Ο Αλέξης Αλεξίου είναι, με δυο λόγια, ένας από τους αγαπημένους μας σκηνοθέτες. Μετρημένος ως προφίλ, πληθωρικός στο σύμπαν που, κάθε φορά, κατασκευάζει για την οθόνη, είναι ένας δημιουργός σινεμά «είδους» και, ταυτόχρονα, ένα είδος από μόνο του στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά.
Διατρέχοντας μια φιλμογραφία που, πια, μετρά δυο δεκαετίες, σκηνοθέτης της φόρμας, της επιστημονικής φαντασίας, των αναφορών, της μνήμης, του πάθους, της μελαγχολίας πολλές φορές, παρουσίασε μόλις τη μικρού μήκους «Γιώτα Τελεία Ωμέγα» στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης κι ετοιμάζεται για το γύρισμα της νέας μεγάλης ταινίας του, στην Εύβοια. Χωρίς καθυστέρηση, αρπάξαμε την ευκαιρία και ζητήσαμε από τον Αλέξη Αλεξίου να μας μιλήσει για παιδικά όνειρα κι ενήλικες προσγειώσεις, για αναφορές κι αγάπες, για ταινίες που δεν έγιναν κι άλλες που γεννιούνται, για τη γενιά του, τη χώρα του, το δικό του κόσμο. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
Ο Κλαρκ Κεντ Είναι ο Σούπερμαν!
Πώς κοιτάζεις σήμερα πίσω στις μικρού μήκους σου; Θεωρείς ότι είχαν ήδη το στίγμα του δικού σου σινεμά; Ποιο θα έλεγες ότι είναι αυτό;
Δεν ξαναβλέπω τις ταινίες μου. Οταν ολοκληρωθούν έχω μόνο μια ανάμνηση από αυτές. Στόχος μου ήταν μέσα από τις μικρού μήκους να πειραματιστώ όσο μπορώ χρησιμοποιώντας πολλαπλά φορμά (super8, ασπρόμαυρο φιλμ 16mm, super16, 35mm) και εναλλακτικούς τρόπους αφήγησης. Από την άλλη, από τα πρώτα μου σενάρια θα έλεγα ότι με κάποιο περίεργο τρόπο προέκυπταν ιστορίες με βαθιά εμμονικούς και δυσλειτουργικούς ήρωες, στη γκρίζα ζώνη του καλού και του κακού, που αντιμάχονται τους εαυτούς τους, παλεύουν με τα πάθη και τις αδυναμίες τους.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το μέλλον είναι ήδη εδώ και δεν είναι όμορφο. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε γι’ αυτό.»
Τρεις από τις μικρού μήκους μου («Ο Κλαρκ Κεντ Είναι ο Σούπερμαν!», «Με Θυμάσαι;» και «Αριστείδης ο Αλόπεκας»), παρότι πολύ διαφορετικές σε φόρμα και περιεχόμενο, συνθέτουν μια άτυπη τριλογία με θέμα την αδυναμία ενηλικίωσης. Είναι μια θεματική που διατρέχει, σε δεύτερο ίσως επίπεδο, και τις υπόλοιπες δουλειές μου. Αν το σκεφτεί κανείς αυτή ακριβώς η αδυναμία, ή και άρνηση, της ενηλικίωσης βρίσκεται πίσω από την επιθυμία του να κάνει κανείς σινεμά, να πλάθει και να αφηγείται ιστορίες.
