το πρώτο step over, είπαν, για να δούμε, πώς είναι να πάρουμε έναν πιο κινηματογραφικό σκηνοθέτη, θ’ αλλάξει κάτι; Και άλλαξε. Οπότε το μήνυμα έχει λίγο αρχίσει να έρχεται. Στην ουσία οι «Μέλισσες» πέτυχαν ότι εξισώθηκαν όλοι οι ηθοποιοί, οι θεατρικοί, οι κινηματογραφικοί, οι τηλεοπτικοί, οι έτσι, οι γιουβέτσι, οι σταρ, οι μη σταρ. Τελείωσε αυτό. Πέθανε ένα σταρ σύστεμ για να ξεκινήσει να γεννιέται ένα καινούριο. Ενώθηκαν δυο κόσμοι, ας πούμε η Επίδαυρος και η ιδιωτική τηλεόραση και ήδη η τηλεόραση κυνηγά τα άγνωστα ονόματα, όλων των ηλικιών.

Υπάρχουν χώρες, όπως η Γερμανία, όπου ο χώρος είναι ενιαίος, δηλαδή τα βραβεία της Ακαδημίας είναι και τηλεοπτικά, όπως και στα BAFTA. Εμείς έχουμε ακόμα δρόμο, γιατί θεωρώ ότι υπάρχει ακόμα μεγάλη προκατάληψη μεταξύ των δύο κόσμων και θεωρώ ότι φταίει και η κοινότητα και των δύο χώρων, αλλά αυτό είναι μεγάλη κουβέντα που ξεκινά από το πώς φτιάχτηκε ο κάθε χώρος. Πώς φτιάχτηκε η τηλεόραση, τι είναι το σινεμά. Αλλά σιγά-σιγά γίνονται κάποια βήματα που είναι αναγκαία.

Ποια θέλετε εσείς να είναι η σχέση της ΕΑΚ με την τηλεόραση;

Πρώτον ν’ ανοίξουμε πάλι την κουβέντα για το 1,5% που δεν έχει ανοίξει στην πραγματικότητα από κανέναν – δεν έγινε ποτέ αυτό, δεν πήγε κάποιος στον Πρόεδρο ενός ιδιωτικού καναλιού να του πει, ξέρεις τι είναι αυτό; είναι καλό να το δίνεις. Να του κάνουμε και πρόταση, μπορείς να βάλεις τα λεφτά σου στην ταινία που επιλέγεις. Ή να πάμε σ’ ένα άλλο κανάλι και να του πούμε, φτιάξε δική σου επιτροπή, δεν υπάρχει θέμα. Τα κανάλια μπορεί να φοβούνται ότι από πίσω κρύβεται ένας καλλιτέχνης που δεν τον βλέπει κανείς και θέλει να κάνει ταινία. Καθόλου. Το θέμα μας είναι να πηγαίνει το 1,5% του διαφημιστικού τζίρου κάθε τηλεοπτικού καναλιού σε κάποια κινηματογραφική παραγωγή. Η εκάστοτε κυβέρνηση για κάποιο λόγο δεν θέλει καθόλου να περάσει μέσα απ’ αυτό το δρόμο. Κι από την άλλη, σιγά-σιγά, γιατί να μην υπάρχει ένας μεγάλος τηλεοπτικός χορηγός και της ΕΑΚ και των βραβείων; Αξίζει να το διερευνήσουμε, χωρίς να είμαι σίγουρος για την επιτυχία του. Αλλά το να χτυπήσεις μια πόρτα, εν ειρήνη, να θέσεις δυο-τρία ζητήματα και σιγά-σιγά να γίνει μια μετακόμιση του κόσμου… Ο κινηματογράφος έχει να δώσει ποιότητα στην τηλεόραση, αυτό είναι σίγουρο. Τι έχει να δώσει η τηλεόραση στον κινηματογράφο; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν απαντάται εύκολα, αλλά σίγουρα υπάρχει ένα κομμάτι οικονομικό που αξίζει να διερευνηθεί.

Η Ακαδημία είναι η συνένωση ενός κλάδου, με σκοπό την καλυτέρευση προς κάθε κατεύθυνση και ποιοτικά και οικονομικά και σχετικά με τη διανομή και με τις αίθουσες, σ’ όλο αυτό η Ακαδημία μπορεί να παρέμβει.»

