H ταινία
Δύο γυναίκες που δείχνει να τις χωρίζει μια άβυσσος - η μητέρα ενός τρομοκράτη του ISIS και η μητέρα ενός θύματος τρομοκρατικού χτυπήματος το 2016 στις Βρυξέλλες - χτίζουν μια απροσδόκητη φιλία που κορυφώνεται με την απόφασή τους να γράψουν μαζί ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Κόντρα στη βία και το μίσος, η σχέση τους δυναμώνει και μεταμορφώνεται σε ένα γυναικείο μανιφέστο ανθρωπιάς, ευαισθησίας κι ελπίδας.
H σκηνοθέτης
H Μάρθα Μπουζιούρη είναι σκηνοθέτης θεάτρου ντοκιμαντέρ. Είναι επίσης συνιδρύτρια της ελληνικής εταιρίας παραγωγής PLAYS2PLACE και καλλιτεχνική διευθύντρια του Διεθνούς Δικτύου Θεάτρου Ντοκιμαντέρ. Σπούδασε στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν και στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ. Πραγματοποίησε το Μεταπτυχιακό της στις Πολιτισμικές Σπουδές & Επικοινωνία, και φέτος αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Η δουλειά της στο θέατρο, η οποία έχει διακριθεί στην Ελλάδα και διεθνώς για την ευαίσθητη, ανθρωποκεντρική προσέγγισή της, εστιάζει σε ευαίσθητα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, εξερευνώντας περιοχές όπως η γυναικεία ταυτότητα, η έμφυλη βία, το τραύμα, ο ρατσισμός, η ριζοσπαστικοποίηση και η τρομοκρατία. Το γαλλόφωνο ντοκιμαντέρ «À deux voix» που ανέπτυξε στο πλαίσιο του CIRCLE Women Doc Accelerator με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και του ΥΠΠΟΑ, είναι το κινηματογραφικό της ντεμπούτο.
5 ερωτήσεις για το «À deux voix»
Πώς επιλέξατε το θέμα της ταινίας σας, ποια ήταν η αρχική ιδέα, ποια η ανάγκη να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία;
Την ιστορία της Sophie και της Fatima δεν την είχα από πριν σε κάποιο συρτάρι του μυαλού μου, δεν την γνώριζα καν. Επεσα πάνω της τυχαία το 2021, το διάστημα που βρισκόμουν στο Παρίσι, ως καλλιτεχνική υπότροφος του Γαλλικού Ινστιτούτου και της Cité internationale des arts, προετοιμάζοντας μια παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ με αφορμή τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι. Θυμάμαι να είμαι έγκλειστη στη Cité (ήταν η περίοδος της δεύτερης καραντίνας), κάνοντας έρευνα για τη ριζοσπαστικοποίηση και την τυφλή βία, και να πέφτω επάνω σε ένα άρθρο στα φλαμανδικά που με τη βοήθεια του google translate, (μου) εξιστορούσε την απροσδόκητη φιλία μεταξύ δύο γυναικών: τη μαμά ενός νεαρού που έφυγε για να κάνει τζιχάντ στη Συρία και να καταταχθεί στο ISIS, και τη μαμά ενός θύματος τρομοκρατικού χτυπήματος. Εκείνη τη στιγμή, κάτι μέσα μου μετακινήθηκε. Επόμενες κινήσεις: αναζήτηση των δύο γυναικών στα social media, αποστολή μηνύματος όπου εκφράζω την επιθυμία να τις γνωρίσω, τηλεφωνική επικοινωνία, ορισμός πρώτης συνάντησης, τρένο για τις Βρυξέλλες, άφιξη στο σπίτι της Sophie, σε λίγο θα φτάσει από την Αμβέρσα και η Fatima και στο τραπέζι την περιμένουν καφές και πραλίνες. Τις κοιτάζω και ξέρω ήδη πως αυτή η απρόσμενη, ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, δυνατή γυναικεία φιλία είναι η πιο ανθρώπινη και η πιο βαθιά πολιτική πράξη, και πρέπει η ιστορία τους να φτάσει εκεί έξω. Νομίζω πως οι ιστορίες μάς υιοθετούν και όχι το ανάποδο...