Αριστείδης ο Αλόπεκας
H πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία ήταν η "Ιστορία 52", το 2008: πόσο διέφερε τότε η κατάσταση στο ελληνικό σινεμά σε σχέση με τώρα; Τι ήταν ευκολότερο, τι δυσκολότερο;
Την εποχή εκείνη ήταν πολύ δύσκολο για έναν νέο σκηνοθέτη, ακόμη και αν είχε αρκετές μικρού μήκους στο ενεργητικό του, να έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Η «Ιστορία 52» προέκυψε από την ανάγκη και τον περιορισμό αυτό. Εβαλα ως στόχο να κάνω μια αφιλόδοξη ταινία περιορισμένη σε ένα χώρο προσπαθώντας να μειώσω το κόστος παραγωγής. Σήμερα, οι ελληνικές ταινίες έχουν γίνει πολύ πιο εξωστρεφείς, έχουν βρει το κοινό τους αλλά και τη θέση τους στα μεγάλα φεστιβάλ. Υπάρχει ταλέντο και δυναμική αλλά, χωρίς να θέλω να μειώσω την προσπάθεια που γίνεται σε θεσμικό επίπεδο (ΕΚΚ, ΕΡΤ, ΕΚΟΜΕ), συνεχίζει να λείπει ο κεντρικός και ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός, και στην πραγματικότητα η ουσιαστική πολιτική βούληση. Κατά συνέπεια παραμένουν, με μεγαλύτερη ένταση από ποτέ, και τα δομικά προβλήματα χρηματοδότησης της ελληνικής ταινίας. Την ίδια στιγμή διανύουμε και μια περίοδο απότομης και κάπως στρεβλής ανάπτυξη της ελληνικής τηλεοπτικής παραγωγής και των ξένων σέρβις. Αν κάποτε το πρότυπο της εθνικής μας κινηματογραφίας ήταν να πλησιάσει σε δυναμική χώρες όπως η Δανία ή η Ρουμανία, τώρα, σύμφωνα και με δηλώσεις των πολιτικών μας, ακολουθεί το παράδειγμα αμφιλεγόμενων φορολογικών παραδείσων όπως η Μάλτα. Απ’ όσο ξέρω, η τελευταία δεν παράγει ούτε εξάγει το δικό της σινεμά.
Με Θυμάσαι;
Το 2010 τα ελληνικά πράγματα (τα κινηματογραφικά) καθορίστηκαν από τους «κινηματογραφιστές στην ομίχλη». Πιστεύεις ότι το κίνημα αυτό άλλαξε την κατάσταση; Με ποιον τρόπο; Και με ποιον τρόπο δεν προχώρησε αρκετά;
Οι κινηματογραφιστές στην ομίχλη πέτυχαν εν μέρει το στόχο τους. Αυτός δεν ήταν άλλος από το να φτιαχτεί ένα σύγχρονο πλαίσιο (νόμος Γερουλάνου) που θα αυτο-ρύθμιζε την κινηματογραφική παραγωγή και θα την έκανε σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από την κρατική ενίσχυση-παρέμβαση. Αυτό που δεν είχε προβλεφθεί ήταν ότι, πριν καλά- καλά ο νόμος λειτουργήσει, μια «άβγαλτη» κυβέρνηση, εντελώς αψυχολόγητα, θα τον κατεδάφιζε (καταργώντας το ειδικό τέλος στο κινηματογραφικό εισιτήριο, την υποχρέωση των συνδρομητικών καναλιών να επενδύουν στο σινεμά κ.ο.κ.) και μαζί θα διέλυε όλο το πλαίσιο (αυτό)χρηματοδότησης της εθνικής παραγωγής. Προφανώς και η ίδια κυβέρνηση έφτιαξε τον ΕΚΟΜΕ και πολύ καλά έκανε. Αλλά και ο θαυμαστός αυτός νέος θεσμός, πριν προλάβει να ορθοποδήσει, ήρθε μια επόμενη (υπερ)φιλόδοξη κυβέρνηση να αυξήσει στα ουράνια και σε επίπεδα (παγκόσμιου) ρεκόρ την επιδότηση (cash rebate) των μεγάλων ξένων παράγωγων γονατίζοντας μοιραία τη ρευστότητα του νεόκοπου φορέα, εισάγοντας παράλληλα συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και δυσχεραίνοντας την ήδη ασθμαίνουσα εγχώρια παραγωγή. Η τελευταία, ελλείψει πια κινηματογραφικών συνεργείων, επαρκών πρωτογενών χρηματοδοτήσεων και, κυρίως, ρευστότητας, έμεινε για μια ακόμη φορά να φυτοζωεί. Το τελευταίο διάστημα γίνονται προσπάθειες αναδιοργάνωσης από τους εμπλεκόμενους φορείς, αλλά η ιστορία του ελληνικού σινεμά όπως ξέρουμε όλοι θυμίζει το γνωστό λαϊκό μύθο της Αρτας.
Ιστορία 52
Η «Ιστορία 52» πήγε στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ όταν ακόμα οι ελληνικές ταινίες δύσκολα διαγωνίζονταν στα a-list Φεστιβάλ, ένα χρόνο πριν η «Στρέλλα» πάει στο Βερολίνο κι ο «Κυνόδοντας» στις Κάννες. Θεωρείς ότι αυτή η συμμετοχή βοήθησε την πορεία των ελληνικών ταινιών; Τη δική σου πορεία;
Ηταν μια εποχή που τα διεθνή φεστιβάλ δεν υπήρχαν μέσα στα πλάνα και τη λογική μας. Προτεραιότητα ήταν απλά να κάνουμε σινεμά. Δεν είχαμε ιδέα τι θα ακολουθήσει. Οταν με τη δεύτερη προσωπική μικρού μήκους μου («Με Θυμάσαι;») είχα ταξιδέψει για πρώτη φορά σε σημαντικά φεστιβάλ είχα εντυπωσιαστεί. Δεν ήταν κάτι που περίμενα. Ηταν μια ταινία που το φεστιβάλ Δράμας είχε απορρίψει. Αντίστοιχα, κάπως έτσι απρόσμενα η «Ιστορία 52» βρέθηκε στο Ρότερνταμ και από εκεί ξεκίνησε μια μάλλον πρωτόγνωρη για την εποχή εκείνη φεστιβαλική καριέρα. Από την άλλη, ήταν θέμα χρόνου, αν όχι μια επόμενη γενιά δημιουργών, έστω μια διαφορετική φουρνιά ταινιών να κάνει αργά ή γρήγορα την εμφάνισή της. Η Ελλάδα είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Υπάρχει επίσης μια δυναμική νέα γενιά. Η διαφορά είναι ότι τα νέα παιδιά είναι πιο συνειδητοποιημένα επαγγελματικά - ίσως γιατί ενηλικιώθηκαν μέσα σε πολύ αντίξοες οικονομικά συνθήκες.
photo credit: Διονυσία
Κρίνοντας από τις ταινίες σου, θα έλεγε κανείς ότι σ' ενδιαφέρει πρωτίστως η φόρμα στο σινεμά, ότι δουλεύει με εικόνες - ισχύει αυτό; Πώς ξεκινάς μια ταινία; Πώς νιώθεις για το γράψιμο ενός σεναρίου;
Είναι γνωστό ότι αγαπώ το σινεμά είδους. Εχω πει ότι αυτό που εκτιμώ στα κινηματογραφικά είδη είναι η καθαρότητα της φόρμας τους και κυρίως η ειλικρίνεια και η ταπεινότητα στις προθέσεις τους. Μια ταινία είδους δεν σε κοροϊδεύει. Σπάνια μεταμφιέζεται σε «υψηλή» τέχνη. Ο δημιουργός σπάνια κοιτάζει τους ήρωες, και κατά συνέπεια τον θεατή, αφ’ υψηλού. Σπάνια παριστάνει τον παντογνώστη της ανθρώπινης κατάστασης - κάτι δυστυχώς όλο και πιο σύνηθες στο σύγχρονο art-house.
