Συνέντευξη

Ο Χρήστος Αδριανόπουλος αναρωτιέται τι 'ν' αυτό που το λένε αγάπη και για πόσο ζει

στα 10

«Στον Ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα», η Νότα και ο Ηλίας θυμούνται ότι ίσως αγαπήθηκαν κάποτε.

Ο Χρήστος Αδριανόπουλος αναρωτιέται τι 'ν' αυτό που το λένε αγάπη και για πόσο ζει

Στο ρεαλιστικό επίπεδο, στη διάρκεια τής καραντίνας ο Χρήστος πέρασε πολύ χρόνο κινηματογραφώντας τη γιαγιά του, τη Νότα, βίο και πολιτεία με εξαιρετική ικανότητα και τώρα στο pilates mat και τον παππού του, τον Ηλία, που ξεδιπλώνει αρχιτεκτονικά σχέδια όχι με τοίχους και πόρτες, αλλά με οικογενειακά δέντρα και στατιστικά ανατιμήσεων.

Στο κινηματογραφικό επίπεδο, στο ντεμπούτο τού σκηνοθέτη, δυο άνθρωποι σε προχωρημένη ηλικία ζουν παράλληλες ζωές στο ίδιο σπίτι, στον ίδιο γάμο. Αγαπιούνται; Αγαπήθηκαν ποτέ; Ο Χρήστος Αδριανόπουλος φέρνει το στίχο τής Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στην επισφράγηση τής ταινίας του και μιλά στο Flix για το τι σημαίνει συμβίωση, απώλεια, χρόνος, ή τι του έμαθαν γι' αυτά δυο άνθρωποι που αγάπησε πολύ.

Διαβάστε όσα μας είπε, λίγο πριν την πρεμιέρα της ταινίας στο Διαγωνιστικό Τμήμα Newcomers του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Κάνετε μια ταινία για τη ζωή και, ταυτόχρονα, για την απώλεια, ανθρώπων ή... συστατικών των ανθρώπων: ποια είναι, για σας, η δύναμη που κρατά τον άνθρωπο στη ζωή;

Αρχικά όλα κρατιόμαστε στη ζωή από τύχη, τίποτα δεν μας εγγυάται την μακροζωία. Αν έχουμε σαν δεδομένο την τύχη, τότε αυτό που θεωρώ σημαντικό είναι να παράγουμε κάποιο έργο. Nα υπάρχει μέσα μας η φωτιά της δημιουργίας και της εξέλιξης. Οταν αυτή η δημιουργία σταματήσει, τότε αρχίζει το σώμα και ο εγκέφαλος να μας εγκαταλείπουν. Για παράδειγμα ο παππούς Ηλίας έζησε μέχρι τα 99 του, επειδή αυτή η φωτιά της δημιουργίας δεν έσβηνε. Με τις ώρες καθόταν στο γραφείο του και διάβαζε έτσι ώστε να δημιουργήσει την χειρόγραφη έρευνα που εμφανίζεται στην ταινία. Οταν σταμάτησε, άρχισε και η αποσύνθεση.

Αμα το σκεφτώ ρομαντικά, που με εκφράζει και περισσότερο, αυτό που μπορώ να μοιραστώ είναι ότι θα κρατιόμαστε στη ζωή για όσο καιρό θα μπορούμε να εκτιμάμε τη γεύση του κερασιού και τις μικρές ομορφιές που υπάρχουν γύρω μας. Οταν χαθούν αυτές οι στιγμές, έχει χαθεί και η δύναμη που κουβαλάμε για τη ζωή σε αυτόν τον παράλογο κόσμο.

Αυτό το μέσο σου επιτρέπει να δημιουργείς όνειρα και αναμνήσεις με τη δυνατότητα να τις βλέπεις όποτε θέλεις και όσες φορές θέλεις.»