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση του να είσαι σκηνοθέτης στην Ελλάδα σήμερα; Τι σας δυσκόλεψε στην πραγματοποίηση της ταινίας, τι σας έφερε μεγάλη χαρά, ή τι σας εξέπληξε - θετικά ή αρνητικά;
Η ιδιότητα του σκηνοθέτη είναι από τη φύση της ταυτισμένη με την πρόκληση, παντού και πάντα. Εντάξει, στην Ελλάδα ίσως λίγο ή αρκετά περισσότερο: είμαστε μια μικρή αγορά, μια εκκολαπτόμενη βιομηχανία (για την ώρα περισσότερο βιοτεχνία), και οι ευκαιρίες να φτιάξει κανείς μια ταινία με επαρκή χρόνο προετοιμασίας και με όχι ασφυκτικά οικονομικά δεδομένα είναι σαφώς περιορισμένες. Από την άλλη, έχει μια διεστραμμένη γλύκα η made-in-Greece δημιουργία μιας ταινίας: είναι μια χειροποίητη, συνωμοτική, συλλογική πράξη στην οποία αφιερώνονται εξαιρετικά ταλαντούχοι συνεργάτες, και αναφέρομαι σε όλα τα δημιουργικά πόστα και στάδια. Εχουμε ένα πραγματικά αξιόλογο και καταρτισμένο κινηματογραφικό δυναμικό, κι αυτό είναι συγκινητικό κι εμπνευστικό κι ισοφαρίζει τις οποίες οικονομικές-παραγωγικές αντιξοότητες.
Στη δική μου περίπτωση, προσγειώθηκα με την πρώτη μου ταινία εν μέσω covid σε μια ξένη χώρα, δουλεύοντας σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική μου, με ένα δύσκολο κι ευαίσθητο θέμα χωρίς την «ασφάλεια» της μυθοπλασίας. Κοιτώντας πίσω, δεν μπορώ να μην σταθώ πρώτα απ’ όλα σε δύο σπάνιες γυναίκες - τη Fatima Ezzarhouni και τη Sophie Pirson - τις ηρωίδες της ταινίας μου. Η εμπιστοσύνη, η αλήθεια και η τρυφερότητα που εκπέμπουν ήταν ο αόρατος οδηγός που έδεσε όλους τους δημιουργικούς συντελεστές σε μια συμπαγή ομάδα που, με σεβασμό και πίστη στη δύναμη της ιστορία τους, έγινε αρωγός για να φτάσει αυτή στον κόσμο. Τους είμαι ευγνώμων.
Είναι οι πλατφόρμες και η νέα πραγματικότητα του streaming μια ευκαιρία για τη διανομή και προβολή της μικρού μήκους ταινίας; Πού στέκεστε στο δίλημμα αίθουσες ή πλατφόρμες;
Δεν το βλέπω ακριβώς ως δίλημμα. Η αισθητηριακή και συναισθηματική εμπειρία της αίθουσας θα είναι πάντα εκεί όπου χτυπά η καρδιά μου, ωστόσο η νέα συνθήκη των πλατφορμών δεν είναι απαραίτητα ανταγωνιστική. Ισα-ίσα, θα μπορούσε να λειτουργήσει επικουρικά, ως απάντηση στις περιορισμένες ευκαιρίες διανομής της μικρού μήκους ταινίας εκτός φεστιβάλ, δίνοντας την ευκαιρία στους δημιουργούς να επικοινωνήσουν το έργο τους σε μεγαλύτερα, ετερόκλητα και απομακρυσμένα ακροατήρια, και ταυτόχρονα να αναζητήσουν/συναντήσουν οι ίδιοι άλλους δημιουργούς, να αποκτήσουν μια αίσθηση «κοινότητας». Επιπλέον, η αμεσότητα πρόσβασης, η ευελιξία και η ποικιλία περιεχομένου της πλατφόρμας, όταν δεν καταλήγει αποπροσανατολιστική σαν βόλτα σε πολυκατάστημα, είναι μεγάλη υπόθεση. Η εικόνα ενός μοναχικού ανθρώπου μπροστά σε μια τηλεόραση με έθλιβε και με συγκινούσε πάντα την ίδια στιγμή, κι αυτή η εικόνα επανήλθε - με άλλα χαρακτηριστικά αλλά οικεία αίσθηση - στη διάρκεια της καραντίνας. Εκείνη την πρωτόγνωρη περίοδο για όλ@ μας, «η συντροφιά της πλατφόρμας» υπήρξε μεγάλο καταφύγιο και παραμυθία. Με έκανε να σκεφτώ πώς ίσως η καλή εκδοχή αυτής της νέας πραγματικότητας θα μπορούσε να καταρρίψει φραγμούς που οφείλονται και σε άλλα αίτια όπως η φυσική απόσταση, η μη προσβασιμότητα για λόγους υγείας, το ταξικό χάσμα κλπ.