Τετάρτη 04:45, διεθνές & teaser poster (Γ. Τασιούλας)
Οταν ξεκινάω να γράφω βοηθάει πολύ να ξέρω, έστω σε αδρές γραμμές, το είδος που υπηρετώ, που καθορίζει την ατμόσφαιρα και τους αφηγηματικούς κώδικες, από τους οποίους στη συνέχεια συνειδητά μπορείς να αποκλίνεις ή και να διαστρέψεις, σε βαθμό τέτοιο που να οδηγήσεις το θεατή σε αχαρτογράφητα νερά. Σημασία όμως έχει στον πυρήνα της αφήγησης να πλάσεις χαρακτήρες αληθινούς, τους οποίους θα αφήνεις ελεύθερους να δρουν και να καθοδηγούν οργανικά την πλοκή. Οι εικόνες αλλά και η φόρμα προκύπτουν από το είδος που οι ιστορίες και οι χαρακτήρες υπηρετούν, και το ανάποδο. Το είδος και η ιστορία υπηρετούν φυσικά τους χαρακτήρες. Φόρμα, ατμόσφαιρα, είδος και περιεχόμενο άλλωστε είναι όλα αλληλένδετα, δεν υπάρχει το ένα δίχως το άλλο.
Στα γυρίσματα του «Τετάρτη 4:45»
Η «Τετάρτη» είναι ξεκάθαρα ένα από τα ομορφότερα νουάρ, ελληνικά σίγουρα, αλλά και διεθνή σύγχρονα. Τι ανάμνηση κρατάς από την ταινία; Τι από τη συνεργασία σου με τον Στέλιο Μάινα;
Κρατάω πολλά. Σίγουρα τη συνεργασία με το Στέλιο όσο και με τον Δημήτρη Τζουμάκη. Δυο θαυμάσιους συνεργάτες και ηθοποιούς. Αλλά και με το υπόλοιπο εξαιρετικό καστ. Τον Γιώργο Συμεωνίδη, τον Mimi Branescu, τον Αδάμ Μπουσδούκο, τη Μαρία Ναυπλιώτου, τη Νικολίτσα Ντρίζη, τον Γιώργο Γάλλο, τα πολλά νέα παιδιά και την πολύ δυνατή ομάδα συνεργατών - με αρκετούς από τους οποίους παραμένουμε στενοί φίλοι. Από τα γυρίσματα θυμάμαι τα εξαντλητικά νυχτερινά ωράρια, τα δύσκολα στησίματα με τα αυτοκίνητα στους δρόμους της Αθήνας και την ατελείωτη βροχή.
Αν το σκεφτεί κανείς αυτή ακριβώς η αδυναμία, ή και άρνηση, της ενηλικίωσης βρίσκεται πίσω από την επιθυμία του να κάνει κανείς σινεμά, να πλάθει και να αφηγείται ιστορίες.»
Πόσο καθοριστική ήταν στη δουλειά σου η σχέση σου με τον Γιώργο Τασιούλα;
Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε στην προετοιμασία της «Τετάρτης 04:45». Μέχρι τότε τα storyboards των ταινιών μου τα έκανα μόνος μου. Εψαχνα κάποιον να το κάνει καλύτερα από μένα και να διαχειριστεί ένα σαφώς μεγαλύτερο όγκο δουλειάς. Αμέσως δέσαμε σαν ομάδα. Υπήρξε ο στενότερος ίσως συνεργάτης αλλά και φίλος όλα αυτά τα χρόνια. Συζητούσαμε και ανταλλάσσαμε σχεδόν σε καθημερινή βάση ταινίες, βιβλία, μουσικές και ιδέες για σενάρια. Ο Γιώργος ήταν ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης με βαθιά αντίληψη και αγάπη για το κινηματογραφικό μέσο. Ταυτόχρονα είχε ένα εντυπωσιακό και ανεξάντλητο εύρος γνώσης σε όλα τα πεδία - στη μουσική, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική. Δουλέψαμε αρκετά πρότζεκτ και ιδέες μαζί. Ανάμεσα σε αυτά και η αρτιότερη ίσως δουλειά του σε επίπεδο storyboard, μια ταινία μεγάλου μήκους («Μεσόγεια») που ελπίζω κάποτε να πραγματοποιηθεί. Σπάνια σχέδιο κινηματογραφικής ταινίας έχει αποτυπωθεί με τόση λεπτομέρεια και εκφραστικότητα στο χαρτί. Εφυγε ξαφνικά. Λείπει σε όλους μας πάρα πολύ.
Μεσόγεια, storyboards, 1η σκηνή
**Είχες ενεργό ρόλο στη «Λεωφόρο» - πώς θεωρείς ότι συνέβαλε στη συνείδηση του κοινού για τις ταινίες του”60, '70 και του '80; Ποια στιγμή, ξεχωριστή, κρατάς στη μνήμη σου;
Η Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Σινεμά ήρθε να καλύψει ένα κενό. Συζητώντας με πολύ κόσμο, ακόμα και συναδέλφους της δικής μας και νεότερης γενιάς, συνειδητοποιήσαμε ότι πολλοί αγνοούσαν ένα μεγάλο κομμάτι της κινηματογραφικής μας ιστορίας. Ταυτόχρονα και εμείς οι ίδιοι θέλαμε να δούμε, να ξαναδούμε και να εξερευνήσουμε καλύτερα κάποιες «απρόσιτες» ή δυσεύρετες ταινίες από το μακρινό ή και κοντινό μας παρελθόν και να βρούμε τη σύνδεσή τους με το σινεμά της σημερινής γενιάς. Το εγχείρημα της «Λεωφόρου» απέδειξε ότι υπάρχει κοινό που διψάει να ανακαλύψει τις σημαντικές και άγνωστες πτυχές του ελληνικού κινηματογράφου, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι πολλές από τις καλές ταινίες που διαδέχθηκαν το ηθογραφικό σινεμά του ΠΕΚ συνεχίζουν να είναι και σήμερα εξίσου μοντέρνες και επίκαιρες. Είναι σημαντικό πως η επιτυχία της «Λεωφόρου» άνοιξε το δρόμο για μια γενικότερη συζήτηση γύρω από την διάδοση και διάσωση της κινηματογραφικής μας κληρονομιάς, αλλά και για μια σειρά από δράσεις όπως το «Χώρα σε βλέπω», κομμάτι του οποίου είναι και η ψηφιακή αποκατάσταση των ταινιών αυτών. Θυμάμαι την πρώτη μέρα στο Αστορ, όπου όλοι είχαμε την αγωνία αν θα εμφανιστεί «ψυχή». Τελικά η αίθουσα γέμισε ασφυκτικά. Ηταν συγκινητικό να βλέπεις νέους σκηνοθέτες να παρουσιάζουν στο κοινό εμβληματικούς δημιουργούς του ΝΕΚ (όπως ο Δήμος Θέος, ο Σταύρος Τσιώλης, ο Γιώργος Κόρρας, ο Γιώργος Πανουσόπουλος και πολλούς άλλους) με τους οποίους θεωρητικά τους χώριζαν δεκαετίες. Αυτός ήταν και ένας από τους στόχους της «Λεωφόρου» - κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν: διαφορετικές γενιές δημιουργών, που τελικά τους συνδέουν αρκετά κοινά, να βρεθούν και να συνομιλήσουν στον ίδιο χώρο. Παρεμπιπτόντως, εκείνη η ημέρα συνεχίστηκε επεισοδιακά με τον Απόστολό Δοξιάδη να στέλνει επιστολή και να αποκηρύσσει την πρώτη του ταινία («Υπόγεια Διαδρομή»). Νομίζω η πρώτη βραδιά ήταν από κάθε άποψη «ιστορική».
