Το «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στην περασμένη Berlinale κερδίζοντας βραβείο της επιτροπής στα Teddy Awards και επιβεβαιώνοντας το διακριτό στιλ της δημιουργού του, είναι μια «φιλμική εμπειρία» από αυτές που μεγαλώνουν μέσα σου με τρόπους που δεν είναι προφανείς.
Ετσι αρέσει και στην ίδια τη δημιουργό του να περιγράφει το σινεμά της, ένα κράμα μυθοπλασίας, τεκμηρίωσης και αναπαράστασης, μια βουτιά στην ανθρώπινη επιθυμία, το σώμα που μεταβάλλεται, τη μνήμη που χάνεται και τη ζωή που δεν σταματά να εκπλήσσει με όσα κρύβει στις πιο σκοτεινές διαδρομές του μεγάλου ταξιδιού κάθε ανθρώπου.
Λίγο πριν το «Obscuro Barroco» - δεύτερη ταινία της μετά το «Erotica, Exotica, Etc.» - προβληθεί στις αίθουσες ανά την Ελλάδα, η Ευαγγελία Κρανιώτη στέλνει μήνυμα στο Flix από τα δικά της «αποκαλυπτικά» ταξίδια.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη
Πώς ξεκίνησε το ταξίδι του Obscuro Barroco;
Η Λατινική Αμερική κατέχει μια μοναδική θέση ανάμεσα στις διαδρομές μου, είναι ο τόπος που μου επιτρέπει να αναθεωρώ συνεχώς το που ανήκω. Επιπλέον, εκεί ανακάλυψα τον δικό μου Νέο Κόσμο, τον κινηματογράφο: κινηματογράφησα για πρώτη φορά όταν εγκαταστάθηκα στη Βραζιλία, που μέσα από ένα γεωγραφικό παιχνίδι αντικατοπτρισμών εξελίχθηκε στην δική μου προέκταση της Ελλάδας. Από την ελληνική νοσταλγία μέσα στην τροπική νύχτα γεννήθηκε κι η πρώτη μου ταινία, το «Exotica, Erotica, Etc.». Εκτοτε διατηρούσα πάντα ένα είδος ανοιχτού λογαριασμού κι ευγνωμοσύνης προς το Ρίο ντε Τζανέιρο, ο ηδονισμός του οποίου με έσπρωξε στο σινεμά. Αυτό το «χρέος» με οδήγησε στη δημιουργία του Obscuro Barroco.
Πόσο διαμορφωσε την πορεία του ταξιδιου το ίδιο το Ριο ντε Τζανέιρο;
Επέλεξα να κάνω αυτή την ταινία το 2016 σε μια κομβική χρονική συγκυρία για την Βραζιλία, κατά την οποία η παλιά της πρωτεύουσα, το Ρίο, έγινε η πρώτη πόλη της Λατινικής Αμερικής που φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Oπως απεδείχθη, επρόκειτο για μια χρονιά που στιγματίστηκε από σκοτεινά οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα αλλά και έντονες κοινωνικές αναταράξεις. Αυτό το απροόβλεπτα τεταμένο κλίμα έγινε κομμάτι της ταινίας. Γενικότερα, στο μέτρο που το «Obscuro Barroco» ήταν ένας ανοιχτός διάλογος με την πόλη, το ίδιο το Ρίο μου προσέφερε μια πληθώρα στιγμών και καταστάσεων που επηρέασαν οργανικά το ταξίδι και το έργο μου.
Πως γεννήθηκε η αντίφαση του τίτλου;
Για μένα η αντίφαση δεν βρίσκεται στον τίτλο, αλλά στην ουσία των πραγμάτων. Ξεκινάει μάλιστα από την ίδια τη λέξη, το πορτογαλικό barroco, που κατά βάση σημαίνει «πέρλα με ψεγάδια».
Η έννοια του Μπαρόκ είναι σημαντική για την κατανόηση της ταινίας αλλά κυρίως της βραζιλιάνικης ταυτότητας. Κατά την περίοδο αυτή αποκρυσταλλώνονται οι αποικιοκρατικοί δεσμοί που ενώνουν το Νέο Κόσμο με την Ευρώπη. Το ίδιο το καρναβάλι ως μια απο τις εκφάνσεις του υβριδικού Βραζιλιάνικου Μπαρόκ, είναι δημιούργημα των πολιτισμικών συνοθυλευμάτων και των φυλετικών προσμείξεων της αποικιοκρατίας. Τότε επίσης είναι που ο homem barroco κάνει την εμφάνισή του στη λογοτεχνία ως τραγικός ήρωας που βρίσκεται σε μόνιμη σύγκρουση ανάμεσα στο πνεύμα και στο σώμα. Αυτός ο πρωταρχικός διχασμός της ανθρώπινης ψυχής που αντιπαραθέτει τη λογική στο ένστικτο, βιώνεται όχι μόνο μέσα από τη διονυσιακή τελετή του καρναβαλιού αλλά και από τον δυαδισμό του φύλου.
Oπως οι κυρτοί όγκοι του μπαρόκ προκύπτουν από τη σύνθεση αρμονικών μορφών και παραμορφώσεων, έτσι και το αστικό τοπίο του Ρίο είναι η πεμπτουσία του μετασχηματισμού: «αν το Ρίο ήταν άνθρωπος, θα ήταν τραβεστί» λέει η πρωταγωνίστρια Λουάνα Μουνίζ που δημιούργησε τον εαυτό της κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση αυτής της ολότελα δοσμένης στην μεταμόρφωση πόλης. Θα περίμενε λοιπόν κανείς πως το Ρίο είναι το κατεξοχήν μέρος στον κόσμο όπου η εξοικείωση με την πράξη της μεταμόρφωσης ειναι δεδομένη, τόσο λόγω του καρναβαλιού, όσο και λόγω της πανσεξουαλικής φύσης που διεισδύει στην πόλη. Oμως η Βραζιλία έχει τα πρωτεία στους φόνους διεμφυλικών ατόμων παγκοσμίως και η εκεί queer κοινότητα πασχίζει για τα αυτονόητα. Επιπλέον ενώ πρόκειται για μια κουλτούρα που χρωστάει πολλά στο δέσιμο της λευκής με τη μαύρη φυλή αλλά και την ινδιάνικη, ο ρατσισμός είναι βαθιά ριζωμένος και τα πεπρωμένα ακόμα κρίνονται από την περισσότερο ή λιγότερο σκούρα απόχρωση του δέρματος. Σε έναν τόπο όπου η θρησκεία, η πατριαρχία και οι λευκές ελίτ καθορίζουν τους κοινωνικούς ρόλους, τα «ψεγάδια της πέρλας» παραμένουν δυστυχώς πολλά.
Η γνωριμία σου με τη Λουάνα Μουνίζ πόσο καθόρισε τον κεντρικό άξονα της ταινίας;
Η Λουάνα ηταν μια ντίβα με όλη τη σημασία της λέξης, αλλά ταυτόχρονα και μια ακτιβίστρια με πολιτικό λόγο και πλούσιο κοινωνικό έργο. Ήταν δε από τις λίγες εκπροσώπους της queer κοινότητας για την οποία είχαν γίνει ντοκιμαντέρ, εκθέσεις και βιβλία στη Βραζιλία και στην Ευρώπη. Μιλούσε πέντε γλώσσες και μπορούσε να συνεννοηθεί σε άλλες τόσες γιατί είχε ζήσει ή διασχίσει περισσότερες από πενήντα χώρες. Στη Βραζιλία εκπρόσωπούσε πολλά σωματεία της LGBTQ κοινότητας του Ρίο ντε Τζανέιρο, διατηρούσε ξενώνα όπου προσέφερε βοήθεια σε τραβεστί που ξεκινούσαν τη διαδικασία αλλαγής τους, αλλά και σε όποιον είχε ανάγκη. Ως ενδειξη σεβασμού, οι ίδιες οι τραβεστί που προστάτευε, οι άστεγοι που βοηθούσε αλλά και πολλοί απλοί πολίτες που τη συναντούσαν στο δρόμο, την αποκαλούσαν Μητέρα Λουάνα. Hταν γνωστή ως Rainha da Lapa, Βασιλισσα της Λάπα, της μποέμ περιοχής του Ρίο στην καρδιά του οποίου ζούσε. Μάλιστα μετά τον αναπάντεχο θάνατό της στο τέλος των γυρισμάτων, η πλατεία Joao Pessoa κάτω από το σπίτι της καταχωρήθηκε στο Google maps ως Praça Luana Muniz προς τιμήν της.
Κινηματογράφησα τη Λουάνα κατά τη διάρκεια αυτού που έμελλε να είναι ο τελευταίος χρόνος της ζωής της. Την συνάντησα οταν πήγα να ζητήσω την άδειά της για να κάνω κάποια γυρίσματα στην περιοχή της και τελικά η αμοιβαία σύνδεσή μας, μας ώθησε να δουλέψουμε μαζί. Όσο τη γνώριζα καλύτερα, τόσο ένιωθα πως άγγιζα την άγρια καρδιά αυτής της πόλης. Κι ενώ συνέχιζα τα γυρίσματα μου σε όλα τα άλλα « μέτωπα », ξεκίνησα μια σειρά από συζητήσεις μαζί της που, κατά τη διάρκεια τεσσάρων ταξιδιών, πήραν τη μορφή εμπειριών και πειραμάτων — όπως ήταν η ηχογράφηση του βιβλίου Agua Viva (Ζωντανό Νερό) της Κλάρις Λισπέκτορ, αποσπάσματα του οποίου η Λουάνα διαβάζει στην ταινία. Αν δεν υπήρχε η Λουάνα, κάποιος άλλος θα ήταν κεντρικος χαρακτήρας στο Obscuro Barroco. Αλλά η ταινία σίγουρα δεν θα ήταν αυτό που είναι.
Συνειδητοποίησα την ελληνικότητά μου μακριά από την Ελλάδα, όπως συνειδητοποίησα και την πολλαπλή μου ταυτότητα μέσα από την κινηματογράφηση. Αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα για μένα. Σε ό,τι κάνω υπάρχει ένα ρεύμα συνείδησης που με ενώνει με το κέντρο μου. Η Μεσόγειος και οι Τροπικοί είναι δύο κόσμοι στους αντίποδες στους οποίους πάντα επιστρέφω: ο προσωπικός μου ορισμός της πατρίδας αγκαλιάζει την κίνηση από το ένα σύμπαν στο άλλο. Σαν ένα λάστιχο που κανείς τραβά μακριά κι εκείνο με δύναμη τον φέρνει πίσω στο σημείο εκκίνησης, μα η φυγόκεντρός του τον τινάζει ακόμα παραπέρα, στην άλλη πλευρά. Η σκέψη, η αφετηρία και ο προορισμός μου, είναι για μένα πάντα ελληνικά. Ομως στο ενδιάμεσο χωράει ολόκληρος ο κόσμος.
Τι είναι αυτό που σε ενδιαφέρει στα θέματα ταυτότητας, φύλου και ερωτισμού που πρωταγωνιστούν και στις δύο τελευταίες σου ταινίες;
Είχα κάποτε πει πως η πρώτη μου ταινία ήταν μια δήλωση αγάπης σ᾽εκείνους τους ξεχασμένους, κρυμμένους κι αγνοημένους άνδρες και γυναίκες, των οποίων οι επικίνδυνες διαδρομές αλλά και η ίδια η μοναξιά τους, συμβάλλουν παραδόξως ουσιαστικά, στην λειτουργία των κοινωνιών μας. Αυτό βρίσκει απόηχο και στη δεύτερη μου ταινία. Στο «Exotica, Erotica, Etc.» μ΄ενδιέφερε η ανησυχία που οδηγεί στη φυγή μέσα από τα ταξίδια και τις ερωτικές σχέσεις. Στο «Obscuro Barroco» επικεντρώθηκα σε μια άλλου είδους ανησυχία, αυτή που βιώνει κανείς μέσα στο ίδιο του το σώμα, τον ίλιγγο του φύλου. Και στις δυό περιπτώσεις με ενδιαφέρει ο άνθρωπος, η επιθυμία ως υπαρξιακός πυρετός, το σώμα ως μνήμη, η συνείδηση του τέλους.
Τι θέλεις να αισθανθεί ο θεατής του «Obscuro Barroco»;
Πως περιπλανιέται σε σκοτεινές περιοχές με μεγάλη τρυφερότητα.
Η Ελλάδα που ακριβώς νομίζεις ότι «κρύβεται» μέσα στις ταινίες σου;
Συνειδητοποίησα την ελληνικότητά μου μακριά από την Ελλάδα, όπως συνειδητοποίησα και την πολλαπλή μου ταυτότητα μέσα από την κινηματογράφηση. Αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα για μένα. Σε ό,τι κάνω υπάρχει ένα ρεύμα συνείδησης που με ενώνει με το κέντρο μου. Η Μεσόγειος και οι Τροπικοί είναι δύο κόσμοι στους αντίποδες στους οποίους πάντα επιστρέφω: ο προσωπικός μου ορισμός της πατρίδας αγκαλιάζει την κίνηση από το ένα σύμπαν στο άλλο. Σαν ένα λάστιχο που κανείς τραβά μακριά κι εκείνο με δύναμη τον φέρνει πίσω στο σημείο εκκίνησης, μα η φυγόκεντρός του τον τινάζει ακόμα παραπέρα, στην άλλη πλευρά. Η σκέψη, η αφετηρία και ο προορισμός μου, είναι για μένα πάντα ελληνικά. Ομως στο ενδιάμεσο χωράει ολόκληρος ο κόσμος.
Τι έμαθες για σένα μετά το ταξίδι σου με το «Obscuro Barroco»;
Να έχω εμπιστοσύνη.
Γυναίκα δημιουργός που φτιάχνει ταινία με την ταινία το δικό της διακριτό, χαρακτηριστικό στιλ. Πόσο εύκολο είναι αυτό στο σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο;
Ούτε εύκολο, ούτε δύσκολο. Για να συμβεί πρέπει κανείς να αφιερωθεί συνειδητά σ΄αυτό, με την έννοια πως από μόνη της δεν υπάρχει μια τέτοια προνομιακή θέση που περιμένει κάποιον ή κάποια για να την καταλάβει. Δημιουργείται και κατακτιέται βήμα βήμα, ταινία με την ταινία.
Πώς θα περιέγραφες εσύ το σινεμά σου; Πόση σχέση έχει με το ντοκιμαντέρ; Πόση με την μυθοπλασία;
Η κινηματογράφηση είναι η δική μου προσωπική απάντηση στη γοητεία που ασκεί επάνω μου ο κόσμος. Δεν μ΄ενδιαφέρουν οι κατηγορίες, μ΄ενδιαφέρουν οι εμπειρίες. Στράφηκα καταρχήν στην πραγματικότητα γιατί σ΄αυτήν είχα άμεση προσβαση. Παρολαυτά τα ντοκιμαντέρ μου μοιάζουν με φιξιόν φτιαγμένες από στιγμές cinéma-verité, σαν αρχαιολογία του μέλλοντος. Νομίζω πως ο εύστοχος χαρακτηρισμος «φιλμική εμπειρία» που είχες χρησιμοποιήσει εσύ ο ίδιος για το Obscuro Barroco, ταιριάζει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι το σινεμά μου γενικότερα. Κι αυτή είναι μια πολύτιμη, οργανική διάσταση που σκοπεύω να διατηρήσω και στο πέρασμά μου προς την μυθοπλασία, όταν έρθει η ώρα.
To «Obscuro Barroco» θα προβληθεί στις 25 Απριλίου στις 19:30 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, στο Δαναό από τις 26 Απριλίου μέχρι και τις 2 Μαΐου στις 22:15 (εκτός από Δευτέρα 30 Απριλίου) και στις 29 Απριλίου στις 16:30, στις 25 Απριλίου στις 21:00 στη Θεσσαλονίκη (στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές»), στις 25 Απριλίου στις 21:30 στην Πάτρα στον κινηματογράφο Πάνθεον, στις 25 Απριλίου στις 22:00 στην Αμαλιάδα (στο CineCinema). Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για τις προβολές της ταινίας από το CineDoc εδώ.
*Obsuro Barroco στις 22:15 (εκτός από Δευτέρα) & Κυριακή στις 16:30