Ο Αλεξάντερ Πέιν είναι ένα περίεργο υβρίδιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας: γυρίζει ανεξάρτητο σινεμά στην ψυχή, αλλά στην πραγματικότητα έχει πάντα τη στήριξη των στούντιο. Κάνει ταινίες επώδυνα προσωπικές, αλλά πάντα βασίζεται σε βιβλία ή σενάρια τρίτων. Γυρίζει μία χαμηλών τόνων ταινία που θα ανήκε στο Sundance και κερδίζει 6 οσκαρικές υποψηφιότητες (μία εκ των οποίων για την υπέροχη Φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ). Είναι από τους ελάχιστους ελληνικής καταγωγής χολιγουντιανούς παίκτες που δεν σνομπάρει (αντιθέτως) την Ελλάδα, ενώ τα δύο Οσκαρ πάνω στο τζάκι του θα μπορούσαν να τον έχουν κάνει απρόσιτο. Είναι πανέξυπνος, εύστροφος και απολαυστικά σαρκαστικός συνομιλητής, αλλά με μία ζεστή ευγένεια - σήμα κατατεθέν των αμερικανικών μεσοδυτικών Πολιτειών, απ' όπου κατάγεται. Είναι Αμερικανός, με ελληνικό αίμα.
Ο 52χρονος Πέιν μεγάλωσε στη «Nebraska». Σ' αυτήν επιστρέφει με την νέα του ταινία, αν και ο γεωγραφικός τόπος στέκεται ως σύμβολο ενός ευρύτερου παρελθόντος: οι ρίζες μας, η οικογένειά μας, οι γερασμένοι γονείς μας, η χώρα μας σε οικονομική και κοινωνική παρακμή. Ξεχασμένοι άνθρωποι, ξεχασμένα χρόνια, ξεχασμένα όνειρα....
Το Flix μπήκε στο αμάξι του σκηνοθέτη ακολουθώντας την πρόσκλησή του για ένα εξομολογητικό ταξίδι δρόμου, μία επιστροφή στις ρίζες, μέσα από μία συζήτηση που θα θυμόμαστε για καιρό...
Από τα γυρίσματα του «Nebraska»
Κύριε Πέιν, το σενάριο του "Nebraska" είχε έρθει στα χέρια σας πριν από 9 χρόνια. Μεσολάβησαν όμως άλλα πρότζεκτς, στήσατε μια ολόκληρη καριερα στο ενδιάμεσο. Τι σας έκανε να επιστρέψετε σ' αυτό; Γιατί δεν το ξεχάσατε ποτέ;
Πρέπει να σας ομολογήσω ότι όλo αυτό τον καιρό, κάθε 2-3 χρόνια περίπου, το έπιανα στα χέρια μου και το ξαναδιάβαζα. Με φόβο. Ετρεμα ότι δε θα το έβρισκα πια ενδιαφέρον. Οτι θα το είχα ξεπεράσει. Οτι δε θα ήθελα πια να το κάνω. Κι ότι είχα σπαταλήσει το χρόνο του σεναριογράφου και των παραγωγών, οι οποίοι με περίμεναν υπομονετικά όλο αυτό τον καιρό να τελειώσω όλες τις άλλες δουλειές μου. Ομως κάθε φορά με συγκινούσε από την αρχή. Και κάθε φορά ανακάλυπτα μία άλλη στιγμή του που μου μιλούσε προσωπικά. Οταν τελείωσα τους «Απογόνους» δεν ήθελα κανένα κενό. Ηθελα να δουλέψω αμέσως. Και τότε διαπίστωσα ότι δεν είχα τίποτα καλύτερο στα χέρια μου από αυτό το σενάριο. Κι αποφάσισα, επιτέλους, να κάνω το «Nebraska». Μπορώ να σας διαβεβαιώσω όμως: τα χρόνια που πέρασαν, βοήθησαν με τον τρόπο τους να κάνω την καλύτερη δυνατή ταινία. Γιατί εντωμεταξύ, μεγάλωσα. Μεγάλωσαν οι γονείς μου. Οι προσωπικές μου εμπειρίες, η σχέση μου μαζί τους, υφάνθηκαν μέσα στο τελικό σενάριο.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την ταινία σας όλοι νιώσαμε την ανάγκη να τηλεφωνήσουμε στους γονείς μας
Αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση. Βέβαια, εσείς δεν πιάνεστε. Στην Ελλάδα είστε όλοι καλά παιδιά και τηλεφωνείτε στους γονείς τους κάθε μέρα, έτσι δεν είναι; (γελάει)
... ή μας τηλεφωνούν εκείνοι κάθε πέντε λεπτά, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Ομως έχει ενδιαφέρον αυτό που λέτε – ότι με το πέρασμα του χρόνου η ταινία πήρε άλλη, πιο προσωπική μορφή μέσα σας. Οπότε τι πιστεύετε ότι πραγματεύεται; Να συγχωρέσουμε τους γονείς μας; Να τους αποδεκτούμε και να τους αγαπάμε όπως είναι;
Χμμ αυτό είναι επικίνδυνο μονοπάτι. Ποτέ δε θέλω να λέω εγώ τι πραγματεύεται μια ταινία μου. Είμαι απλά ο σκηνοθέτης. Δεν είμαι αυτός που ερμηνεύει ταινίες, είμαι αυτός που απλά τις φτιάχνει. Ομως μπορώ να σας πω τι αγαπώ πολύ στην ταινία – και είναι κάτι που κουβαλούσε κι ο χαρακτήρας του Τζορτζ Κλούνεϊ στους «Απογόνους»: η καλοσύνη. Τι δύναμη μπορεί να κρύβει μία πράξη καθαρόαιμης καλοσύνης. Tο γεγονός ότι αυτό που προσπαθεί να κάνει ο ήρωας είναι να δώσει λίγη αξιοπρέπεια στον ηλικιωμένο πατέρα του. Και για μένα είναι πολύ σημαντικό όταν εμείς, οι γιοί και οι κόρες κάνουμε κάτι τέτοιο για τους γονείς μας: τους δίνουμε πίσω λίγη από την αξιοπρέπεια που χάνουν.