Πώς σκοπεύετε να ενισχύσετε την επαφή του κοινού με την Ακαδημία, τα βραβεία και τις δράσεις της;

Πρέπει ν’ αλλάξει η οπτική μας ταυτότητα και τα social media της Ακαδημίας. Ολα αυτά έχουν ορίζοντα χρονικό, δεν θα γίνουν αύριο. Και να εκμεταλλευόμαστε κάθε χρόνο επικοινωνιακά και τις ταινίες-κράχτες. Να καταλάβει ο κόσμος ότι η ετήσια παραγωγή του ελληνικού κινηματογράφου χωράει και τον Οικονομίδη, χωράει και την «Ευτυχία» και τα «Μαγνητικά Πεδία». Να συνδεθεί η Ακαδημία με τις ταινίες, σε επίπεδο επικοινωνιακό, ως κάτι πιο προσιτό και, να το πω απλά, πιο ποπ. Η Ακαδημία είναι εκείνη που μπορεί να τα συνενώσει όλα αυτά. Πώς θα μπορέσει να παρεισφρήσει η Ακαδημία σ’ ένα πιο ευρύ τοπίο κοινού; Το προηγούμενο ΔΣ έκανε φοβερή δουλειά υποδομής, εμείς τώρα που τα βρίσκουμε έτοιμα αυτά, μπορούμε ν’ ασχοληθούμε με λίγο πιο επικοινωνιακά ζητήματα. Σ’ αυτό μπορεί να βοηθήσει η ακτινοβολία των ηθοποιών, πολλοί από τους οποίους είναι δημοφιλείς από την τηλεόραση, μπορεί να βοηθήσει μια πλατφόρμα σαν το Cinobo, αλλά δεν μπορεί να προσπαθεί ο καθένας μόνος του, γι’ αυτό λέω ότι στόχος μας είναι να συγκεραστούν όλες οι μεμονωμένες πλευρές κάτω από την ομπρέλα της Ακαδημίας, ως ελληνόφωνο content, αυτό θα ήθελα εγώ να συμβεί.

Πρέπει να πάψουμε να είμαστε ένας όμιλος ανθρώπων που κάνει την ίδια δουλειά. Οχι, εμείς απευθυνόμαστε σε κόσμο και πια έχει ανέβει το επίπεδο και στον κινηματογράφο. Η εξωστρέφεια είναι ένα πολύ βασικό μείον που παίρνει βελτίωση.

Θεωρείτε ότι η ΕΑΚ οφείλει να κάνει πολιτικές παρεμβάσεις;

Σαφέστατα. Από τη στιγμή που η ΕΑΚ δεν διαθέτει χρήματα στις ταινίες, δεν έχει τέτοιου είδους εξουσία, αυτό που μπορεί σίγουρα να κάνει είναι με τις παρεμβάσεις της να προσπαθεί να εκφράζει το κατά τη γνώμη της ορθό στην πολιτική ζωή. Υπάρχει μια εκκωφαντική απουσία μέριμνας για τον κινηματογράφο πια, είναι προφανέστατο και δεν έχει να κάνει με την τωρινή κυβέρνηση, δεν έχει να κάνει με το «ποιο χρώμα». Ακόμα και τώρα που βγήκε επίσημα ο Πρωθυπουργός και είπε τι θα μεριμνήσει το κράτος σε επίπεδο σχολών και πανεπιστημίων, ο κινηματογράφος, για άλλη μια φορά, δεν ήταν μέσα. Εβαλε το χορό, το θέατρο, τη μουσική… Κι απ’ όλες τις τέχνες, αν εξαιρέσεις τον Παπαϊωάννου ή τον Τερζόπουλο για παράδειγμα, το σινεμά είναι σίγουρα εξαγώγιμο. Δεν είναι ότι έχουμε μια ορχήστρα που παίζει σ’ όλο τον πλανήτη. Το σινεμά αυτή τη στιγμή ταξιδεύει παντού. Και είναι κρίμα, είναι σαν να μην υπάρχει. Σύμφωνοι, η Ακαδημία δεν είναι ένας φορέας όπου πηγαίνεις ό,τι πρόβλημα υπάρχει για να το λύσει. Δεν μπορεί να θεσμοθετήσει, να νομοθετήσει: είναι η συνένωση ενός κλάδου, με σκοπό την καλυτέρευση προς κάθε κατεύθυνση και ποιοτικά και οικονομικά και σχετικά με τη διανομή και με τις αίθουσες, σ’ όλο αυτό η Ακαδημία μπορεί να παρέμβει.

