Οι παράδοξες ιστορίες και οι ιδιαίτερες ατμόσφαιρες κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι στο σύγχρονο αργεντίνικο σινεμά, αλλά στο «Kill the Jockey» του Λουίς Ορτέγκα (του οποίου το «Ο Άγγελος» είχε φτάσει ως τις Κάννες), δείχνουν να αποτελούν σχεδόν τον βασικό λόγο ύπαρξης της ίδιας της ταινίας. Το φιλμ μοιάζει με τίποτα λιγότερο από ένα σουρεαλιστικό πυρετικό όνειρο ή έναν γρίφο που δεν έχει ξεκάθαρη λύση, αλλά μερικές φορές το να αφήνεσαι στο ρεύμα μιας ταινίας που κυλά με τόση ενέργεια, χιούμορ κι αυθεντικότητα, μπορεί να είναι απλά απελευθερωτικό.
Ο Ναχουέλ Περέζ Μπισκαγιάρ υποδύεται τον Ρέμο Μανφρεντίνι, έναν χαρισματικό αλλά και βαθιά προβληματικό τζόκεϊ του ιπποδρόμου, ο οποίος περιμένει με τη σύντροφό του - επίσης ταλαντούχα τζόκεϊ - το πρώτο τους παιδί, όταν το τελευταίο από μια σειρά ατυχημάτων θα φέρει τα πάντα στη ζωή του άνω κάτω. Όχι μόνο θα εξοργίσει έναν πλούσιο επιχειρηματία με σκοτεινές διασυνδέσεις στον υπόκοσμο, ο οποίος θα χάσει πολλά χρήματα, αλλά θα τον στείλει σε κώμα στο νοσοκομείο. Όταν ξυπνήσει, δεν θα είναι ο εαυτός του. Κυριολεκτικά, αφού κλέβοντας ένα γούνινο γυναικείο παλτό και μια τσάντα από μια άλλη ασθενή κι έχοντας ένα ευμέγεθες τουρμπάνι επιδέσμων στο κεφάλι, θα ξεκινήσει μια εκ πρώτης όψεως δίχως σκοπό περιπλάνηση στο Μπουένος Άιρες, αναζητώντας μια ταυτότητα, έναν σκοπό και νόημα.
Το 81ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας διεξάγεται φέτος από τις 28 Αυγούστου μέχρι και τις 7 Σεπτεμβρίου. Το Flix βρίσκεται στη Βενετία για να σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες. Διαβάστε όλο το ρεπορτάζ για το φεστιβάλ εδώ
Ο Μπισκαγιάρ κουβαλά με σθένος, χάρη και περίσσεια ταλέντου στους ώμους του ένα μεγάλο μέρος του οικοδομήματος της ταινίας σε μια ερμηνεία που έχει την κωμική ακρίβεια ενός Μπάστερ Κίτον και την υπαρξιακή βαρύτητα ενός ήρωα του Ρόι Άντερσον ή του Ακι Καουρισμάκι (όχι τυχαία, ο διευθυντής φωτογραφίας του, Τίμο Σάλμινεν, υπογράφει εδώ την εικόνα του φιλμ), αλλά οι αρετές της ταινίας δεν εξαντλούνται σε αυτόν.
Σπάνια βρίσκεις πλέον φιλμ που να ακολουθούν μόνο τους κανόνες της δικής τους λογικής και ενός αναρχικού χιούμορ που αντλεί από το παράδοξο του Λιντς ή του Τσάρλι Κάουφμαν και που δανείζεται την στιλιστική του παλέτα από εξίσου απροσδόκητες πηγές, που ξεκινούν από το φιλμ νουάρ και καταλήγουν στον Αλμοδόβαρ.
Ναι, το φιλμ του Ορτέγκα δεν είναι για όλους τους θεατές και σίγουρα όχι για εκείνους που θέλουν τις ιστορίες και τους ήρωές τους εύκολα επεξηγήσιμους ή που θεωρούν ότι η βαρύνουσα προσοχή στο στυλ της εικόνας και της αφήγησης υπονομεύει το περιεχόμενο και το τελικό αποτέλεσμα. Σίγουρα όμως είναι μια από τις πιο φρέσκες, έξυπνες, απροσδόκητες κι ευρηματικές ταινίες που έχουμε δει πρόσφατα, ένα ακατάτακτο, ηλεκτρισμένο, δαιμονικά διασκεδαστικό κινηματογραφικό παράδοξο που αξίζει με το παραπάνω την προσοχή σας.