Είναι τόσο σύνθετο, τόσο αρχέγονο πώς οι σχέσεις με τους γονείς μας περνούν όλους αυτούς τους κύκλους. Σαν παιδί τους έχεις για τόσα χρόνια θεοποιήσει ...
...και μετά για χρόνια τους κατηγορείς
...και μετά τους αγαπάς από την αρχή, όπως ακριβώς είναι.
Ετσι είναι. Οπως λέει κι ο Φελίνι στο «8 1/2»: μόνο όταν με αποδεχτείς, όπως ακριβώς είμαι, θα μπορέσεις να με αγαπήσεις αληθινά.
Mε τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ σ' ένα διάλειμμα των γυρισμάτων
Η μελαγχολική κινηματογράφηση των τοπίων, μέσα από το δικό σας βλέμμα και την εξαιρετική φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ. Οι άδειοι δρόμοι, τα έρημα κτίρια, μία παλιά ξεχασμένη Αμερική. Θέλατε η ταινία να ξεφεύγει από τα στενά προσωπικά πλαίσια, να αποτελεί και ένα χτύπημα στην πλάτη στο παρελθόν; Η προηγούμενη γενιά έκανε ό,τι μπορούσε, ας σταματήσουμε να κοιτάμε πίσω, να κατηγορούμε. Ας προχωρήσουμε μπροστά...
Η οικονομική κρίση που έχει χτυπήσει την Αμερική δεν ήταν στο σενάριο που έφτασε στα χέρια μου 9 χρόνια πριν. Ούτε σπεύσαμε να τη γράψουμε τώρα στο σενάριο. Ομως όταν ανοίγεις την κάμερα και καταγράφεις τον κόσμο σε μία συγκεκριμμένη ιστορική στιγμή, η ίδια η ζωή συμπληρώνει την εικόνα. Οταν το βλέμμα και ο φακός σου πέφτει στην Αμερική του σήμερα, ειδικά στα ξεχασμένα ενδιάμεσα κομμάτια της, η αύρα της κρίσης διακατέχει την ταινία σου. Ειδικά όταν τη γυρίζεις σε ασπρόμαυρο φιλμ. Η ταινία μοιάζει να καταγράφει και να συμβολίζει την Νέα Οικονομική Υφεση. Κι αυτό μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Γιατί, ενώ δεν ήταν ούτε στις δικές μου προθέσεις, συνειδητοποίησα ότι κινηματογραφικά δεν έχουμε αποτυπώσει αυτή τη νέα φτώχεια της Αμερικής – τουλάχιστον στο mainstream σινεμά. Μάλλον την αποφεύγουμε. Δεν είναι φωτογενής η φτώχεια.
Εσείς πάντως θέλατε εξ αρχής να γυρίσετε την ταινία ασπρόμαυρη;
Εχω κουραστεί να απαντώ σ' αυτή την ερώτηση. Ναι, φυσικά. Το 99% των ταινιών που αγαπώ είναι ασπρόμαυρες. Το χρώμα μπήκε στο σινεμά για εμπορικούς λόγους. Καλλιτεχνικά όμως, η τέχνη βρίσκεται στο ασπρόμαυρο. Δεν μπορεί να είσαι σκηνοθέτης και να μη θελήσεις να κάνεις μία ασπρόμαυρη ταινία. Το στούντιο φυσικά αντέδρασε. Κι εκεί έθεσα τα όριά μου. Σηκώθηκα κι έφυγα. Ηταν για μένα απαράβατος όρος. Μπορείτε να μου εξηγήσετε κάτι; Είδαν λιγότεροι άνθρωποι το «Οργισμένο Είδωλο» ή το «Μανχάταν» ή τη «Λίστα του Σίντλερ» γιατί ήταν ασπρόμαυρες ταινίες;
Σηκωθήκατε και φύγατε; Επιβεβαιώνετε αυτά που διαβάζουμε για εσάς στις εφημερίδες της χολιγουντιανής βιομηχανίας: σας αναφέρουν ως έναν από τους ελάχιστους «ανεξάρτητους» σκηνοθέτες που επιβάλλονται στα στούντιο. Πώς καταφέρνετε να έχετε και τους δύο κόσμους;
Δεν ξεκινώ να δουλέψω κάτω από διαφορετικούς όρους. Είμαι σκηνοθέτης μικρών, ανθρώπινων ταινιών και πρέπει να έχω τον τελευταίο λόγο. Οχι δεν το κατάφερα από την αρχή. Στην τρίτη ταινία μου, μου επιτράπηκε να αποφασίζω εγώ για το τελικό μοντάζ. Αλλά είναι θέμα θέσης και είναι θέμα τρόπου: αναγνωρίζω ότι έχω ανάγκη τα στούντιο, αλλά θέλω να με αφήνουν ήσυχο; Δεν τους ζητάω λοιπόν μεγάλα μπάτζετ. Βρίσκω τον τρόπο να γυρίζω τις ταινίες με λίγα χρήματα. Εκανα τη «Nebraska» με 13.5 εκατομμύρια δολλάρια – το ξέρω για εσάς είναι υπερβολικό ποσό, αλλά για το Χόλιγουντ είναι χαρτζιλίκι. Κυριολεκτικά τόσο κόστισε απλά το catering στο «World War Z».