Πώς μπορεί η ΕΑΚ να γίνει πιο έγκυρη στη συνείδηση του κινηματογραφικού χώρου;

Στους στόχους μας είναι και να βάλουμε νέα μέλη, από διάφορους χώρους, θεωρώ ότι μπορεί να διευρυνθεί ο κύκλος αυτός πολύ, ν’ αυξηθεί η βάση των μελών. Πρέπει να μεγαλώσουμε κι έτσι θα θεωρούνται και τα βραβεία Ιρις πιο έγκυρα. Υπάρχει ένα ζήτημα σε σχέση με το κύρος της Ακαδημίας. Είμαστε ένας εργασιακός κλάδος ο οποίος δίνει πολύ σημαντικά αποτελέσματα στη βιομηχανία του τόπου – γιατί και στις ξένες παραγωγές οι ίδιοι άνθρωποι δουλεύουμε – και θεωρώ ότι θα έπρεπε από μόνοι μας να αισθανόμαστε την ανάγκη και την ευθύνη, όταν τελικά μαζευόμαστε συνολικά, να μεταδίδουμε αυτό το κύρος. Αλλά τελικά έχουμε πέσει κι εμείς θύμα του αφηγήματος, μας έχει πάρει η μπάλα λίγο, σαν το παιδάκι που αν οι γονείς του το θεωρούν λίγο τελευταίο, το νιώθει κι αυτό, ενώ αν του δώσουν σημασία, νιώθει σημαντικό. Κάπως δηλαδή θα πρέπει, πέρα από τον κόσμο που ελπίζω ότι θα έρθει και περισσότερο προς την ελληνική ταινία, να νιώσουμε κι εμείς οι ίδιοι ότι αυτό είναι κάτι σπουδαίο. Είναι σαν να πρέπει ο ελληνικός κινηματογράφος να κάτσει λίγο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, γιατί είναι μια πολύ πονεμένη ιστορία. Από τη μια είναι αυτός ο ηρωισμός – γιατί είναι ηρωισμός, όταν με τόσο λίγα χρήματα κάνεις τόσα πράγματα – από την άλλη, όταν δεν σου δίνει σημασία το σύνολο, χάνεις την αυτοπεποίθησή σου. Δεν μπορεί με 2 εκ. το χρόνο να μιλάμε για ελληνικό σινεμά, είναι ντροπή.

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας;

Νομίζω ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της είναι η εργατικότητα, η επιμονή και η τεράστια υπομονή. Αλλά, λέγοντας αυτά, κάθε μία απ’ αυτές τις λέξεις ενέχει και το αρνητικό της, με την έννοια ότι είναι μια εργατικότητα που δεν αναγνωρίζεται, υπομονή που δεν αναγνωρίζεται, ενώ ισχύουν. Εχει φτιαχτεί τώρα μια βιομηχανία στην Ελλάδα κι έρχονται ξένες παραγωγές οι οποίες πραγματικά δεν είναι καλύτερες από εμάς. Δουλεύουμε με ξένους που πολλές φορές είναι πολύ πιο χύμα από εμάς, που νομίζουμε ότι οι ξένοι πάντα τα κάνουν καλύτερα, δεν είναι αλήθεια αυτό. Εχουμε φτάσει σ’ ένα πολύ ψηλό επίπεδο επαγγελματισμού.

Ο κινηματογράφος έχει κύρος, ο κινηματογράφος είναι αυτός που σε συγκινεί, ό,τι και να λέμε, όλα τα άλλα είναι από κάτω. Το σινεμά εξακολουθεί να δίνει σημασία, καλλιτεχνία, είναι σπουδαίο και υπάρχει ακόμα, δεν έχει πεθάνει.»

Το βασικότερο θέμα είναι η κινηματογραφική παιδεία, ότι έχουμε πολύ λίγους εργαζόμενους. Ολο αυτό το άνοιγμα που έγινε στις ξένες παραγωγές δεν μπορούμε να το καλύψουμε. Πλέον κάθε χρόνο μιλάμε για την έλευση του καλοκαιριού, όπου δεν μπορούμε να κάνουμε καμιά δουλειά γιατί θα πάρουν τους ανθρώπους όλων των ειδικοτήτων οι ξένες παραγωγές. Οπότε έχεις τις ξένες ταινίες, τις ελληνικές ταινίες και τις σειρές, ελληνικές και ξένες, που πρέπει να καλυφθούν από μια χούφτα ανθρώπων. Αυτό είναι τεράστιο θέμα και θα πρέπει η παιδεία του κινηματογράφου να στραφεί και σ’ ένα πιο τεχνικό κομμάτι. Δεν χρειάζεται να σπουδάζουν και να αποφοιτούν μόνο σκηνοθέτες. Από την άλλη πλέον το να βρίσκεις ηχολήπτη και ηλεκτρολόγο είναι το πιο δύσκολο πράγμα που υπάρχει. Πριν από δέκα χρόνια έρχονταν γονείς στη SAE όπου δίδασκα και τους έλεγα ψέματα, ότι τα παιδιά τους θα βρουν δουλειά, παρότι όντως έβρισκαν. Τώρα είναι το ανάποδο, θέλουμε πολλούς, μακάρι να γίνουν τμήματα για να βγαίνουν βοηθοί παραγωγής, μπούμαν, βοηθοί κάμερας, βοηθοί σκηνοθέτη. Πολύ σημαντικά πράγματα αυτά γιατί η σημερινή, ενεργή γενιά των παραγωγών από κάτω ήδη έχει αρχίσει να έχει ένα κενό, οι παραγωγοί είναι λίγοι, λίγοι τολμούν να μπουν σ’ αυτή την ειδικότητα και χρειαζόμαστε τους επόμενους. Αισθάνεσαι καμιά φορά ότι οι νέες γενιές δεν έχουν κινηματογραφική παιδεία όχι μόνο με την έννοια του να έχουν δει σινεμά, αλλά κάπως να έχουν και μεράκι, αυτό οι σχολές δεν το καλύπτουν, να σε κάνουν ν’ αγαπάς το σινεμά, το να κάνεις σινεμά. Στην πραγματικότητα, σε όλο αυτό το τοπίο του ελληνικού content, ο κινηματογράφος εξακολουθεί να είναι πάνω-πάνω. Ο κινηματογράφος έχει κύρος, ο κινηματογράφος είναι αυτός που σε συγκινεί, ό,τι και να λέμε, όλα τα άλλα είναι από κάτω. Το σινεμά εξακολουθεί να δίνει σημασία, καλλιτεχνία, είναι σπουδαίο και υπάρχει ακόμα, δεν έχει πεθάνει.

Πώς βλέπετε την προσεχή συνένωση ΕΚΚ, ΕΚΟΜΕ και Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας;

Στην πραγματικότητα είναι ένα πείραμα. Δεν ξέρουμε το αποτέλεσμά του. Και στην ΕΑΚ περιμένουμε να δούμε πώς θα προχωρήσει. Εμένα σε επίπεδο ιδέας, μου φαίνεται σωστή. Αλλά νομίζω είναι σαν να συνενώσεις δύο ή τρία πράγματα που πρέπει να είναι πολύ σίγουρα το καθένα για την ταυτότητά του ξεχωριστά για να μπορέσουν να λειτουργήσουν και μαζί. Εάν είναι σίγουρο τι κάνει το ΕΚΚ και σίγουρο τι κάνει το ΕΚΟΜΕ μπορεί να λειτουργήσουν και μαζί, αλλιώς δεν θα πετύχει αυτό. Κι αυτή τη στιγμή έχουμε μια τεράστια διαφορά: τον ΕΚΟΜΕ όπου υπάρχουν πάρα πολλά χρήματα και το ΕΚΚ όπου δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα. Οπότε είναι λίγο Δαβίδ και Γολιάθ και τους βάζεις μαζί και θέλεις να κάνουν δουλειά, δεν θέλεις να κονταροχτυπηθούν. Θέλεις να πάνε μπροστά. Είναι ιδανική συνθήκη, αλλά πρέπει ν’ αγκαλιάσει ο ένας το σκοπό του άλλου, που είναι διαφορετικός. Αν γίνει αυτό, είναι match made in heaven.

Βλέπετε σινεμά;

Γενικά έχω σταματήσει να πηγαίνω σινεμά, ακόμα και σειρές δεν βλέπω πια λόγω χρόνου. Παρόλ’ αυτά τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να ξαναβλέπω, στο σπίτι, ταινίες κλασικές, γιατί κάποια στιγμή ένιωσα πολύ έντονα την έλλειψη. Σινεμά δεν έχω πάει από την πανδημία και μετά, καταλαβαίνω τη μερίδα του κόσμου που δεν πηγαίνει, έχει μεγαλώσει κι ο γιος μου που πηγαίναμε μαζί και τώρα πηγαίνει με τους φίλους του. Αλλά ένιωσα την ανάγκη να γυρίσω στους κλασικούς.

Εύχομαι η Ακαδημία να γίνει αγαπητή απ’ όλους τους ανθρώπους του χώρου μας. Και ν’ αποκτήσει κύρος, αλλά κυρίως να γίνει αγαπητή, να λες ΕΑΚ κι ο συνειρμός να είναι κάτι ζεστό και όμορφο.»

Η πανδημία έκανε ένα μεγάλο κακό, το οποίο έχει και μια καλή πλευρά: μας γύρισε σπίτι όλους και κάπως ανακαλύψαμε τα σπίτια μας. Αυτό δεν είναι κακό, σε μια χώρα όπου όλοι έβγαιναν κάθε μέρα γιατί ήταν γλεντζέδες. Αλλά υπάρχει πρόβλημα παγκόσμιο, δεν είναι μόνο στην Ελλάδα. Χρειάζεται μια προτροπή και μια υποστήριξη από κάθε πλευρά η κινηματογραφική αίθουσα και ειδικά για την arthouse ταινία. Το σινεμά έχει γίνει πολύ πιο «event» απ’ ό,τι ήταν, για να προσκαλέσει τον θεατή.

Σκοπεύετε να κάνετε μια επόμενη ταινία ως σκηνοθέτης;

Νομίζω το επόμενο βήμα θα έπρεπε να είναι μια ταινία. Είναι σίγουρο ότι δεν θα σταματήσω να κάνω τηλεόραση, αλλά θα έχω λίγο περισσότερο χρόνο. Μπορεί, θα το ήθελα.

Κάντε μια ευχή για το μέλλον της Ακαδημίας.

Να γίνει αγαπητή απ’ όλους τους ανθρώπους του χώρου μας. Και ν’ αποκτήσει κύρος, αλλά κυρίως να γίνει αγαπητή, να λες ΕΑΚ κι ο συνειρμός να είναι κάτι ζεστό και όμορφο. Το δεύτερο είναι ν’ αγαπηθεί και από τους ανθρώπους που αγαπούν το σινεμά, δηλαδή να μας μάθει ο κόσμος, να μάθει ότι δεν υπάρχουν μόνο τα Οσκαρ, υπάρχει και μια Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου που δουλεύει για την προβολή των ταινιών, που δίνει βραβεία, που κάνει μια γιορτή, που προσφέρει ωραία πράγματα για το ελληνικό σινεμά. Κι επίσης να μην αγκομαχά κάθε χρόνο για τα οικονομικά της.

Και μια ευχή για το ελληνικό σινεμά;

Νομίζω να συναντηθεί με τον κόσμο, με οποιονδήποτε τρόπο. Να συναντηθεί με το κοινό της Ελλάδας, αυτή είναι η ευχή μου.

Ποια ελληνική ταινία μπορεί να περιγράψει τη στιγμή που βρίσκεται το ελληνικό σινεμά σήμερα;

Αν σκεφτώ τη θεσμική πλευρά, συνειρμικά μου έρχεται το «Αρπα Κόλλα» του Νίκου Περράκη. Αλλά σε επίπεδο του ίδιου του χώρου, θα έλεγα τη «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα. Γιατί ήταν μια ταινία η οποία είχε ένα πάρα πολύ δυνατό σενάριο κι αυτό πάντα αφορά τον κόσμο, είχε κάτι έντονα καλλιτεχνικό, δεν το πέταξε αυτό, ταυτόχρονα όμως είχε και κάτι λίγο χειροποίητο, μια τρέλα προσωπική, στην ιδέα αλλά και στην ίδια την κατασκευή της. Και θα έλεγα και το «Τρίγωνο της Θλίψης» του Ρούμπεν Εστλουντ, γιατί είναι μια ταινία, ελληνική συμπαραγωγή, που έκανε όλη την κούρσα, κέρδισε στις Κάννες, κέρδισε στην Ευρωπαϊκή Ακαδημία, τώρα πάει στα Οσκαρ. Με την ίδια έννοια σκέφτομαι και το «Tehran», για να συμπεριλάβουμε και την τηλεόραση. Ενα τέτοιο επίπεδο συμπαραγωγής είναι πολύ σπουδαίο, πριν δέκα χρόνια ούτε που το ονειρευόμασταν.