Τι σημαίνει το Φεστιβάλ Δράμας για σας, αλλά και για το σημερινό ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο; Τι σημαίνουν οι συνεχείς επιτυχίες της ελληνικής ταινίας μικρού μήκους στο διεθνές τοπίο;
Το ντοκιμαντέρ «À deux voix» είναι το κινηματογραφικό μου ντεμπούτο - αυτή λοιπόν είναι η πρώτη μου φορά στο φεστιβάλ Δράμας και πραγματικά νιώθω μεγάλη χαρά και ανυπομονησία που η πρώτη μου ταινία ξεκινάει το ταξίδι της στην Ελλάδα από αυτή τη σημαντική αφετηρία. Το φεστιβάλ Δράμας είναι σημείο αναφοράς - είναι με ένα τρόπο η αρχή των πάντων. Από εκεί ξεπηδούν νέα ταλέντα, ιδέες, φόρμες και τάσεις που ενθαρρύνονται από το μικρό format σε επίπεδο δημιουργικού πειραματισμού και αναζήτησης γλώσσας-ταυτότητας. Είναι σημαντικό να ξέρεις πως ειδικά στο ξεκίνημά σου υπάρχει ένας θεσμός ισχυρός και συμπεριληπτικός, που ευνοεί την εξωστρέφεια και συνεχώς δυναμώνει εντός κι εκτός συνόρων, δυναμώνοντας μαζί την προσήλωση των δημιουργών στο όραμά τους και την επιθυμία του κοινού να τους γνωρίσει.
Ο,τι κι αν γίνει το σινεμά θα επιβιώσει γιατί...
...θα ψάχνω πάντα το χέρι σου στο σκοτάδι.
Δείτε εδώ το τρέιλερ του «À deux voix»:
À deux voix | Με τις Fatima Ezzarhouni και Sophie Pirson | Σενάριο, σκηνοθεσία: Μάρθα Μπουζιούρη | Διεύθυνση φωτογραφίας: Nathalie Durand | Μοντάζ: Χρήστος Γιαννακόπουλος | Πρωτότυπη μουσική: Coti K. | Ηχοληψία: Gianluca Kegelaert, Lancelot Herve - Mignucci | Sound Design: Χρήστος Γιαννακόπουλος | Sound Mix: Λέανδρος Ντούνης | Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικολίτσα Αγγελακοπούλου | Colorist: Μάνος Χαμηλάκης | Γραφιστικός σχεδιασμός poster: Θοδωρής Πετρόπουλος | Image post-production: Authorwave | Παραγωγός: Βασίλης Χρυσανθόπουλος | Συμπαραγωγοί: Annabella Nezri, Πάνος Μπίσδας | Παραγωγή: PLAYS2PLACE (Ελλάδα) | Σε συμπαραγωγή με: Kwassa Films (Βέλγιο) και Authorwave (Ελλάδα) | Με την υποστήριξη του ΕΚΚ και του ΥΠΠΟΑ