Η «μνήμη» είναι μια έννοια που διαπερνά τις ταινίες σου. Τι σημαίνει για σένα «μνήμη»; Πόσο κοντά ζεις στις αναμνήσεις σου;
Στο «Τούγκο Τούγκο» οι τρεις ήρωες πουλάνε σε ένα εργαστήριο τα όνειρα και τις αναμνήσεις τους. Στον «Σούπερμαν» ο Μίλτος προσπαθεί εμμονικά να επιστρέψει στις παιδικές του μνήμες. Στο «Με θυμάσαι;» ο ενήλικας ήρωας Μιχάλης Μιχαήλ συνυπάρχει χωροχρονικά και «στοιχειώνει» τον 11χρονο εαυτό του (ή το ανάποδο;). Ο Αριστείδης ο Αλόπεκας και η αδερφή του βιώνουν ξανά και ξανά το θάνατο του πατέρα τους. Ο Ιάσονας της «Ιστορίας 52» προσπαθεί μανιωδώς να ξαναζήσει τις τελευταίες στιγμές της σχέσης του προσπαθώντας να τις «διορθώσει». Στην «Τετάρτη» ο Στέλιος προσπαθεί να διασώσει την εικόνα του μαγαζιού του και την ανάμνηση ενός τρόπου ζωής που πλέον δεν υπάρχει. Η «Ι.Ω» μέσα από το ημερολόγιό της προσπαθεί να ανασυνθέσει τα θραύσματα του παλιού κόσμου. Ολοι μας εγκλωβιζόμαστε λίγο πολύ στις μνήμες μας, στα στιγμιότυπα του παρελθόντος, στο βάρος που αυτά κουβαλάνε καθώς και στην εικόνα που προβάλουμε για τους εαυτούς μας μέσα σε ένα υποθετικό, εξιδανικευμένο μέλλον. Καλό θα ήταν να απαλλαγούμε από όλα αυτά. Από την άλλη, χωρίς τα φορτία αυτά θα ήμασταν μάλλον αδιάφοροι κινηματογραφικοί χαρακτήρες.
Τούγκο Τούγκο
Πριν από ένα χρόνο περίπου ήταν να ξεκινήσεις γύρισμα στην επόμενη μεγάλου μήκους ταινία σου, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Θέλεις να μοιραστείς τα γεγονότα και τα συναισθήματά σου;
Η ταινία που θα γυριζόταν είχε τίτλο «Μεσόγεια». Γράψαμε το σενάριο με την Αφροδίτη Νικολαΐδου. Πρόκειται για μια ιστορία εγκλήματος που διαδραματίζεται στα περίχωρα της Αττικής. Ηρωίδα είναι μια γυναίκα που προσπαθεί να ρίξει φως στα γεγονότα γύρω από το θάνατο του παιδιού της. Ταυτόχρονα το σενάριο σκιαγραφεί το πορτραίτο μια ολόκληρης κοινότητας. Ηταν ένα πρότζεκτ που προετοίμαζα με τεράστια λεπτομέρεια επί πέντε χρόνια. Μαζί με τον Γιώργο Τασιούλα σχεδιάσαμε την ταινία πάνω στους πραγματικούς χώρους όπου θα γινόντουσαν τα γυρίσματα, σε περισσότερες από δύο χιλιάδες σελίδες storyboard και αμέτρητα καρέ. Η ταινία ήταν έτοιμη να γυριστεί. Επί 4-5 μήνες ένα ολόκληρο τιμ ανθρώπων δούλευε πυρετωδώς. Είχαν γίνει οι προσλήψεις του συνεργείου και όλων των συνεργατών. Επί μήνες κάναμε πρόβες με τους ηθοποιούς. Είχαμε αρχίσει να επιλέγουμε ακόμα και τους βοηθητικούς ηθοποιούς. Είχαν ξεκινήσει να κατασκευάζονται τα σκηνικά, είχαν αγοραστεί ρούχα, props ακόμα και υλικά για κάποια ειδικά εφέ. Μια ακριβώς εβδομάδα πριν την έναρξη των γυρισμάτων, ένας από τους (υποτιθέμενους) συμπαραγωγούς και διανομέας της ταινίας αποφάσισε να αποχωρήσει από το πρότζεκτ με πρόφαση την αύξηση του μπάτζετ, που θα καλυπτόταν, μεταξύ άλλων, από την συμμετοχή μιας τρίτης χώρας (η ταινία ήταν συμπαραγωγή Ελλάδας - Γαλλίας και στη συνέχεια προστέθηκε η Σερβία). Ολο το σχέδιο τινάχθηκε στον αέρα και φυσικά όλα τα χρήματα που είχαν ξοδευτεί σκορπίστηκαν στο δρόμο. Προφανώς και οι ευθύνες, πρωτίστως, των παραγωγών μου ήταν τεράστιες. Σε αυτή τη χώρα ζούμε.
