To πρώτο πράγμα που προσέχεις στο «Get Down» είναι η μουσική, και θα μου πεις τώρα μπράβο φίλε, ευχαριστώ, ευτυχώς που σε διαβάζω για να μου πεις ότι θα προσέξω τη μουσική σε μια σειρά για μουσική, γεμάτη μουσική. Αλλά μισό λεπτό μόνο πριν θυμώσεις, γιατί όταν λέω ότι προσέχεις τη μουσική εννοώ όλη τη μουσική, και το πώς φτιάχνεται η μουσική, και το πως μεταμορφώνεται από ένα πράγμα σε κάτι άλλο, και το τι σημαίνει, τι εκφράζει για τον κάθε άνθρωπο, από τους πολλούς ανθρώπους που γεμίζουν τον οπερατικού ρεαλισμού κόσμο αυτής της σειράς.
Με λίγα λόγια, δεν έχει τίποτα το τουριστικό. Δεν θα δεις κάποιον να περπατά στο δρόμο και να ακούει, ετοιμοπαράδοτη, έτοιμη να γραφτεί σε δίσκο, τη γέννηση του χιπ χοπ. Δε θα δεις προσπερασμένους από το χρόνο λευκούς σαραντάρηδες να μιλούν για την Παλιά Καλή Ροκ κάνοντας κηρύγματα για το τι θα πει Αληθινή Μουσική. Υπό μία έννοια, η ύπαρξη της μουσικής στο «Get Down» έχει την ελάχιστη δυνατή συναίσθηση του εαυτού της. Δεν έρχεται παρέα με λήμματα της wikipedia για το τι είδους ιστορικό γεγονός παρακολουθείς. Δεν σου υπογραμμίζει διαρκώς το ιστορικό βάρος αυτού που βλέπεις. Παρά σε προσκαλεί να χαθείς μέσα σε διαδρομές ιδρωμένες, σε κακόφημες ντίσκο, σε σοκάκια πίσω από γκρεμίσματα, όπου λέξη τη λέξη, σκρατσάρισμα το σκρατσάρισμα, ιδέα την ιδέα, φτιάχνεται κάτι καινούριο.
Το «Get Down» θα σε κάνει να προσέξεις τη μουσική του. Γιατί δεν στην παραδίδει ως μάθημα ιστορίας, αλλά σαν εμπειρία ζωής.
Διαβάστε επίσης: TV phone home: To «Stranger Things» είναι όση ‘80s μαγεία χωράει σε 8 ώρες τηλεόραση
Ίσως οι σκέψεις μου είναι λίγο χαοτικές, αλλά το ίδιο είναι κι η σειρά, οπότε σας παρακαλώ συγχωρήστε με. Χαοτική όχι με αρνητική, ακαδημαϊκού τύπου, αυτό-δεν-είναι-εκεί-που-θα-έπρεπε-να-είναι τρόπο, αλλά ως ευρύτερη παρατήρηση. Αρέσκεται σε έναν ρυθμό που μοιάζει περισσότερο με ελεύθερο τζαμάρισμα παρά με αυστηρής δομής στουντιακό κομμάτι. Ακολουθεί μια ιστορία και μετά ξαφνικά ενώ ακόμα ακούγονται τα λόγια αυτής της ιστορίας βλέπουμε κάτι άλλο κι όταν κορυφώνεται η ένταση στο κάτι επιστρέφουμε στο πρώτο που τώρα δε συμβαίνει τίποτα, αλλά ξαφνικά ξανασυμβαίνει, και τότε βλέπουμε τις δύο ιστορίες μαζί, να ενώνουν τους διαφορετικούς ρυθμούς τους σε κάτι ενιαίο και -έξαφνα- αδιαχώριστο, λάτιν να μπλέκεται με ποίηση, freestyle να μπλέκεται με ντίσκο. Η ιστορία είναι μία. Η μουσική είναι μία. Οι εμπειρίες είναι ψηφιδωτό.
Η αφηγηματική γλώσσα της σειράς θα σε εκπαιδεύσει γρήγορα, κι αυτός είναι ο λόγος που υποθέτω μπορεί κάποιος να βρει ελαφρώς χαοτικό το πρώτο επεισόδιο, αλλά το κλειδί είναι, εικάζω και πάλι (μιας και προσωπικά το αγάπησα από την πρώτη στιγμή), να του αφεθείς.
