Το “No Bears”, ξεκικά σαν μια “συνηθισμένη” ταινία μυθοπλασίας, στην οποία ένα ζευγάρι Ιρανών που βρίσκεται παράνομα στην Τουρκία, επιτέλους κατορθώνει να αποκτήσει τα πλαστά διαβατήρια που θα τους επιτρέψουν να εγκαταλείψουν την χώρα. Και παρά τον σύντομο χρόνο που περνάς ακολουθώντας την ιστορία τους στην οθόνη, προφταίνεις να εμπλακείς στην ιστορία τους, κάτι που λέει πολλά για τον τρόπο που ο Παναχί κατορθώνει να κινηματογραφεί την ανθρώπινη κατάσταση και τις εκφάνσεις της.
Γρήγορα όμως ανακαλύπτεις πως αυτό που παρακολουθείς, δεν είναι παρά τα γυρίσματα μιας ταινίας, που ο Τζαφάρ Παναχί ενορχηστρώνει από μακριά, από ένα χωριό στα σύνορα του Ιράν με την Τουρκία, όπου έχει μετακομίσει προκειμένου να είναι όσο πιο κοντά μπορεί στο συνεργείο και τους πρωταγωνιστές του. Προσπαθώντας να σκηνοθετήσει το φιλμ και να κατευθύνει την δράση μέσω διαδικτύου,αναζητά σήμα ανεβαίνοντας συχνά στην ταράτσα του σπιτιού όπου κατοικεί, κάτι που αρχικά κινεί το ενδιαφέρον των κατοίκων του χωριού, αλλά στη συνέχεια κινητοποιεί την δυσπιστία τους.
Και κάπως έτσι, ο σκηνοθέτης -που στα διαλείμματα των γυρισμάτων ή του σήματος- φωτογραφίζει τους κατοίκους της κοινότητας, θα εμπλακεί σε ένα τοπικό δράμα, όταν όλοι αρχίσουν να πιστεύουν ότι ανάμεσα στις φωτογραφίες του, υπάρχει κι αυτή ενός παράνομου ζευγαριού: Μιας γυναίκας και του αγαπημένου της, που δεν είναι αυτός που η οικογένεια της θέλει να παντρευτεί, στα πατριαρχικά έθιμα του μικρού, απομονωμένου τους χωριού. Μπορεί οι ίδιος να επιμένει ότι δεν έχει τραβήξει καμία τέτοια φωτογραφία, αλλά κανείς δεν δείχνει να τον πιστεύει και όλοι γίνονται ακόμη πιο επιφυλακτικοί, σχεδόν εχθρικοί απέναντι του, όταν ένα βράδυ θα διασχίσει τα σύνορα του Ιράν με την Τουρκία για να δει από έναν λόφο την πόλη που γυρίζεται η ταινία του.
Οπως όλες σχεδόν οι τελευταίες ταινίες του Παναχί, έτσι κι αυτή θολώνει τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, μεταμορφώνοντας το φιλμ σε ένα meta film που μιλά για πολλά περισσότερα από όσα βλέπεις στην οθόνη. Την θέση του ίδιου και του σινεμά του στην ευρύτερη ανθρωπογεωγραφία της χώρα του, την ευθύνη του δημιουργού απέναντι στο έργο του, αλλά και στους ανθρώπους που τον βοηθούν να το δημιουργήσει, ή στις ιστορίες που λέει, τα αόρατα ή πολύ χειροπιαστά εμπόδια και σύνορα που οφείλεις να ξεπεράσεις, για να δημιουργήσεις κάτι που έχει λόγο ύπαρξης.
Και σε μια ταινία που αναμφίβολα έχει λόγο ύπαρξης και που αποκτά μεγαλύτερη δύναμη από το γεγονός ότι τον Ιούλιο του 2022 ο Παναχί καταδικάστηκε εκ νέου σε φυλάκιση έξι ετών, ακόμη κι ο τίτλος είναι μια μεταφορά. “Δεν υπάρχουν αρκούδες στο χωριό ή γύρω από αυτό” εξηγεί ένας χωρικός που περπατά ένα βράδυ μαζί του στους έρημους δρόμους του, τους οποίους όλοι αποφεύγουν για να μην συναντήσουν κάποια από αυτές τις ανύπαρκτες αρκούδες. Είναι απλά μια ιστορία για να κρατά τους ανθρώπους κοντά στα σπίτια τους και να μην τους αφήνει να ξεστρατίζουν μακριά από την βάση τους. Μια από εκείνες τις ιστορίες που μοιάζουν να είναι πολύ δημοφιλείς στην χώρα του εδώ και πολλά χρόνια και που απέναντι στις οποίες μάχεται με τις ταινίες του ο Παναχί.