Είναι εκπληκτικό το «αρχιτεκτόνημα» του Ηλία με το οικογενειακό δέντρο, τις σημαντικές χρονολογίες, τα στατιστικά στοιχεία. Μάλλον το ντοκιμαντέρ σας είναι το μόνο μέρος όπου βρίσκεται, πια. Πιστεύετε ότι η τέχνη, το σινεμά, κάνει τα πράγματα να διαρκούν για πάντα;

Η πρώτη φορά που σήκωσα την κάμερα για να βιντεοσκοπήσω ήταν όταν ζούσα στην Αμερική. Ζούσα με τη μαμά μου και αποφάσισα να δημιουργήσω ένα μικρό ταινιάκι γι’αυτήν. Η μητέρα μου τότε είχε διαγνωστεί με καρκίνο, και είχα αποφασίσει να την ακολουθώ σε προσωπικές στιγμές, π.χ. όταν ξύριζε τα μαλλιά της ή πήγαινε για χημειοθεραπεία. Η σκέψη μου πίσω από αυτό το έργο ήταν να κάνω αθάνατη αυτή την περίοδο της ζωής της. Να υπάρχει αυτό το υλικό για να το δει όταν γίνει καλά και να νιώθουμε χαρούμενοι που τα κατάφερε, γι' αυτό και το είχα ονομάσει «Here comes the sun». Εν τελει όμως η μητέρα μου πέθανε και έμεινα εγώ με αυτό το υλικό.

Τότε κατάλαβα την δύναμη που έχει αυτό το μέσο. Σου επιτρέπει να δημιουργείς όνειρα και αναμνήσεις με τη δυνατότητα να τις βλέπεις όποτε θέλεις και όσες φορές θέλεις. Οπως και με αυτό το ντοκιμαντέρ, ο παππούς μου έχει μείνει αθάνατος και, μαζί με αυτόν, ίχνη από το έργο που τόσα χρόνια δημιουργούσε. Αν δεν υπήρχε αυτό το ντοκιμαντέρ το έργο του θα είχε χαθεί ολοσχερώς.

στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Γιατί αποφασίσατε αυτή εδώ να είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας; Πώς ήρθε η ιδέα;

Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου. Είχα μια ανάγκη όταν μου ήρθε αυτή η ιδέα να την εξερευνήσω. Ο πρώτος στόχος ήταν να πάω να μείνώ μαζί τους για λίγες μέρες τον Δεκέμβριο του 2020 και ό,τι έβγαινε από αυτό. Τι πιο όμορφο όμως, αυτό το ταξίδι να είναι και η πρώτη μεγάλου μήκους που φτιάχνω.

Η ιδέα είχε γεννηθεί από τον καιρό που σπούδαζα στο πανεπιστήμιό στη Νέα Υόρκη. Πάντα ονειρευόμουν να κινηματογραφήσω τη ζωή της γιαγιάς και του παππού. Ως παιδί, ήμουν περίεργος για τη δυναμική της σχέσης τους και ήθελα να την εξερευνήσω περαιτέρω. Οταν τελικά επέστρεψα στην Ελλάδα, αυτό το όνειρο ήταν όλο και πιο κοντά. Μια μέρα επισκέφτηκα τον παππού και τη γιαγιά και όταν, φεύγοντας, έκλεισα την πόρτα πίσω μου, το μυαλό μου πλημμύρισε από ερωτήσεις. Συνειδητοποίησα ότι τους γνώριζα μόνο σε συγκεκριμένο πλαίσιο και δεν τους είχα δει ποτέ σε καταστάσεις όπου ήμουν σχεδόν αόρατος. Αυτό πυροδότησε μια περιέργεια μέσα μου και άρχισα να αναρωτιέμαι αν μιλούσαν μεταξύ τους ή αν κάθονταν στο ίδιο δωμάτιο όταν δεν ήμουν εκεί.

Η μεγαλύτερη ερώτησή μου ήταν, αν αγαπιόντουσαν. Εχοντας αυτή την ερώτηση στο μυαλό, ξεκίνησα αυτό το προσωπικό ταξίδι.

Νομίζω μονό οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας χαίρονται τόσο πολύ μόνο και μόνο από την ύπαρξή μας στον ίδιο χώρο.»

Περάσατε πολύ χρόνο με τον παππού και τη γιαγιά σας, πόσο πιστεύετε ότι τους επηρέασε αυτό; Πώς ένιωσαν με την κάμερα να τους παρακολουθεί; Εσείς πόσο «αυτολογοκριθήκατε», ίσως, σε πιο προσωπικές στιμές; Για παράδειγμα είναι συγκινητικά στην Αίγινα τα πλάνα από τη μισόκλειστη πόρτα του υπονοδωματίου, που δεν ανοίγει ποτέ.

