Μετά τον οσκαρικό θρίαμβο του «Πατέρα, το δεύτερο έργο της θεατρικής τριλογίας Ζέλερ, μεταφέρεται στην οθόνη, ξανά με την συμβολή του Κρίστοφερ Χάμπτον στο σενάριο και με ένα ακόμη εξαιρετικό καστ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, βρίσκοντας ακόμη κι έναν ακόμη ρόλο πατέρα, για τον Αντονι Χόπκινς.
Κι όπως και σε εκείνη την ταινία, η ιστορία είναι συναισθηματικά αδυσώπητη, μια ακόμη μελέτη σχέσεων και λαθών, ανθρώπινων ατελειών, θλίψης και απώλειας. Στο κέντρο της ιστορίας, ο Πίτερ είναι ένας χωρισμένος δικηγόρος που έχει μόλις ξεκινήσει μια καινούρια οικογένεια, όταν η πρώην γυναίκα του τον πληροφορεί ότι ο δεκαεφτάχρονος γιος τους Νίκολας, γίνεται όλο πιο απόμακρος και μελαγχολικός. Οταν ο γιος του θα ζητήσει να μείνει μαζί του εκείνος φυσικά θα δεχτεί, αλλά η κίνηση θα δημιουργήσει τριγμούς στην σχέση με την γυναίκα του και στην πραγματικότητα δεν θα κάνει πολλά για να βελτιώσει την κατάσταση του Νίκολας.
Στην πραγματικότητα αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι η αργή διαδρομή προς μια δυστυχώς προδιαγεγραμμένη κατάληξη που ως θεατής είσαι αδύναμος να σταματήσεις. Μέσα από ένα σενάριο που δεν προκρίνει ευκολίες ή παρακάμψεις κι έναν ρυθμό που δεν βιάζει ούτε καθυστερεί την οργανική εξέλιξη της ιστορίας, το φιλμ γίνεται όλο και πιο έντονα κλειστοφοβικό συναισθηματικά καθώς οι χαρακτήρες παγιδεύονται στις αδυναμίες και τις αγκυλώσεις τους.
Το τραγικό τέλος δεν θα είναι απρόσμενο, αλλά δεν παύει να είναι σοκαριστικό, αλλά προς τιμήν του το φιλμ το χειρίζεται με σεβασμό, προσοχή κι αξιοπρέπεια. Και όλα τα επιμέρους στοιχεία του συνάδουν στο να στηθεί μια ταινία που είναι όπως κι ο «Πατέρας» στιβαρή και άρτια, ένα δράμα για ώριμους θεατές με πλήθος αρετών.
Ο Χιου Τζάκμαν μπορεί να μην έχει το ερμηνευτικό μεγαλείο του Αντονι Χόπκινς -που κλέβει την παράσταση στην σκηνή του- αλλά στέκεται όπως όλοι οι συνάδελφοι του στο ύψος του ρόλου και σε μερικές στιγμές, όπως αυτή που μας δίνει μια γεύση από το πως οι ζωές των ηρώων θα είχαν εξελιχθεί αν κάτι είχε πάει διαφορετικά, είναι απλά εξαιρετικός.