Δέκα χρόνια πριν ο Σκοτ Ντέρικσον σκηνοθέτησε το «Sinister», σε σενάριο του ίδιου με τον Σ. Ρόμπερτ Κάργκιλ, μια ανατριχιαστική ταινία τρόμου με πρωταγωνιστή τον Ιθαν Χοκ, η οποία, σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα, αποδείχτηκε πως είναι η πιο τρομαχτική ταινία όλων των εποχών. Μπορεί κάποιοι να συμφωνούν με αυτή την κάπως βαρύγδουπη δήλωση, άλλοι πάλι όχι, το θέμα είναι πως η συγκεκριμένη ταινία (και «Ο Εξορκισμός της Εμιλι Ρόουζ» πριν από αυτήν) σίγουρα άφησαν το δικό τους αποτύπωμα σε ένα κινηματογραφικό είδος που πασχίζει να δικαιωθεί ποικιλοτρόπως καλλιτεχνικά τα τελευταία χρόνια.

Και μπορεί ο Ντέρικσον να έκανε ένα μικρό διάλλειμα από το είδος αυτό για να μπει στο σύμπαν Marvel και να μας δώσει μια από τις πιο τριπαρισμένες και, ταυτόχρονα, εντυπωσιακές της ταινίες, το «Doctor Strange», αυτή τη φορά, όμως, επιστρέφει στις ρίζες του, συνεργάζεται ακόμα φορά με τον Κάργκιλ και μεταφέρει τη μικρή ιστορία του Τζο Χιλ, γιου του Στίβεν Κινγκ, «Black Phone», η οποία είναι μέρος της ανθολογίας του συγγραφέα, «20th Century Ghosts».

Ο Φίνεϊ, ένα ντροπαλό αλλά έξυπνο 13χρονο αγόρι, απάγεται από έναν σαδιστή δολοφόνο και παγιδεύεται σε ένα κλειδωμένο υπόγειο όπου οι κραυγές του δεν ακούγονται πουθενά. Οταν ένα αποσυνδεδεμένο τηλέφωνο στον τοίχο αρχίζει να χτυπά, ο μικρός ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούσει τις φωνές των προηγούμενων θυμάτων του δολοφόνου. Οι νεκροί όμως θέλουν να βεβαιωθούν ότι αυτό που τους συνέβη δεν θα συμβεί και στον μικρό ήρωα.

Ενα από τα πράγματα που συμπεραίνει κανείς βλέποντας τη ταινία είναι κάποιες ομοιότητες της συγκεκριμένης ιστορίας με το «Αυτό» του Στίβεν Κινγκ. Θα μπορούσε άνετα να είναι μια συνοδευτική ιστορία του κλασσικού αυτού μυθιστορήματος, με τον Ντέρικσον να ρίχνει κλεφτές αναφορές σε αυτό εδώ κι εκεί, μόνο που, ευτυχώς για την ίδια την ταινία, δεν τις αφήνει να εξελιχθούν σε τίποτα παραπάνω. Δίκαια ο Ντέρικσον μαζί με τον Κάργκιλ παίρνουν τη μικρή ιστορία του Χιλ και της δίνουν την δική της ταυτότητα δημιουργώντας μια ανυπέρβλητη ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, η οποία την συνοδεύει ως το φινάλε της.

Και αυτό γιατί η ταινία εξελίσσεται την δεκαετία του ’70, μια δεκαετία στην οποία μεγάλωσαν ο Ντέρικσον και ο Κάργκιλ, απεικονίζοντας έτσι τις ζωές των παιδιών της εποχής, όχι όμως με την ανεμελιά και την στερεοτυπική νοσταλγία που έχουμε συνηθίσει. Μιας και η ιστορία του Χιλ δεν έχει πολλά για δώσουν υπόσταση στην πλοκή και στους χαρακτήρες της, οι ίδιοι φαίνεται να προσθέτουν και κάποιες από τις δικές τους προσωπικές, όχι και τόσο ευχάριστες, εμπειρίες παιδικής κακοποίησης, κάνοντας την ιστορία έτσι πιο αληθινά τρομακτική.