Μιλήστε μας λίγο για το πώς χειρίζεστε τους πρωταγωνιστές σας. Πώς πάντα πετυχαίνετε τόσο έντονες, αλλά τόσο νατουραλιστικές ερμηνείες...
Το κάστινγκ είναι όλη η ταινία. Ή για να είμαι πιο δίκαιος: δύο είναι τα σημαντικά στοιχεία στο μοντέρνο, αφηγηματικό σινεμά: το σενάριο και το κάστινγκ. Μετά έχεις την πολυτέλεια να κάνεις και λάθη ως σκηνοθέτης – έβαλες την κάμερα εδώ κι όχι εκεί που έπρεπε; Ποιος στ' αλήθεια νοιάζεται! Αν όμως έχεις ένα δυνατό σενάριο κι έχεις πετύχει το κατάλληλο κάστινγκ, όλα θα πάνε καλά. Τώρα όταν ξεκινάει το γύρισμα, σε κάθε λήψη, σε κάθε σκηνή – μόλις στήσω το πλάνο μου προσπαθώ να ξεχνώ την κάμερα. Συγκεντρώνομαι στους ηθοποιούς. Τους πιστεύω; Μου φαίνονται αληθινοί;
Εχετε δουλέψει με σπουδαίους ηθοποιούς στο παρελθόν. Εχετε γειώσει χολιγουντιανούς σταρ. Αλλά, ειλικρινά τώρα, πώς ήταν να δουλεύει κανείς με τον μύθο που λέγεται Μπρους Ντερν;
Λατρεύω τον Μπρους. Το ταλέντο του, την ενέργειά του, τη φάτσα του, τη φωνή του. Αγαπώ τη γλυκύτητά του – είναι, και κυριολεκτώ, ο πιο γλυκός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Στέκομαι με δέος απέναντι στην 50 χρόνων εμπειρία του. Τον ήξερα λίγο γιατί είχα δουλέψει με την κόρη του, την Λόρα Ντερν, στον «Πολίτη Ρουθ», πριν χρόνια. Σκηνοθετώντας την κόρη, ήξερα πώς να σκηνοθετήσω τον πατέρα – οι ομοιότητες είναι φανερές. Και οι δύο τους θα έκαναν ό,τι τους ζητούσες. Δεν γνωρίζουν φόβο, δεν γνωρίζουν ματαιοδοξία. Για την τέχνη τους θα τολμήσουν τα πάντα – και πιστέψτε με, στα μέρη μας αυτό είναι σπάνιο- αρκεί να σε εμπιστευτούν. Για αυτό με τον Μπρους ακολούθησα την ίδια διαδικασία που είχα κάνει και με άλλους πρωταγωνιστές μου – τον Τζακ Νίκολσον, τον Τζορτζ Κλούνεϊ: για μήνες πριν το γύρισμα, κάναμε παρέα. Βγαίναμε, πίναμε, μιλούσαμε για ό,τι άλλο θέλεις εκτός της ταινίας. Αυτό όμως βοήθησε στο να χτίσουμε μία σχέση εμπιστοσύνης. Και θεωρώ ευλογία ότι ο Μπρους Ντερν –ο Μπρους Ντερν!- με εμπιστεύτηκε. Ηταν το μεγαλύτερο δώρο για μένα.
Υπάρχουν κάποιοι ηθοποιοί που θα θέλατε πολύ να συνεργαστείτε στο μέλλον;
Ω, πάρα πολλοί! Αλ Πατσίνο, Τζιν Χάκμαν, Μέριλ Στριπ, Ντάστιν Χόφμαν... Ελπίζω να βρω τα πρότζεκτ που τους ταιριάζουν και να τους πείσω.
Το «Nebraska» κάνει την πρεμιέρα του στις ελληνικές αίθουσες στις 23 Ιανουαρίου.
Δείτε το τρέιλερ του «Nebraska»
.
Kαι δύο ακόμα σκηνές από την ταινία
.
.
Διαβάστε ακόμη: