Πριν δύο χρόνια, το 2016, τα «Λουλούδια» ήταν μια από τις ομορφότερες εκπλήξεις που έκανε το ισπανικό σινεμά στον κόσμο. Ετσι, η νέα ταινία των Βάσκων Γιον Γκαράνιο και Αϊτόρ Αρεγκί, ο «Γίγαντας», αναμενόταν με ανυπομονησία, πόσω μάλλον αφότου τιμήθηκε με το Βραβείο της Επιτροπής στο Σαν Σεμπαστιάν και με 10 Βραβεία Γκόγια.
Από τη δημιουργική ομάδα των «Λουλουδιών», αυτή τη φορά, ο συν-σεναριογράφος Αϊτόρ Αρεγκί αναλαμβάνει εδώ τη σκηνοθεσία μαζί με τον Γιον Γκαράνιο, ενώ ο Χοσέ Μαρί Γενάγα μένει στο σενάριο και την παραγωγή. Το «Handia», η βασκική λέξη για τον «Γίγαντα», παρακολουθεί την ιστορία δυο αδελφών, του Μαρτίν και του Χοακίν. Οταν το 1843 ο Μαρτίν γυρίζει από τον πόλεμο, ηττημένος και πικραμένος, στο αγροτικό χωριό του, βρίσκει την οικογένειά του φτωχή και τα χωράφια τους στέρφα: μόνο ο αδελφός του, ο Χοακίν, έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, που μοιάζει με γίγαντα. Μοναδική δυνατότητα του Μαρτίν να συντηρήσει την οικογένεια είναι να αρχίσει να «εκθέτει» τον Χοακίν στην πόλη και στον υπόλοιπο κόσμο, ως αξιοπερίεργο, επί πληρωμή.
Διαβάστε ακόμη: Οι σκηνοθέτες των «Λουλουδιών», μας συστήνουν έναν αληθινό γίγαντα στο «Handia»
Ο «Γίγαντας» βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Γίγαντα του Αλτσο, που οι Αρεγκί και Γκαράνιο τύλιξαν με το ύφος και την αφήγηση του μύθου, για να μιλήσουν γι' αυτά που εκείνοι βρίσκουν φλέγοντα, το διχασμό και την αποδοχή. Γι' αυτά, ακριβώς, μιλά ο Γιον Γκαράνιο στο Flix, ξετυλίγοντας από το μύθο την αλήθεια. Διαβάστε παρακάτω.
Γιον Γκαράνιο, Αϊτόρ Αρεγκί
Ο «Γίγαντας» κινείται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, στο σύνορο της αλήθειας με το παραμύθι. Αυτό προέκυψε στη διαδικασία συγγραφής της ιστορίας. Στην αρχή, σκοπεύαμε να κάνουμε μια βιογραφία αλλά γρήγορα καταλάβαμε ότι θέλαμε, ότι χρειαζόμασταν να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Και σ’ αυτή τη διαδικασία, μας συνέβη κάτι πολύ σημαντικό. Οσο συζητούσαμε να κάνουμε μια ταινία για τον Γίγαντα του Αλτσο, συνειδητοποιήσαμε πως πολύς κόσμος δεν πίστευε ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο, νόμιζαν ότι δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό μας σόκαρε, επειδή πιστεύαμε ότι ήταν δημοφιλής, ότι τον γνώριζαν πολλοί άνθρωποι – αντίθετα, λίγοι γνώριζαν την ιστορία κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς θεωρούσαν ότι ήταν φανταστικό πλάσμα. Σ’ αυτή την έκπληξη, ανακαλύψαμε κάτι πολύ ενδιαφέρον, τους λόγους γιατί ένα πραγματικό πρόσωπο μετατρέπεται σε μύθο. Για μας, αυτή η ερώτηση ήταν η κατευθυντήρια δύναμη, που βρίσκεται στην καρδιά, στην ουσία της ταινίας. Γι’ αυτό και προχωρήσαμε μ’ ένα κράμα πραγματικών ανθρώπων και γεγονότων και δημιουργημάτων της φαντασίας μας. Οσο ο Γίγαντας ζούσε, ο κόσμος έλεγε ότι ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα, δυνατότερος απ’ ό,τι ήταν. Ο κόσμος ανασκεύασε τον ήρωα προσθέτοντας τη δική του φαντασία. Το ίδιο κάνει κι η ταινία, γιατί η ανάμειξη της αλήθειας και της μυθοπλασίας, δημιουργεί μια νέα αλήθεια. Οπότε και στην ταινία, βλέπει κανείς πράγματα που ίσχυαν, όπως ότι ήταν φυσιολογικός ως τα 20 και τότε ξεκίνησε να μεγαλώνει, ότι ταξίδεψε ολόγυρα στην Ευρώπη και γνώριζε βασιλιάδες και βασίλισσες, ότι ταξίδευε πάντα με τον αδελφό του. Και βλέπει κι άλλα πράγματα που έχουν να κάνουν με την επινόηση μιας ταινίας και με τη δομή της, όπως είναι το στοιχείο της σύγκρουσης.
Η επιτυχία των «Λουλουδιών» έπαιξε μεγάλο ρόλο στη δημιουργία αυτής εδώ της ταινίας, φυσικά. Θα ήταν αδύνατον για μας να κάνουμε τον «Γίγαντα» πριν από τα «Λουλούδια», γιατί μας άνοιξαν κάποιες πόρτες για να κάνουμε, όχι ακριβώς ό,τι θέλαμε, αλλά σίγουρα πράγματα που ως τότε ούτε καν ονειρευόμασταν. Από την άλλη πλευρά, μετά τα «Λουλούδια», ο κόσμος πιθανόν περίμενε… το σίκουελ, ενώ εμείς θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Ή τουλάχιστον που να δείχνει διαφορετικό, γιατί εν τέλει εγώ θεωρώ ότι οι δυο ταινίες έχουν κάποιους συνδετικούς κρίκους. Το σενάριο του «Γίγαντα» δεν ήταν εύκολη υπόθεση, συνεργαστήκαμε τέσσερις άνθρωποι, αλλά όταν τελειώσαμε το γράψιμο, έφτασε η στιγμή να σκηνοθετήσουμε κι ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Γιατί δεν ξέραμε πώς να κάνουμε αυτή την ταινία. Για πρώτη φορά είχαμε να κάνουμε μια ταινία που ξεπερνούσε το μικρό, προσωπικό σύμπαν της, εκτυλισσόταν τον 19ο αιώνα, σε πολλά μέρη του κόσμου, με πολλούς ηθοποιούς, κομπάρσους και, ειδικά, μ’ ένα γίγαντα. Χαθήκαμε λίγο στην αρχή, αλλά δουλεύοντας πολύ στην προπαραγωγή, αρχίσαμε να βλέπουμε τα πράγματα πιο καθαρά. Το δυσκολότερο πράγμα απ’ όλα ήταν να δημιουργήσουμε τον Γίγαντα. Για να το καταφέρουμε, συνδυάσαμε πολλά πράγματα, φυσικά τα ψηφιακά εφέ, αλλά και τη θέση της κάμερας, τους φακούς, το μακιγιάζ, γερανούς για κάποιες λήψεις, αλλά θα έλεγα ότι το σημαντικότερο ήταν ο ίδιος ο ηθοποιός, ο Ενέκο Σαγκαρντόι. Δεν είναι και τόσο ψηλός, νομίζω είναι 1,83, αλλά με όλη τη βοήθεια και τα τρικ που του προσφέραμε, ήταν εκείνος, στην πραγματικότητα, που έκανε τον Γίγαντα αληθινή προσωπικότητα. Δεν υπάρχουν αρκετά καλά κόλπα για να φτιάξεις έναν γίγαντα, αν δεν έχεις έναν ηθοποιό που να ξέρει πώς να παίξει και να του δώσει ζωή.
Ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι «ξεπουληθήκαμε» για να προχωρήσουμε στη δουλειά μας. Τα «Λουλούδια» ήταν μια ταινία για την οποία είμαστε περήφανοι και χαρούμενοι για την επιτυχία της. Αλλά για μας ήταν σημαντικό, στην επόμενη ταινία να κάνουμε κάτι διαφορετικό, να βγούμε από τη βολή μας. Ο «Γίγαντας» μας βοήθησε να δείξουμε ότι μπορούμε να κάνουμε κι ένα άλλου είδους σινεμά, με άλλη αισθητική και άλλη τεχνική. Παρότι μέσα στην ταινία μιλάμε συνέχεια για το ξεπούλημα στη δόξα και στη show business, για το να κάνεις ό,τι θέλει να δει ο κόσμος, εμείς οι ίδιοι προσπαθούμε απλώς να κάνουμε τις ταινίες που μας φαίνονται ενδιαφέρουσες, ελπίζοντας ότι το ίδιο θα νιώσουν κι άλλοι άνθρωποι. Φυσικά προσπαθούμε πάντα οι ταινίες μας να είναι ψυχαγωγικές για τον κόσμο, αλλά σημαντικότερο είναι να έχουν να πουν κάτι, πέρα απ’ ό,τι βλέπεις στην οθόνη. Κάτι που ίσως θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τις ιδέες της ταινίας λίγο περισσότερο.
Η κεντρική ιδέα της ταινίας δεν είναι ο Γίγαντας, δεν είναι ένας άνθρωπος. Είναι το νόημα της αλλαγής και της προσαρμογής. Το βλέπεις από την αρχή ως το τέλος της ταινίας. Θελήσαμε να χρησιμοποιήσουμε το εργαλείο των δύο ηρώων, των δύο αδελφών, για να δείξουμε τι συνέβαινε, τότε, σ’ εκείνη την κοινωνία. Εκείνη την περίοδο, του 19ου αιώνα, είναι η στιγμή που τα πάντα αλλάζουν για πάντα και που οι άνθρωποι πρέπει ν’ αντιδράσουν σ’ αυτές τις αλλαγές. Κάποιοι άνθρωποι άλλαξαν, άλλοι όχι, γιατί δεν ήθελαν ν’ αλλάξουν. Η ταινία αντικατοπτρίζει αυτό το στοιχείο: έχουμε έναν ήρωα που αλλάζει μαζί με την κοινωνία κι έναν ήρωα που θέλει να σταματήσει να μεγαλώνει, ν’ αλλάζει, αλλά δεν μπορεί. Δεν μπορεί να σταματήσει την αλλαγή, όπως κι η ίδια η κοινωνία. Αυτές οι δυο δυνάμεις, η «πρόοδος» κι η «παράδοση» διατρέχουν την ταινία, αλλά είναι αυτές που κινούν και τη δική μας κοινωνία, είναι τα στοιχεία που διχάζουν και σήμερα τις περισσότερες χώρες και στην Ισπανία φυσικά. Μόνο που, στη ζωή, τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο κι αυτό ακριβώς, αυτά τα γκρίζα, ήταν που θέλαμε να εκφράσουμε στην ταινία μας. Αυτά τα δυο αδέλφια, περνούν μεγάλα κομμάτια της ζωής τους σε σύγκρουση, στο άσπρο και το μαύρο, αλλά κατά στιγμές αγκαλιάζονται, επανασυνδέονται, γιατί είναι κομμάτια της ίδιας οικογένειας, της ίδιας κοινωνίας.
Φυσικά μας εμπνέουν οι ιστορίες, ο πολιτισμός και η κουλτούρα των Βάσκων, γιατί είναι αυτά που μας περιβάλλουν κι είναι πάντα ευκολότερο να μιλάς για κάτι που ξέρεις. Αλλά, ταυτόχρονα, σε εμπνέει η πραγματικότητα. Η διαδικασία είναι φυσική, δεν ξεκινάμε μια ταινία έχοντας στο μυαλό μας να μιλήσουμε για τους Βάσκους. Αργότερα, όταν οι ταινίες σου ταξιδεύουν στο κόσμο, ή σε φεστιβάλ και προσκαλείσαι να μιλήσεις, εκεί, με το κοινό, εκεί είναι που συνειδητοποιείς ότι ο κόσμος μπορεί να ενδιαφέρεται για τη γλώσσα ή τον πολιτισμό των Βάσκων. Δεν είμαστε Πολιτιστικοί Ακόλουθοι, αλλά μιλάμε για την κουλτούρα μας και τη γλώσσα μας σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν πολλά γι’ αυτή. Ωστόσο, ο βάσκικος πολιτισμός δεν είναι μόνο αυτό που δείχνουμε εμείς στις ταινίες μας, αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος και ποτέ δεν είναι αυτοσκοπός μας. Σκοπός μας είναι να κάνουμε ταινίες και, σ’ αυτές τις ταινίες, κάποιες φορές οι ήρωες είναι Βάσκοι κι άλλες όχι, αναλόγως της ιστορίας που θέλουμε να μοιραστούμε.
Tags: handia, giant, γιον γκαράνιο