Ο Ρεμί κι η Μελανί ζουν μαζί στο Παρίσι - απλώς δεν το ξέρουν. Τα διαμερίσματά τους χωρίζει μόνο μια μεσοτοιχία, εκείνης σ' ένα ψηλοτάβανο αρ ντεκό, εκείνου σε μια σύγχρονη πολυκατοικία. Πηγαίνουν στο ίδιο αραβικό μπακάλικο της πολυπολιτισμικής γειτονιάς τους, αλλά δεν συναντιούνται ποτέ. Ο Ρεμί είναι ανειδίκευτος εργάτης σε φορτοεκφορτώσεις, οι συνάδελφοί του απολύονται, εκείνος προβιβάζεται κι οι ενοχές του τού φέρνουν εξαντλητικές αϋπνίες. Η Μελανί είναι ερευνήτρια σ' ένα εργαστήριο, σύντομα θα παρουσιάσει τ' αποτελέσματά της στους χρηματοδότες και η ανασφάλειά της τής φέρνει αξεπέραστη υπνηλία. Οι δυο τους προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τη δουλειά τους, τις αδυναμίες τους, τις οικογένειές τους, τους ψυχαναλυτές τους, τη μοναξιά τους, χωρίς, ποτέ, να δοκιμάσουν να... κοιτάξουν στο διπλανό μπαλκόνι.

Ο Σεντρίκ Κλαπίς γνωρίζει καλά τα συστατικά ενός ρομάντζου, όπως έχει επανειλημένως αποδείξει, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, σε ταινίες σαν τα «Οταν Λείπει ο Γάτος», «L' Auberge Espagnole», «Επιστροφή στη Βουργουνδία». Κι εδώ τα συγκεντρώνει όλα, με χάρη. Το Παρίσι είναι νυχτερινό και πανέμορφο, η μεγαλούπολη της πολυκοσμίας και της μοναξιάς. Οι δυο πρωταγωνιστές του, Φρανσουά Σιβίλ και Ανά Ζιραρντό, είναι οι (σίγουρα ενισχυμένης φωτογένειας) άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με ερμηνείες φυσικές και τρυφερές. Η ιστορία του μιλά για το σήμερα, το «τόσο μακριά, τόσο κοντά» της αστικής απομόνωσης.

Η έμπνευση του Κλαπίς δεν διαρκεί για ολόκληρη την ταινία - σ' ένα στόρι όπου στοιχηματίζεις από την αρχή ότι οι δυο ήρωες, κάποια στιγμή, μοιραίο είναι να συναντηθούν, η αφήγηση περνά με μπόλικους κενούς χρόνους που καθυστερούν την έτσι κι αλλιώς υποτονική εξέλιξη. Δυο «διαλείμματα» ονείρου, ένα για τον κάθε ήρωα, μοιάζουν βγαλμένα από άλλη ταινία, συγκεκριμένα από μιούζικαλ που ο Δαλιανίδης θα αποκήρυσσε. Το σχόλιό του για τη σύγχρονη ζωή που αποτελεί τον καμβά του, δεν προσεγγίζει καν τις αργεντίνικες «Μεσοτοιχίες», ενώ είναι προφανές ότι θα ήθελε.

Εστω κι έτσι, έστω κι αν το τελευταίο μέρος ξετυλίγεται αναμενόμενα, ακόμα και λίγο γλυκερά, μια ειλικρίνεια, μια κωμικο-σπαρακτική οικειότητα με τον Ρεμί και τη Μελανί, μια αποδοχή του ότι, τελικά, όλοι το happy end τους ψάχνουν, κάνουν αυτή την ιδιότυπη ρομαντική κομεντί... κατά μόνας, να κερδίζει το στοίχημα της αγάπης, για τους ήρωές της και για τους θεατές των θερινών.