Στα μέσα του 18ου αιώνα, στα άγονα ρείκια της Γιουτλάνδης, όπου είναι αδύνατον να πιάσουν οι σοδειές και κατ’ επέκταση να γεμίσει ο τόπος με τους αποίκους που ονειρεύεται ο βασιλιάς της Δανίας, ο φτωχός στρατιώτης Λούντβιχ Κάλεν (Μαντς Μίκελσεν) βάζει στόχο να καταφέρει το αδύνατο και να ιδρύσει τον πρώτο βιώσιμο καταυλισμό στην περιοχή, ώστε να κερδίσει τον τίτλο και τον πλούτο που έχει τάξει ο Βασιλιάς.
Κάτι τέτοιο φυσικά τον φέρνει αντιμέτωπο τόσο με τον παρανοϊκό γαιοκτήμονα της περιοχής, που δεν πρόκειται να αφήσει τον Κάλεν ανενόχλητο στην επιδίωξη του στόχου του, όσο και με την ίδια την αφιλόξενη Φύση που με κάθε - μα κάθε - τρόπο πρόκειται να αντιταχθεί στα ομολογουμένως δύσκολο σχέδιά του. Υπάρχει περίπτωση όλη αυτή η παράνοια να έχει αίσιο τέλος; Και υπάρχει περίπτωση τελικά, πέρα από κάθε αντιξοότητα, αυτή να είναι η απαρχή μιας παράδοξης οικογένειας;
Ο Δανός Νικολάι Αρσέλ (του επιτυχημένου φεστιβαλικού «Έρωτα της Βασίλισσας» αλλά και της παταγώδους αποτυχίας του χολιγουντιανού «Μαύρου Πύργου») από την αρχή δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει τα πράγματα εύκολα για τον πρωταγωνιστή του. Γνωρίζει πώς να απεικονίζει την φύση με τον πιο απειλητικό τρόπο, έχει την ικανότητα να αποτυπώνει την ανθρώπινη σκληρότητα με τον πιο βίαιο και σκληρό τρόπο και ξέρει πώς να δομίσει την αφήγησή του ώς ένα σύνολο απάνθρωπων κεφαλαίων μέχρι έναν μάλλον ουτοπικό στόχο. Το «Promised Land» του (ή «Bastarden» κατά τον πρωτότυπο, σαφώς πιο κυνικό τίτλο) δεν παρουσιάζει ποτέ μια επίπλαστη αισιοδοξία στον θεατή αλλά διατηρεί την αφήγησή του σκοτεινή και με μία μόνιμη αίσθηση απειλής, ικανής να καταβάλει κάθε άνθρωπο που θα τολμήσει να της αντιταχθεί.
Η παρουσία του Μαντς Μίκελσεν αποδεικνύεται απόλυτα καθοριστική στην ατμόσφαιρα που καλείται να δημιουργήσει η ταινία. Ο Κάλεν του είναι ένας βράχος πρόθυμος να δεχθεί κάθε κακοτοπιά, ένας ονειροπόλος που μοιάζει να προκαλεί και ο ίδιος εν μέρει την τύχη του και ένας ηθικός αλλά επώδυνα ισχυρογνώμων άνδρας που δεν φαίνεται πρόθυμος να σταματήσει πουθενά, ακόμα και υπό το ενδεχόμενο απώλειας της ζωής του. Κάθε πληγή, κάθε εμπόδιο και κάθε αναποδιά αφήνουν το σημάδι τους στην μορφή και την ερμηνεία του, μετατρέποντας σταδιακά τον ήρωά του από έναν περήφανο, φιλόδοξο άνδρα σε έναν εμμονικό, τραυματισμένο άνθρωπο. Ο χαρακτήρας του είναι τόσο ικανός όσο και εντυπωσιακά αφελής, συνθήκη που όχι μόνο αποτελεί τον κινητήριο άξονα της αφήγησης αλλά και αποτελεί την κοινη συνθήκη όλων των βίαιων αφηγηματικών εκρήξεων, που απροειδοποίητα παρεμβάλλονται στις πιο ακαδημαϊκής αισθητικής σκηνές καθορίζοντας τελικά το ύφος της ταινίας.
Γιατί μακριά από τις πολυτελείς αυλές του «Έρωτα της Βασίλισσας» και πολύ πιο κοντά στην λάσπη της γης και την βρωμιά τη ανθρώπινης φύσης, η ταινία του Νικολάι Αρσέλ αποτελεί στην πραγματικότητα μια σταθερή διαδρομή προς το επίκεντρο της βίας, που λαμβάνει κατά στιγμές διαστάσεις ταινίας ψυχολογικού η και σωματικού τρόμου, έχοντας την ικανότητα να διατηρεί αμείωτη την προσοχή και να επιβεβαιώνει - επί της ουσίας - για άλλη μια φορά την εμπορική δύναμη του mainstream Δανέζικου σινεμά.
Ακόμα και όταν το σενάριο μοιάζει να εγκλωβίζεται παροδικά στις Σισύφειες κακουχίες του ήρωά του ή στις μαρτυρικές τιμωρίες που επιφέρουν οι πράξεις του, δεν υπάρχει αμφιβολία πως το «Promised Land» είναι μια ταινία με σαφή αισθητική, καθαρή οπτική και έναν σαρωτικό πρωταγωνιστή, ικανό να λάμψει κάτω από την βρωμιά και την λάσπη που ορίζει τον κόσμο του. Και ίσως αυτή να είναι τελικά η κινηματογραφική «Γη της Επαγγελίας» που υπόσχεται ο τίτλος της ταινίας.