Το «Get Down» αφηγείται την ιστορία της γέννησης της χιπ χοπ σε μια Νέα Υόρκη του 1977 που κυριαρχεί η ντίσκο αλλά, ακόμα κυριότερα, κυριαρχεί η κοινωνική αβεβαιότητα, ένα γεγονός το οποίο ο Λούρμαν όχι μόνο δε χρησιμποιεί ως απλό πακετάρισμα, αλλά το δένει με τα διάφορα μουσικά lifestyles που ακολουθεί. Στο κέντρο της ιστορίας δεν είναι οι άνθρωποι πίσω από τη μουσική ή οι διαφημιστές ή οι executives, είναι οι μουσικοί. Είναι, ακόμα καλύτερα, οι μουσικοί πριν καν συνειδητοποιήσουν πως αυτό που κάνουν είναι μουσική. Υπάρχει πιο ενδιαφέρουσα υποκατηγορία coming of age ιστορίας από αυτή;
Θυμηθείτε κι αυτό: Οι 25 must τηλεοπτικές πρεμιέρες του καλοκαιριού
Στην καρδιά της ιστορίας, εκεί, στο ρημαγμένο Μπρονξ, το οποίο οι πολιτικοί αφήνουν να πνίγεται ώστε στα συντρίμμια του πάνω να ορθοποδήσει η απέναντι, η ‘άλλη’ Νέα Υόρκη, είναι δύο παιδιά που θέλουν να ξεφύγουν. Με κάποιο τρόπο. Η Μαϊλίν (Εριζέν Γκουαρντιόλα) ξέρει πως θέλει να γίνει σταρ της ντίσκο, να τραγουδήσει, να κάνει επιτυχία, να πάει στο Μανχάταν. Ο πιλότος της βρίσκει να τρυπώνει στα κρυφά στην κακόφημη, αλλά και ταυτόχρονα κέντρο-του-κόσμου ντίσκο της περιοχής, ώστε να δώσει στον DJ μια κασέτα της. Ο χιπ χοπ Ρωμαίος στην ντίσκο Ιουλιέτα της, είανι ο Ζικ (Τζάστις Σμιθ), ένας έξυπνος έφηβος που προσπαθεί διαρκώς να μειώνει τον εαυτό του, ευρισκόμενος σε μια μεγάλη κρίση (φυλεκτικής) ταυτότητας.
Ο Ζικ γνωρίζει τον Shaolin Fantastic, τον ξεκάθαρα πιο αγαπημένο χαρακτήρα της σειράς, ο οποίος μοιάζει να έχει προσγειωθεί σε αυτό το urban, τύπου «West Side Story» μιούζικαλ, από κάποια ταινία πολεμικών τεχνών με τον Μπρους Λι. Εμφανίζεται κι εξαφανίζεται σαν κρυπτικός πολεμιστής του καράτε, εκτελεί αποστολές, ακολουθεί τον κώδικα τιμής, και στόχος του είναι μια μέρα να κυριαρχήσει στην τεχνική του (να γίνει DJ δηλαδή, αλλά θα μπορούσε απλά να θέλει να γίνει ο σπουδαιότερος πολεμιστής στη χώρα, δεν θα είχε διαφορά) ώστε να γίνει ο άρχοντας ενός εκ των μεγάλων βασιλείων. Για να συμβεί αυτό, από τα χέρια του Σαολίν περνούν αμέτρητα βινύλια, που στην πορεία σκρατσάρονται, μαρκάρονται, γεμίζουν δαχτυλιές.
Ο Ζικ γράφει ποίηση και έχει μεγάλες βλέψεις που δε θέλει να παραδεχθεί στον εαυτό του- αργότερα στη σειρά, όταν βρει την ευκαιρία, δε θα σταματήσει να αναρωτιέται αν αυτό σημαίνει πως προδίδει τα πιστεύω του, πως προδίδει την καταγωγή και τους φίλους και το ίδιο του το είναι. Χαρακτήρες αντιμετωπίζουν διαρκώς τέτοιου είδους ‘να ακολουθήσω την καρδιά ή το μυαλό μου’ διλήμματα, συχνά μέσα από τα λόγια κάποιου τραγουδιού, μπροστά σε παστέλ αναβιώσεις της urban εξαθλίωσης στην οποία απάνθρωπες πολιτικές έχουν καταδικάσει μια ολόκληρη γενιά.
Για περισσότερη καλή τηλεόραση: πατήστε εδώ
Η ιστορία λαμβάνει χώρα σε ένα καλοκαίρι μεγάλως συγκρούσεων και υψηλής θερμοκρασίας, μπλέκει γεμάτο κόκκο αρχειακό υλικό με πολύχρωμη μυθοπλασία που βγάζει το μάτι (η σεκάνς της τελικής μουσικής σύγκρουσης θα σε κάνει να νιώσεις πως βλέπεις το ωραιότερο 3D που έχει δει, κι ας μη φοράς γυαλιά) και τοποθετεί ήρωες στο κέντρο διλημμάτων συχνά αδύνατο να απαντηθούν. Όμως υπάρχει το ένα μεγάλο ενοποιητικό στοιχείο: η μουσική.
Από τις χιλιογραμμένες κασέτες μέχρι τα ταλαιπωρημένα βινύλια, από τον ιδρώτα πάνω από τα turntables μέχρι το πάθος που μαρτυρά κάθε ένα τραγούδι και κάθε ένας χορός, η μουσική εδώ έχει μια αίσθηση χρησιμοποιημένου. Δεν είναι κάτι το απόμακρα ιδεατό, μια θεωρία. Είναι ζωή. Είναι κάτι που δημιουργείται σκηνή με τη σκηνή, και είναι κάτι που πάντα Σημαίνει.
Αυτό το πανέμορφο πράγμα, που πολύ συχνά άνθρωποι χρησιμοποιούν ως ένα ακόμα στοιχείο σνομπισμού, διαχωρισμού και πεειρθωριοποίησης, στο «Get Down» είναι η μία, ενιαία, μεγάλη αλήθεια. Ο πιλότος μιλά για γκέτο, για πολιτική, για έγκλημα, μα όλα κορυφώνονται σε μια εκπληκτική, οπερατική σεκάνς χορού, με σπάνια ριμίξ, φρενήρη dance-offs και ματωμένες ντισκομπάλες. Ακόμα σημαντικότερη είναι η λειτουργία της μουσικής στην πορεία.
Καθώς ο Ζικ και η παρέα του, οι Fantastic Four Plus One, μετέπειτα Get Down Brothers, μαθαίνουν πώς να κάνουν την ψυχή τους, μουσική, η Μαϊλίν βρίσκεται στη δική της σύγκρουση κόσμων (ο πάστορας πατέρας της την θέλει για την εκκλήσία και της απαγορεύει να τραγουδάει αυτά τα έξαλλα ντίσκο), και τα πάντα εκφράζονται μέσα από τη μουσική. Οι συγκρούσεις, αλλά και οι συνενώσεις. Η χιπ χοπ, το freestyle, η ντίσκο, η γκόσπελ, η λάτιν, η κάθε μουσική εκφράζει έναν χαρακτήρα ή ένα κοινωνικό σύνολο, και δεν είναι λίγες οι φορές που δέχνονται σε αποθεωτικά μοντάζ. Η ιστορία, οι χαρακτήρες, το κοινωνικό context, οι νότες- είναι όλα ένα.
Θυμηθείτε κι αυτό: O Μπαζ Λούρμαν μας δείχνει τι είναι το «The Get Down»
Ο Λούρμαν σύμφωνα με τα ρεπορτάζ μπήκε στο «Get Down» με τη λογική πως θα έχει έναν πιο περιφερειακό ρόλο. Η ιδέα της σειράς είναι δική του, θέλοντας χρόνια να αναπτύξει ένα τέτοιου είδους urban επικό μιούζικαλ για τη γέννηση του χιπ χοπ. Όταν το Netflix αγόρασε τη σειρά όμως, έγινε σαφές γρήγορα πως αυτό που πλήρωνε η εταιρεία streaming ήταν ο Λούρμαν. Το όραμα του Λούρμαν. Το μπάτζετ γιγαντώθηκε ($120 εκατομμύρια για 12 επεισόδια της 1ης σεζόν, που θα δούμε σε 2 μέρη) όμως το Netflix δεν έκανε πίσω: Θα πληρώσω όσο χρειαστεί, για να έχω ένα αγνό όραμα Μπαζ Λούρμαν.
Ο Αυστραλός σκηνοθέτης εν τέλει έτρεξε το όλο πράγμα, φέρνοντας μάλιστα πολλούς καλλιτέχνες-συμβούλους (όπως τον Grandmaster Flash, που αναφέρεται διαρκώς στη σειρά) για θέματα ακρίβειας, ιστορικής αλλά και μουσικής. Ο Nas μάλιστα κρατά και το ρόλο του ενήλικου Ζικ, με την όλη σειρά να παρουσιάζεται ως μια μουσική αφήγηση του μουσικό στη διάρκεια μιας συναυλίας στα ‘90s.
Το σάουντρακ είναι απλά ηλεκτρισμός. Δεν κουβαλά απλώς τα καλύτερα των ‘70s, αλλά τα πλαισιώνει με ορίτζιναλ συνθέσεις όπως το έξαλλο «Set Me Free». Τοποθετεί φανταστικά πρόσωπα μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο πλαίσιο όχι για να πουλήσει μούρη με ρεβιζιονισμό, αλλά για να μας μεταφέρει στις επάλξεις. Και να μιλήσει για το πώς τα άγχη μιας γενιάς στο περιθώριο της κοινωνίας εκφράστηκαν μέσα από τη μουσική, πώς δημιούργησαν κάτι νέο και βρώμικο και εκπληκτικό, μακριά από κανόνες και στεγανά ενός establishment που τους πέταξε στα γκρεμίσματα, κουνώντας τους από πάνω και το δάχτυλο.
Το «Get Down» είναι μιούζικαλ δράμα, κοινωνικό ρομάντσο, πολιτική σαπουνόπερα (ο θείος της Μαϊλίν, ερμηνευμένος από τον Τζίμι Σμιτς είναι εγγυημένη μικροπολιτική απόλαυση), που σε σημεία μπορεί να μοιάζει χαοτικό ή υπερφορτωμένο, αλλά πειράζει; Τα περισσότερα αγαπημένα μου άλμπουμ έτσι είναι. Στις στιγμές κορύφωσης, θες να σταματήσεις να βλέπεις για μερικά λεπτά για να χωνέψεις την ομορφιά, και μετά να ξαναδείς όλη τη σεκάνς από την αρχή. (Όπως, επαναλαμβάνω, το τελικό μουσικό battle).
Σε μια νυχτερινή σκηνή που μοιράζονται ο Ζικ και η Μαϊλίν, κοιτάζουν από μια ταράτσα το πανέμορφο νυχτερινό Μανχάταν, εκεί που βρίσκονται τα όνειρα. «Είναι καλύτερα εδώ», λέει ο Ζικ στη Μαϊλίν. «Εμείς βλέπουμε αυτό το θέαμα. Από το Μανχάταν τη νύχτα δε βλέπουν τίποτα.» Έτσι ένιωσα παρακολουθώντας (και τραγουδώντας και, ναι, παραδέχομαι, ακόμα και χορεύοντας) αυτή τη σειρά. Όταν κοιτάς τη μουσική από το βρώμικο, άτσαλο σημείο από το οποίο φτιάχνεται, στα σοκάκια, στις ντίσκο και τις ταράτσες, με DJ που χωρίζουν τα βασίλειά τους, με αντικείμενα σκονισμένα, γρατζουνισμένα, χιλιογραμμένα, με villains που γράφουν bootleg κασέτες και ήρωες που γράφουν ποίηση πάνω σε αρρωστημένα beats, από εκεί, η θέα είναι η καλύτερη.
Για περισσότερη καλή τηλεόραση: πατήστε εδώ
*Τα 6 πρώτα επεισόδια του «Get Down» είναι διαθέσιμα στο Netflix. Το β’ μισό της 1ης σεζόν θα στρημάρει τους πρώτους μήνες του 2017.