Ο Ντέρικσον χτίζει την ατμόσφαιρα του σιγά σιγά σκηνοθετώντας με απόλυτη ακρίβεια τις σκηνές του και κόβοντας πάντα στα σωστά σημεία για να δώσει στο σασπένς την ένταση που χρειάζεται και να δημιουργήσει το μέγιστο αποτέλεσμα, ακόμα και όταν ένα μεγάλο μέρος της ιστρίας εξελίσσεται μέσα σε ένα σκοτεινό και βρώμικο υπόγειο, με τον τρόμο, την αγωνία και τις ανατριχίλες να προσφέρονται διαρκώς στις κατάλληλες δόσεις και όλα αυτά με την ανάλογη συναισθηματική βαρύτητα, ακόμα και όταν μερικές φορές νιώθεις πως κάποιες ιστορίες, όπως η παρομοίωση του δολοφόνου που δέρνει τα παιδιά με την ζώνη με τον αλκοολικό πατέρα του Φιν (ο οποίος κάνει το ίδιο) ή το θέμα της πίστης, μοιάζουν με χαμένες ευκαιρίες που θα έπρεπε να είχαν εξερευνηθεί σεναριακά και σκηνοθετικά περισσότερο.

Η ταινία οφείλει όμως ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της στο καστ και κυρίως στους δυο μικρούς πρωταγωνιστές της, τον Μέιον Τέιμς (Φίνεϊ) και την Μαντλέν ΜακΓκρο (η οποία παίζει την αδερφή του την Γκουέν), αλλά και του Ιθαν Χοκ. Ο Τέιμς παίζει τον ρόλο του εξαιρετικά ως ένα αγόρι που ξαφνικά ξυπνάει στον χειρότερό του εφιάλτη, με μια δυναμική που σπάνια βλέπεις σε τέτοιου είδους ερμηνείες, χωρίς όμως να κρύβει το φόβο που κουβαλά ένα μικρό παιδί. Το ίδιο και με τη ΜακΓκρο, ένας ρόλος που μεγάλωσε αρκετά για την ταινία για να γίνει η καρδία στο κέντρο του τρομακτικού κόσμου της ταινίας, ισορροπώντας με τεχνική στα όρια της κωμωδίας.

Ομως ο Χοκ είναι αυτός που κλέβει την παράσταση. Σε έναν ρόλο που δεν παίζει τόσο εύκολα (την τελευταία φορά τον είδαμε να παίζει τον κακό στο «Moon Knight»), εκείνον του μπαμπούλα της διπλανής πόρτας, ο Χοκ προκαλεί τρόμο μόνο και μόνο με τα μάτια και με την εναλλαγή της φωνής του, καθώς το πρόσωπό του κρύβεται πίσω από μια ανατριχιαστική μάσκα που σε συνδυασμό με τις κινήσεις των χεριών και του σώματός του δίνουν μια απόκοσμη αίσθηση. Μια ερμηνεία που θα μείνει μαζί σου αρκετό καιρό μετά το τέλος της ταινίας.

Το «Νεκρό Τηλέφωνο» ξεπερνά τις αρχικές προσδοκίες για να γίνει μια αυθεντική ταινία τρόμου γεμάτη προσωπικά τραύματα και πραγματικά τέρατα. Μπορεί να μην ξέρουμε, ακόμα, αν θα καταφέρει να ξεπεράσει το «Sinister» ως η πιο τρομαχτική ταινία όλων των εποχών (όπου για εμάς το αξίζει), αλλά επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά το ταλέντο του Ντέρικσον και την ικανότητά του να μας δώσει, για άλλη μια φορά, από τις πιο ατμοσφαιρικές ταινίες τρόμου των τελευταίων ετών.