Μεσόγεια, concept art Γιώργος Τασιούλας
Ποια είναι η σχέση σου, από μικρός ως τώρα, με την επιστημονική φαντασία; Πες μας δυο-τρία βιβλία που θεωρείς σπουδαία.
Μεγάλωσα διαβάζοντας πολύ επιστημονική φαντασία και ειδικά τους συγγραφείς του λεγόμενου «Νέου Κύματος» (Philip K Dick, Norman Spinrad, Harlan Ellison κλπ). Αυτό που συνεχίζει να με εντυπωσιάζει στην λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας και στη συγκεκριμένη γενιά, είναι πως, όχι απλώς προέβλεψε πολύ νωρίς όσα ήδη ζούμε, αλλά και πόσο βαθιά ριζοσπαστική παραμένει ακόμα και σήμερα σε επίπεδο πολιτικής σκέψης και κοινωνικής κριτικής. Τέσσερα βιβλία που θα πρότεινα σε κάποιον που θέλει να πέσει στα βαθιά: Δρ Αντερ του Κ.W. Jeter, ίσως το πρώτο κυβερνοπάνκ βιβλίο, ένα ακραία εφιαλτικό μελλοντολογικό όραμα για την παρακμή του ανθρώπινου πολιτισμού. Η Πλημμύρα του J.G.Ballard, ίσως το πιο ποιητικό και μαζί καταθλιπτικό βιβλίο για το τέλος του κόσμου. Τα Αστρα Είναι το Πεπρωμένο μου του Alfred Bester, ένα απολύτως ιδιοφυές, παραληρηματικό έργο. Ο Αιώνιος Πόλεμος του Joe Haldeman ένα συγκλονιστικό αντιπολεμικό έργο, κάτι σαν το «Αποκάλυψη Τώρα» της επιστημονικής φαντασίας.
Γιατί αποφάσισες να κάνεις μια μικρού μήκους ταινία, το «Γιώτα Τελεία Ωμέγα» και γιατί αυτήν την ταινία;
Η ιδέα προέκυψε όταν διάβασα πριν 4-5 χρόνια ένα λογοτεχνικό κείμενο που έγραψε η Ασπασία Λυκουργιώτη και δημοσίευσε στο facebook. Το post μου το επεσήμανε η Αφροδίτη Νικολαΐδου που έκανε τελικά την παραγωγή. Και οι δύο συμφωνήσαμε ότι ήταν γεμάτο κινηματογραφικές εικόνες. Η πρώτη μας αίσθηση-ερμηνεία ήταν ότι το κείμενο χρησιμοποιούσε τη μεταφορά της δυστοπίας και μια ποιητική, φουτουριστική γλώσσα για να μιλήσει για την πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης. Εκπλαγήκαμε όταν η Ασπασία μας αποκάλυψε ότι το έγραψε το 2006 σε ηλικία μόλις 21 χρόνων, εμπνευσμένη από το αληθινό της ημερολόγιο, ενόσω βρισκόταν στις καταλήψεις των πανεπιστημίων, θέλοντας να μιλήσει στην ουσία για τους αγώνες του φοιτητικού κινήματος και τις προσωπικές της αγωνίες. Είναι περίεργο που, παρακολουθώντας κάνεις σήμερα την ταινία, ακούγοντας το voice over, μπορεί να ερμηνεύσει αυτό που βλέπει ποικιλοτρόπως. Αυτό ίσως έχει να κάνει με την αλληγορική δύναμη και τη γοητεία της επιστημονικής φαντασίας.
