Αθήνα σήμερα. Η νεαρή Αρια, που εργάζεται στο σουβλατζίδικο του Τζίμη, περιμένει να πάει για μάθημα οδήγησης με τον πατέρα της. Οταν αυτός φθάνει, δεν είναι για να την πάρει για το μάθημα, αντιθέτως, της φορτώνει την επίβλεψη μιας νεαρής Κινέζας μετανάστριας, αδήλωτου επαγγέλματος, που δεν μιλά ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά.
Οι ήχοι, τα βλέμματα, οι κινήσεις και τα ξεθωριασμένα χρώματα της σημερινής Αθήνας, αυτό το τσουχτερό απόγευμα του Φλεβάρη αφηγούνται την ιστορία της Αριας, της Λου και του Πέτρου. Τη στιγμή που όλα τα στοιχεία και οι λεπτές αποχρώσεις της σχέσης αλλά και της σύγκρουσης θα δέσουν μαζί, η πόλη μετατρέπεται σε υπόκρουση της ζωής τους.
Η Μυρσίνη Αριστείδου στην τέταρτη μικρού μήκους ταινία της, η οποία διαγωνίζεται στο 74ο Φεστιβάλ της Βενετίας στο τμήμα των Οριζόντων και αποτελεί μοναδική φετινή συμμετοχή της Κυπρου, καταφέρνει μέσα σε μόλις δεκατρία λεπτά να αφηγηθεί την ιστορία μιας σύντομης συνάντησης ανάμεσα σε δυο άγνωστα μεταξύ τους κορίτσια και ταυτόχρονα την ιστορία μιας εχθρικής κι απρόσωπης πόλης, με ένταση και ρεαλισμό που θυμίζουν δημιουργία των αδερφών Νταρντέν: νευρώδης κάμερα στο χέρι, ασφυκτικά κοντινά, γκρίζα κι επιθετική φωτογραφία και η αίσθηση μιας απειλητικής, αστικής καθημερινότητας που πνίγει τις ζωές των κατοίκων της.
Ταυτόχρονα όμως, αφήνει να φανεί μια ηλιαχτίδα κατανόησης κι ελπίδας ακόμα και στα πιο απροδόκητα σημεία και τις πιο αντίξοες συνθήκες κι είναι αυτή η ανθρωπιά που θα ζεστάνει τελικά όχι μόνο τις δύο πρωταγωνίστριες αλλά και την ίδια την ταινία, δίνοντας ένα μικρό μάθημα ζωής.
Με την εξαιρετική πρωταγωνιστική παρουσία της Χρύσας Πλατσατούρα στο ρόλο της Αριας και τη συμμετοχή των Γιάννη Στανκογλου και Τάκη Σπυριδάκη, το «Αρια», μια γαλλο-κυπριακή παραγωγή του Canal+, του Region île de France και του Κέντρου Κινηματογράφου της Γαλλίας, με την υποστήριξη μάλιστα και του production fund του Σπάικ Λι, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια μεγάλου μήκους ταινία και αφήνει μια αίσθηση αποσπασματικότητας για κάτι που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε περισσότερα λεπτά, ακόμα κι έτσι όμως αποκαλύπτει ή πιστοποιεί (για όσους έχουν δει τις προηγούμενες δουλειές της Μυρσίνης Αριστείδου) το ταλέντο της, περισσότερα δείγματα του οποίου ανυπομονούμε να δούμε στο μέλλον.