Αυτό που μου έδινε χαρά με το γύρισμα αυτού του ντοκιμαντέρ είναι ότι πέρασα τόσο χρόνο μαζί τους. Ενιωθα τη χαρά που τους έδινε ο χρόνος που περνάγαμε μαζί. Αυτό με έκανε πανευτυχή. Νομίζω μονό οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας χαίρονται τόσο πολύ μόνο και μόνο από την ύπαρξή μας στον ίδιο χώρο.

Η γιαγιά μου είναι «σταρ» και παίζει με την κάμερα. Ο πάππους μου από την άλλη όχι και τόσο αλλά το αποδέχθηκε. Οσο πέρναγε ο καιρός η παρουσία μου έγινε συνώνυμη με την κάμερα, οπότε είχε πλέον εξαφανιστεί και δεν δίνανε καμία σημασία σε αυτήν. Ο στόχος μου ήταν να βιντεοσκοπήσω την αλήθεια που βίωνα ενώ τους παρατηρούσα, μέχρι ένα σημείο όμως.

Για παράδειγμα ο παππούς μου κάποιο καιρό πριν φύγει από την ζωή είχε χάσει κάθε ίχνος διαύγειας. Εγώ σε αυτές τις στιγμές δεν μπορούσα να τον τραβήξω επειδή ένιωθα ότι θα τον εκμεταλλευόμουν. Θα καταπατούσα αυτήν την εμπιστοσύνη που μου είχε δώσει. Επίσης δεν ήθελα να κάνω αθάνατες αυτές τις στιγμές της ζωής του επειδή ούτε ο ίδιος θα το ήθελε. Χαίρομαι που αναφέρονται αυτά τα πλάνα με την μισόκλειστη πόρτα επειδή κι εγω τα αγαπάω πολύ. Ο λόγος που είναι συγκινητικά είναι κυρίως επειδή υπάρχει η αίσθηση του κρυφού και «απαγορευμένου». Οπως είπε και η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, «Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω την ζωή».

Η διαδικασία της ταινίας, σάς έκανε να δείτε τη Νότα και τον Ηλία, ανθρώπους που προφανώς γνωρίζετε πολύ καλά, με κάποια διαφορετική οπτική;

Θα έλεγα πως όχι, οι εντυπώσεις που ήδη είχα ενισχύθηκαν. Μέσα από αυτό το ταξίδι όμως έμαθα για τη ζωή και τη συντροφικότητα. Για το οποίο είμαι ευγνώμων.

Τι δυσκολίες ή εμπόδια συναντήσατε στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ;

Αυτό το ντοκιμαντέρ μου ήταν σχετικά εύκολο να το τραβήξω επειδή δεν χρειάστηκε από την πλευρά μου να χτίσω κάποια σχέση τους συμεντέχοντες. Ηδη υπήρχε αγάπη και εμπιστοσύνη, εγώ έπρεπε να έχω την κάμερα μου και να τους παρατηρώ. Οι δυσκολίες ήρθαν στο συναισθηματικό κομμάτι που θα υπήρχαν, είτε τράβαγα είτε όχι. Αν και πιστεύω ότι επειδή έμπαινα σε αυτό το μυστήριο τρανς που βιώνει κανένα όταν τραβάει ένα ντοκιμαντέρ, μου επέτρεψε να αποστασιοποιηθώ από αυτό που βίωνα.

Οταν συνειδητοποίησα ότι η γιαγιά πέταξε τα χαρτιά του παππού ήμουν πολύ νευριασμένος και στεναχωρημένος. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ήταν σαν ένας δεύτερος θάνατος και θα λειτουργούσε στην ταινία. Συνέχισα να τραβάω και μέσα από αυτήν τη διαδικασία απέβαλλα τα νεύρα μου και συγχώρεσα την γιαγιά μου. Είδα πόσο είχε στεναχωρηθεί. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν στο μονταζ - πώς μέσα από ένα προσωπικό ντοκιμαντέρ, μπορείς να δημιουργήσεις έναν κόσμο, που οι θεατές μπορούν να ακολουθήσουν την ιστορία και να έχουν χώρο να φέρουν τη δικιά τους αλήθεια. Αυτή είναι και η μεγάλη παγίδα σε προσωπικές δουλειές. Να υπάρχει μια ισορροπία, για μην γέρνει προς την εσωτερική κατανάλωση. Ελπίζω να το έχω πετύχει.

στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Πώς επηρέασε η πανδημία, οι καραντίνες, τους ίδιους τους ήρωές σας, αλλά και, κυρίως, τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ;

Η καραντίνα εμπόδισε την γιαγιά μου να πηγαίνει στο γυμναστήριο και τον παππού μου να μας πηγαίνει στα «Σκαλάκια», την αγαπημένη του ταβέρνα. Πέρα από αυτές τις εξόδους δεν θα άλλαζε κάτι. Βασικά η καραντίνα επέτρεψε σε εμένα να πάω να μείνω μαζί τους. Να είμαι συγκεντρωμένος 100% σε αυτόν τον κόσμο, μιας και δεν υπήρχε κάτι έξω από την πόρτα του σπιτιού που με δελέαζε να φύγω. Με ένα παράδοξο τρόπο η καραντίνα ήταν βοηθητική στη δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ. Ευγνώμων για τον εγκλεισμό σίγουρα δεν είμαι όμως.

Γίνεται κάποιος ν' αγαπά και να μην αγαπά κάποιον ταυτόχρονα;

Αρχικά θέλω να πω ότι χαίρομαι που δημιούργησα ένα έργο που επιτρέπει σε αυτές τις ερωτήσεις να υπάρχουν. Κάτι σωστό θα έκανα. Είναι ένα μυστήριο και μια άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Πιστεύω όμως, ότι είτε αγαπάς είτε δεν αγαπάς. Η αγάπη εμπεριέχει στιγμές απέχθειας ή μίσους αλλά πριν κλείσεις τα μάτια σου για να κοιμηθείς η αγάπη θα μείνει στην καρδιά σου.

Φτάνεις στην ηλικία που η φυσική ύπαρξη του άλλου ανθρώπου, έστω και σε διπλανό δωμάτιο, δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας.»

Γελάσατε όταν αποφασίσατε να κρατήσετε τη σκηνή για τον Νικόλα Γιατρομανωλάκη;

Αυτή η σκηνή έχει μείνει από τα πρώιμα στάδια του μονταζ της ταινίας, μου φαίνονταν αστεία στιγμή, και ενδιαφέρων ο τρόπος που καταναλώνουν ειδήσεις τα άτομα γύρω μας.

Γιατί αποφασίσατε να κρατήσετε τη σκηνή όπου η Νότα μιλά για τη θηριωδία των Γερμανών κατακτητών;

Η γιαγιά μου ξεκίνησε να αναφέρεται στους Γερμανούς επειδή τους είδε στο όνειρό της. Τα όνειρα από μικρό παιδί μού εξάπταν το ενδιαφέρον. Τα θεωρούσα σαν μια νέα μορφή ανάμνησης. Μπορούμε να ανακαλέσουμε όνειρα απο γεγονότα που μας έχουν στιγματίσει. Οπότε, βλέποντας τη γιαγιά μου, που έχει άνοια και είναι κατάκοιτη, να αναβιώνει αναμνήσεις μέσα απο τα όνειρά της μου φάνηκε ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα ο πρώτος άντρας της γιαγιάς μου και ο «πραγματικός» παππούς μου, ήταν επιζών από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Μια σύνδεση μεταξύ των δυο με έκανε να κρατήσω αυτήν την στιγμή

Ο Ηλίας και η Νότα, τουλάχιστον σ' αυτή τη φάση της ζωής τους, διανύουν παράλληλες πορείες στο ίδιο σπίτι, στον ίδιο χρόνο, στην ίδια ζωή. Πόσο συνηθισμένο θεωρείτε ότι είναι αυτό στα ζευγάρια;

Οταν δυο άνθρωποι μεγαλώνουν και είναι μαζί για τόσα χρόνια πιστεύω ότι είναι λογικό το κάθε άτομο να θέλει και το δικό του χώρο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δυο διαφορετικών κόσμων κάτω από την ίδια στέγη. Η συντροφικότητα εξελίσσεται με τον χρόνο, δεν αναζητάς τα ίδια. Φτάνεις στην ηλικία που η φυσική ύπαρξη του άλλου ανθρώπου, έστω και σε διπλανό δωμάτιο, δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας. Η μοναξιά στα τελευταία στάδια της ζωής μας είναι τρομαχτικό για πολλά από εμάς.

στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Τι σημαίνει για σας ο στίχος από το ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, που δίνει και στην ταινία τον τίτλο της;

Αρχικά η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ήταν πολύ καλή φίλη της γιαγιάς μου. Από μικρό παιδί έχω αναμνήσεις με τη γιαγιά και την Κατερίνα να κάθονται στα καφενεία στην Αίγινα μιλώντας και πίνοντας. Οπότε πέρα από το ότι το ποίημα ταιριάζει στο ντοκιμαντέρ και το αγαπάω πολύ, λειτουργεί και σαν ένα όμορφο μοιρολόι από την καλή φίλη της γιαγιάς.

Ο στοίχος Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα μου δημιουργεί μια γείωση και συνειδητοποίηση. Είναι ένας αλλόκοτος τρόπος να περιγράψεις τη λέξη ελευθερία. Υπάρχουμε σε έναν κόσμο που μας σφυροκοπάει με πληροφορίες, τοξικές ενέργειες και ευτελείς ανάγκες. Το ποίημα είναι μια πρόσκληση: Κλείνεις την πόρτα με τη βαβούρα έξω, ανοίγεις την καρδιά σου και αποδέχεσαι τη γύμνια σου. Φέρνοντας το εαυτό σου σε αυτή τη συνθήκη υπάρχει μια απελευθέρωση: μια επαναστατική πράξη. Στον ουρανό του τίποτα ταξιδεύουμε στα όνειρα και στον θάνατό μας. Για να το βιώνουμε πρέπει να αποδεχθούμε εμάς και το αστείο που λέγεται ζωή.

Στο ντοκιμαντέρ επιλέγετε να μη δώσετε πληροφορίες για την πρότερη ζωή της Νότας και του Ηλία, παρότι μοιάζουν μυθιστορηματικές, ειδικά της Νότας. Γιατί κάνατε αυτή την επιλογή;

Οι πληροφορίες που έδωσα στην ταινία είχαν κύριο σκοπό τη δημιουργία των χαρακτήρων, βοηθώντας στην κατανόηση της σχέσης τους και αυτών των ίδιων σαν διαφορετικά σύμπαντα. Βασικός στόχος ήταν να κάνω μια ταινία για τη σχέση τους και για τη ζωή τους στο παρόν.

Στην πραγματικότητα δεν πιστεύω ότι η γιαγιά μου ερωτεύτηκε τον παππού, σε αντίθεση με αυτόν. Βρήκαν όμως ένα τρόπο να μπορούν να συμβιώσουν.»

Γιατί τελειώνετε την ταινία, μάλλον πικρά, με τον Ηλία να λέει «έτσι κι αλλιώς δεν μ' αγάπησες πολύ»; Τελικά ο Ηλίας και η Νότα αγαπιούνταν;

Η γιαγιά μου είναι ένα σκληρό άτομο χωρίς φίλτρο. Αν και έχει αυτόν τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα, η λέξη ενσυναίσθηση δεν κυριεύει τη ζωή της, με αποτέλεσμα να μπορεί να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της και να πληγώσει. Προς το τέλος του ντοκιμαντέρ με τη βοήθεια της άνοιας αυτή η ενσυναίσθηση έχει χαθεί από το λεξιλόγιο. Αυτή είναι η αλήθεια της γιαγιάς, όμως εγώ ως σκηνοθέτης και μοντέρ ένιωθα άσχημα οπότε ήθελα να φέρω μια ισορροπία για την δικιά μου καρδιά.

Στην πραγματικότητα δεν πιστεύω ότι η γιαγιά μου ερωτεύτηκε τον παππού, σε αντίθεση με αυτόν. Βρήκαν όμως ένα τρόπο να μπορούν να συμβιώσουν. Το να πω ότι η γιαγιά μου δεν αγάπησε τον παππού μου είναι σκληρό. Για εμένα η μεγαλύτερη ένδειξη αγάπης είναι ότι μέχρι το τέλος η γιαγιά μου τον πρόσεχε, τον σήκωνε όταν έπεφτε, και δεν τον άφησε να πεθάνει μόνο του.


Το «Στον Ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα» του Χρήστου Αδριανόπουλου θα προβληθεί στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στις 9 Μαρτίου στις 20.00 και στις 10 Μαρτίου στις 14.00, και τις δυο φορές στην αίθουσα Σταύρος Τορνές, ενώ θα είναι διαθέσιμη για περιορισμένες προβολές και online.

στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα