Ο Ζαν είναι 30ετών και έχει περάσει την τελευταία δεκαετία της ζωή του ταξιδεύοντας στον κόσμο και κόβοντας κάθε δεσμό με την οικογένεια του και την Βουργουνδία, τον τόπο των παιδικών του χρόνων. Τώρα πλέον έχει εγκατασταθεί το εξωτερικό μέχρι που τον καλούν πίσω στην πατρίδα του για να αποχαιρετίσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Είναι τέλος του καλοκαιριού και η επερχόμενη συγκομιδή του κρασιού δίνει την ευκαιρία στον Jean να έρθει πάλι κοντά με την αδερφή του Ζιλιέτ και τον αδερφό του Ζερεμί ώστε να αποφασίσουν από κοινού για το μέλλον του οικογενειακού αμπελώνα. Κατά την διάρκεια ενός έτους, και ακολουθώντας τον ρυθμό των εποχών και της διαδικασίας παραγωγής κρασιού, τα τρία αδέρφια αργά και σταθερά ξαναχτίζουν την σχέση τους, και συνδέονται μεταξύ τους από το γνήσιο και ζωντανό πάθος τους για την τέχνη του κρασιού. Ολοι μαζί παρά τις αντιξοότητες θα προσπαθήσουν να σώσουν τους αμπελώνες και τα κελάρια 3 γενεών, ώστε να μην περάσουν σε ξένα χέρια.

Ο Σεντρίκ Κλαπίς είναι ένας σκηνοθέτης όχι και τόσο άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Μπόρεσε να εδραιώσει την παρουσία του στο κινηματογραφικό στερέωμα με την άτυπη τριλογία χαριτωμένων και στιλάτων ρομαντικών κομεντί, γνωστή κι ως «η τριλογία του Ξαβιέ», που ξεκίνησε το 2002 με το «Euroflirt», συνέχισε με τις «Ρώσικες Κούκλες» το 2005, και ολοκληρώθηκε το 2013 με το «Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν».

Η φρεσκάδα, η ελαφρότητα, αλλά και ο ενίοτε παιχνιδιάρικος τόνος, που διακατείχε τις ταινίες του φαίνεται να παραμερίζεται εδώ, καθώς ο Κλαπίς μετακομίζει από τις θορυβώδεις και πάντα περιπετειώδεις πόλεις που μας ταξίδεψε με την τριλογία του, στην ύπαιθρο και τους αμπελώνες της κεντρικής Γαλλίας, υιοθετώντας ταυτόχρονα κι ένα πιο σοβαρό ύφος, με την οικογένεια και τις αξίες της να βρίσκονται, για άλλη μια φορά, στο επίκεντρο της ιστορίας του

Μιας ιστορίας όπου ο κεντρικός της άξονας περιστρέφεται γύρω από την σχέση μεταξύ των τριών αδερφών και της αγάπης τους για την παραγωγή κρασιού, με τον Κλαπίς να προσπαθεί να ρίξει όσο το δυνατόν περισσότερο φως στα συναισθήματά τους αλλά και στις ανησυχίες τους για το μέλλον τόσο των ίδιων όσο και των οικογενειών τους. Την ιστορία τους θα τη μάθουμε μέσω του Ζαν, του άσωτου γιου, καθώς προσπαθεί να μας βάλει στο μυαλό και τις σκέψεις του για την ζωή, τους έρωτες, τα λάθη και τις τριβές στις σχέσεις με τα αδέρφια του με ένα ειλικρινές voice over, πάνω σε ένα ταξίδι προσωπικής χειραφέτησης από μια πατριαρχική οικογένεια.

Αυτές οι τριβές των αδερφών αποτελούν και την ψυχή του φιλμ, καθώς ο Κλαπίς προσπαθεί να τις παρομοιάσει με τον τρύγο και την όλη διαδικασία παραγωγής κρασιού. Η χημεία μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών της αποτελεί έναν από τους πιο δυνατούς καταλύτες του φιλμ με την δύναμη της νοσταλγίας να είναι το κύριο συστατικό στην ζύμωση των σχέσεών τους, καθώς συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον με τις δυνάμεις και αδυναμίες τους.

Παρακολουθώντας τους, ο Κλαπίς θα κλέψει κάποιες ειλικρινείς και αυθόρμητες στιγμές μεταξύ τους (όπως οι ψευτο-διάλογοι που σκαρφίζονται παρακολουθώντας δυο άτομα να μιλάνε από μακριά), αλλά και τα γλέντια με τους συναδέλφους τους. Ταυτόχρονα κινηματογραφεί την Βουργουνδία με μια απαράμιλλή, σχεδόν καρτποσταλική, φωτογένεια που είναι ικανή να σε μεθύσει από μόνη της.

Η γλυκιά μέθη στην οποία σε υποβάλλει η ταινία, κρατά πολύ λίγο. Πρώτα από όλα, λείπει η όποια πρωτοτυπία, κινηματογραφικά και σεναριακά. Και νιώθεις συχνά πως δεν υπάρχει κάποιο είδος συνοχής στην ιστορία την οποία παρακολουθείς καθώς, πέρα από την σχέση των τριών αδερφών και τις προσπάθειες συμφιλίωσής τους, αρχίζουν σιγά-σιγά να εμπλέκονται και άλλοι χαρακτήρες οι οποίοι μοιάζουν τελείως αδιάφοροι, λίγο πριν η ιστορία παραδοθεί οριστικά στο μελόδραμα.

Και εδώ είναι που δείχνει την αδυναμία του ο Κλαπίς. Ενώ έχει στα χέρια του το υλικό για μια αρκετά καλή ταινία πάνω στις οικογενειακές σχέσεις, με μια αρκετά μεστή αρχή, χάνει γρήγορα τον έλεγχο και καταλήγει σε κάτι το τελείως κοινότυπο με το τελικό αποτέλεσμα να έχει την γεύση ενός μέτριας ποιότητας κρασιού, το οποίο δυστυχώς δεν έχει ωριμάσει αρκετά.