Γνωρίσαμε τον Αρι Φόλμαν, τον γοητευτικό, εμπνευσμένο, σκληροτράχηλο και μαζί τόσο ευαίσθητο σκηνοθέτη του «Βαλς με τον Μπασίρ», το 2008, όταν αυτό το ιδιόμορφο δείγμα πολιτικού animation για ενήλικες τον έκανε διάσημο σ' όλο τον κόσμο. Τον συναντήσαμε ξανά με το λιγότερο συγκροτημένο, ακόμα κι αν πιο ευφάνταστο, «The Congress», ένα συνδυασμό live-action και κινουμένου σχεδίου με πρωταγωνίστρια την Ρόμπιν Ράιτ. Ηδη από τότε, ο Φόλμαν δούλευε πάνω σ' ένα πρότζεκτ ζωής: την ανάθεση να μεταφέρει στο σινεμά, με το δικό του τρόπο, το Ημερολόγιο της Αννας Φρανκ. Η ταινία, με τον τίτλο «Πού Κρύβεται η Αννα Φρανκ», έκανε πρεμιέρα στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών, ενώ προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες, από την Πέμπτη, 30 Δεκεμβρίου, από τη Rosebud.21. Το Flix μίλησε με τον Αρι Φόλμαν για το βάρος της ευθύνης και την ελαφρότητα της μνήμης. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
Δείτε ακόμη: Πρώτες εικόνες από το «Ημερολόγιο της Αννα Φρανκ» του Αρι Φόλμαν
Η Κίτι, η (φανταστική) φίλη για την οποία γράφει η Αννα Φρανκ στο ημερολόγιό της, όσο εκείνη κι η οικογένειά της κρύβονται από τους Ναζί, ζωντανεύει στο σημερινό Αμστερνταμ, αγνοώντας ότι έχουν περάσει 75 χρόνια απ’ όταν «είδε» την Αννα. Είναι σίγουρη ότι, αφού η ίδια επιβίωσε από τον πόλεμο, το ίδιο θα πρέπει να συνέβη και στο κορίτσι. Κι έτσι η Κίτι την αναζητά στη σύγχρονη Ευρώπη, ερχόμενη αντιμέτωπη με το προσφυγικό, την ένδεια, τη σκληρότητα, συνειδητοποιώντας ότι η ανθρωπότητα δεν έμαθε, τελικά, πολλά από την πιο σκοτεινή σελίδα της πρόσφατης ιστορίας της.
Εάν συμφωνούμε ότι αυτή εδώ είναι μια ταινία για παιδιά, πώς άλλαξε αυτό το γεγονός την οπτική σας όσο τη γράφατε και, ταυτόχρονα, πόσο ανεξάρτητος ήσασταν στις επιλογές σας;
Συμφωνούμε απόλυτα. Η πρόθεσή μου ήταν να κάνω μια ταινία για παιδιά και νέους κι αυτό άλλαξε εντελώς την οπτική μου. Για πρώτη φορά σκεφτόμουν το κοινό όσο έγραφα και χρησιμοποίησα τα δικά μου παιδιά ως σημείο αναφοράς. Δουλεύω αυτή την ταινία πολλά χρόνια, κοντά μια δεκαετία - όταν ο Ιδρυμα Αννα Φρανκ μου προσέφερε το πρότζεκτ, αρχικά το αρνήθηκα. Μετά, ωστόσο, συζητήσαμε με τον διευθυντή του Ιδρύματος και παραγωγό της ταινίας, άκουσε το καλλιτεχνικό μου όραμα και μου έδωσε εκατό τοις εκατό δημιουργική ελευθερία.
Ο Αρι Φόλμαν στο Φεστιβάλ Καννών
Από την αρχική σας επιφυλακτικότητα, τι άλλαξε και δεχτήκατε να διασκευάσετε το ημερολόγιο της Αννα Φρανκ;
Πέρασαν οκτώ χρόνια απ' όταν άρχισα να δουλεύω την ταινία, τέσσερα χρόνια χρειάστηκαν για την ανάπτυξη και τη χρηματοδότηση, αλλά και για τη δημιουργία της. Είχα αποφασίσει ότι δεν θα την έκανα εάν δεν έβρισκα κάτι καινούριο να πω. Πρώτα προσπάθησα να βρω έναν τρόπο ν' αφηγηθώ την ταινία με animation και με κόμικς, παράλληλα με την ταινία δημιουργήθηκε και το graphic novel της ιστορίας. Μετά πώς θα γίνει ενδιαφέρουσα η ιστορία για τα παιδιά. Κι έπειτα, πώς ν' αποτυπώσω τους τελευταίους επτά μήνες της ζωής της Αννας Φρανκ, η ιστορία πάντα τελείωνε με την Γκεστάπο. Και, τέλος, πώς όχι μόνο ν' ανασύρω το παρελθόν, αλλά να δω πώς μπορώ να προκαλέσω συναισθήματα και προς τα παιδιά που σήμερα βρίσκονται σε εμπόλεμες ζώνες.
Πώς αποφασίσατε να επικεντρωθείτε στην Κίτι, τη φανταστική φίλη της Αννας, ως πρωταγωνίστρια της ιστορίας, πόσα στοιχεία που δεν υπάρχουν στο ημερολόγιο της προσθέσατε εσείς;
Διάβαζα τη Βίβλο... τη Βίβλο είπα; Το ημερολόγιο εννοούσα, φροϋδικό λάθος αυτό που έκανα γιατί για μένα έγινε Βίβλος στην πορεία. Το διάβαζα σ' εξαντλητικό βαθμό, αναζητώντας στοιχεία, απαντήσεις, κάτι που θα μου υποδείκνυε πώς να διασκευάσω την ιστορία. Νομίζω ότι διάβασα είκοσι φορές την περιγραφή της Κίτι, ακόμα περισσότερες, και την, ας πούμε, πεντηκοστή φορά, σκέφτηκα, αυτό εδώ είναι ένα έτοιμο εγχειρίδιο για τους designers, πώς να δημιουργήσουν την Κίτι. Στείλαμε την περιγραφή στο στούντιο και τη σχεδίασαν, νομίζω το μόνο που προσθέσαμε εμείς ήταν τα κόκκινα μαλλιά της. Και μόλις την είδα, κατάλαβα ότι αυτή θα ήταν η πρωταγωνίστρια της ταινίας μας.
Συνδέετε την τραγωδία της Αννας με τους πρόσφυγες στο σήμερα, μήπως αυτός ήταν ένας από τους αρχικούς σας στόχους, όταν αποφασίσατε να κάνετε την ταινία, να μιλήσετε για το προσφυγικό;
Δεν θέλω να θεωρηθεί ότι κάνω έναν παραλληλισμό μεταξύ του Ολοκαυτώματος και του προσφυγικού. Η εκτέλεση των Εβραίων, κινηματογραφικά, στην ταινία, μοιάζει βγαλμένη από τον Αδη της ελληνικής μυθολογίας, ενώ οι πρόσφυγες στο Αμστερνταμ ζουν μια ζωή καλύτερη απ' αυτή που άφησαν πίσω, μ' ένα κουλ σπίτι, φαγητό, μουσικά όργανα, μαθήματα, δεν υπάρχει σύγκριση. Αλλά και φιλοσοφικά δεν θέλησα να συγκρίνω τις δυο γενοκτονίες γιατί για όσους τις βίωσαν ή τις βιώνουν, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ή μικρότερη τραγωδία. Οι Κονγκολέζοι θεωρούν ότι αντιμετώπισαν μια τραγωδία πολύ μεγαλύτερη από το Ολοκαύτωμα, το ίδιο κι οι Αρμένιοι στην Τουρκία. Δεν είναι στιγμές που μπορούμε να συγκρίνουμε κι είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα το έκανε, μια και προέρχομαι από οικογένεια επιζώντων των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αλλά είναι το κληροδότημα του Οτο Φρανκ, του πατέρα της Αννας, που μας ωθεί να συμπάσχουμε με όσους δυστυχούν, χωρίς να μας ενδιαφέρει σε ποιο Θεό πιστεύουν ή από πού έρχονται. Γι' αυτό και τα έσοδα από τις πωλήσεις του Ημερολογίου της Αννας διατίθενται πια σε οργανισμούς που διασώζουν παιδιά σ' όλο τον κόσμο.
Πώς αποφασίσατε ποια θα είναι η εικόνα, η αισθητική της ταινίας; Αυτός ο συνδυασμός παραδοσιακού κινουμένου σχεδίου με μια εκπληκτική δουλειά στο stop motion animation;
Ηταν μια διαδικασία απίστευτα χρονοβόρα κι εξαντλητική πέρα από κάθε όριο. Αρχικά, έχοντας δει τις δυο ταινίες του Γουες Αντερσον σε stop motion, ερωτεύτηκα την τεχνική και θέλησα να κάνω μ' αυτόν τον τρόπο όλη την ταινία. Αυτό μου πήρε ένα χρόνο παραπάνω, ώσπου καταλήξαμε ότι το φιλμ θα κόστιζε 40 εκ. ευρώ, αντί για τα 20 που ήταν το μπάτζετ μας. Κι έτσι αποφασίσαμε να συνδυάσουμε το stop motion με το κλασικό 2D. Ωστόσο λατρεύω το stop motion και τη χειροποίητη υφή του.
Εάν δεν σας πειράζει να το συζητάτε, η μητέρα σας είναι επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, τι συμβουλές σας έδωσε όταν καταπιαστήκατε με το πρότζεκτ; Το έχει δει, πώς αντέδρασε;
Οταν της είπα, πριν χρόνια, ότι μου προτάθηκε το Ημερολόγιο της Αννας Φρανκ αλλά ότι δεν ήθελα να το κάνω, μου είπε, δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις. Απλώς, αν δεν το κάνεις, θα πεθάνω αύριο, διαφορετικά θα μείνω ζωντανή ως την πρεμιέρα. Πριν το Φεστιβάλ Καννών όπου θα γινόταν η πρώτη προβολή της ταινίας, της την έδειξα, έκλαψε και μου είπε, φυσικά θα ήταν καλή ταινία, αφού πήρε διπλάσιο χρόνο από το Ολοκαύτωμα για να γίνει.
Πώς νιώθετε που το κοινό βλέπει ταινίες, αλλά και τις δικές σας ταινίες, όλο και περισσότερο στο σπίτι κι όχι στο σινεμά;
Είναι κάτι που με ανησυχεί πολύ, όχι μόνο με αφορμή την πανδημία, γιατί και πριν απ' αυτήν ο κόσμος πήγαινε λιγότερο σε συναυλίες, στην όπερα, στο θέατρο, στο σινεμά. Είναι μια διαδικασία που ξεκίνησε πριν χρόνια, η μετακίνηση του κοινό από τη μεγάλη οθόνη στην οθόνη του σπιτιού του και, φυσικά, η πανδημία ήταν ο μεγάλος καταλύτης, που έπεισε τους θεατές ότι μπορούν να δουν οτιδήποτε στο σπίτι τους. Θα είναι δύσκολο να «γυρίσουν πίσω». Συνέβη σ' ένα βαθμό με το «Dune», συνέβη με τον Τζέιμς Μποντ - ο Σπίλμπεργκ δεν το κατάφερε στ' αλήθεια, η ταινία δεν πήγε πολύ καλά στις αίθουσες, ούτε κι ο Γουες Αντερσον. Αλλά εγώ είμαι ρομαντικός, δεν θεωρώ ότι υπάρχει υποκατάστατο της κινηματογραφικής αίθουσας.
Πραγματικά εύχομαι η πανδημία να λήξει ξαφνικά, μια μέρα τώρα σύντομα, να εξαφανιστεί όπως και προηγούμενες πανδημίες κι ο κόσμος να πλημμυρίσει τα σινεμά για να αντισταθμίσει τα δυο φρικτά χρόνια που περάσαμε. Κι εύχομαι κι εγώ να κάνω την επόμενη ταινία μου πιο εύκολα, γιατί αυτή εδώ ήταν μια σκληρή εμπειρία.