Γιώτα Τελεία Ωμέγα
Το "«Γιώτα Τελεία Ωμέγα» καθορίζεται από τη χρήση του φιλμ 8μμ. Γενικώς είσαι ένας σκηνοθέτης που δίνει σημασία στην τεχνική, που αξιοποιεί όσα το σινεμά προσφέρει ως μέσο. Τι σε ιντριγκάρει, τι θα ήθελες προσεχώς να «κατακτήσεις» τεχνικά;
Το Super8 είναι αγαπημένο φορμά με το όποιο πειραματίστηκα στις μικρού μήκους. Ο «Κλαρκ Κεντ είναι ο Σούπερμαν!» είναι εξολοκλήρου γυρισμένος στα 8mm, ενώ και στο «Με Θυμάσαι;» το φορμά αυτό έχει καθοριστική δραματουργική και αισθητική παρουσία. Η «Τετάρτη» ήταν η μοναδική ταινία που γύρισα ψηφιακά. Είμαι «παιδί» του φιλμ. Το φιλμ τείνει να εγκαταλειφθεί από τη βιομηχανία καθαρά για λόγους ευκολίας, ταχύτητας και φυσικά κόστους. Παραμένει όμως ως μέσο σαφώς πιο εύπλαστο, χρωματικά (πολύ πιο) πλούσιο και συναισθηματικά εκφραστικό. Δεν υποτιμώ τις δυνατότητες της ψηφιακής εικόνας αλλά θα προτιμούσα, εάν μπορέσω, και στην επόμενη ταινία να επιστρέψω στην «πρωτόγονη» φωτοχημική αισθητική.
Μια ταινία είδους δεν σε κοροϊδεύει. Σπάνια μεταμφιέζεται σε «υψηλή» τέχνη. Ο δημιουργός σπάνια κοιτάζει τους ήρωες, και κατά συνέπεια τον θεατή, αφ’ υψηλού. Σπάνια παριστάνει τον παντογνώστη της ανθρώπινης κατάστασης - κάτι δυστυχώς όλο και πιο σύνηθες στο σύγχρονο art-house.»
Ετοιμάζεις την επόμενη ταινία σου - τι μπορείς να μας πεις γι' αυτήν;
Πρόκειται για ένα «εκτός σεζόν παραθαλάσσιο νουάρ», όπως μου αρέσει να το αποκαλώ, με στοιχεία ταινίας δρόμου. Διαδραματίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στην Εύβοια, σε μέρη που γνωρίζουμε πολύ καλά. Εχουμε γράψει και αυτό το σενάριο με την Αφροδίτη. Βρισκόμαστε σε φάση χρηματοδότησης. Ισως αυτή τη φορά σταθούμε πιο τυχεροί.
φωτογραφία Αρης Ράμμος
Στο «Γιώτα Τελεία Ωμέγα» αποχαιρετάς κάπως ένα κόσμο που τελειώνει. Ποιος είναι αυτός; Προς τα που πηγαίνουμε;
Στην ταινία η ανθρωπότητα υπονοείται ότι ζει στα συντρίμμια ενός πολέμου και η πολεμική της μηχανή, μισό-κατεστραμμένη, ετοιμάζεται για έναν καινούργιο πόλεμο. Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο εχθρός και ποια η απειλή. Ο πλανήτης έχει φθάσει στα όριά του και η λύση είναι ο εποικισμός - διακτίνιση σε έναν άλλο κόσμο. Η ανθρωπότητα είναι ένας ιός που όταν απομυζεί έναν οργανισμό μεταπηδά στον επόμενο. Ο πόλεμος και κάθε πόλεμος διαρκώς μας το επιβεβαιώνει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το μέλλον είναι ήδη εδώ και δεν είναι όμορφο. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε γι’ αυτό.