Η νέα ταινία του Αντρέι Κοντσαλόφσκι, μετά το «πέρασμά» του από το Χόλιγουντ, με τον τίτλο «Οι Λευκές Νύχτες του Ταχυδρόμυ», όχι απλώς επιστρέφει στο ρωσικό κλίμα, αλλά αφιερώνεται σ’ έναν τρόπο ζωής που κοντεύει να εκλείψει και που ο σκηνοθέτης προσπαθεί πεισματικά να διατηρήσει: η ταινία ανήκει στην κατηγορία του «σοσιαλιστικού ρομαντισμού», παρατηρώντας τον πληθυσμό που ζει σε μια απομακρυσμένη περιοχή της βόρειας Ρωσίας, χωρίς κανονική παροχή ηλεκτρισμού και νερού, χωρίς νοσοκομείο, μ’ ένα διαλυμένο σχολείο, αλλά με «αγνή ψυχή» και «ανθρώπινη καλοσύνη». Το παρουσιάζει ωστόσο με εκπληκτική ομορφιά, υποβοηθούμενη από τη φυσική φαντασμαγορία της λίμνης Κενοζέρο και με ακαταμάχητους ήρωες τους πραγματικούς κατοίκους του χωριού.
Ο Λιόκα είναι ο τοπικός ταχυδρόμος, ο μοναδικός σύνδεσμος των κατοίκων του χωριού του με τον έξω κόσμο. Πηγαινοέρχεται με τη μικρή του βάρκα, μεταφέροντας γράμματα, συντάξεις, εκπλήξεις, τα απολύτως απαραίτητα. Με κάθε παράδοση, βρίσκει ευκαιρία να πιει ένα τσάι, ακόμα περισσότερο μερικές βότκες, και κουβεντιάζει με τους συντοπίτες του, από τα 100 μέχρι τα 10, περιγράφοντας χωρίς πολλά λόγια τη ζωή σ’ έναν τόπο ξεχασμένο από το κράτος. Η πρώτη σκηνή της ταινίας περικλείει όλο της το νόημα: ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο με λαγουδάκια, κύκνους και λουλούδια, δυο τραχιά χέρια μ’ ένα κομμένο δάχτυλο, φωτογραφίες από περασμένες δεκαετίες κι ένα voice over: όλοι οι γείτονές μου έφυγαν, εγώ προσπάθησα να φτιάξω οικογένεια, αλλά με νίκησε η βότκα.
Ο Αντρέι Κοντσαλόφσκι είναι ένας εξαιρετικά ικανός και λυρικός σκηνοθέτης: η ταινία του κάνει τα μαγικά τοπία ν’αποκτούν διάσταση ομιλούντος χαρακτήρα, το παράδοξο χιούμορ του που θυμίζει Καουρισμάκι ελαφραίνει την ατμόσφαιρα, πατώντας στην τραγική ειρωνεία. Ο ερασιτέχνης πρωταγωνιστής, ο αληθινός ταχυδρόμος του χωριού, άλλωστε, κοιτάζει συνεσταλμένα την κάμερα, μ’ ένα χαρακωμένο πρόσωπο που θυμίζει μελαγχολικό κλόουν. Βγαλμένη από τη Ρωσία που προσπαθεί, αυτά τα χρόνια, να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της κατεύθυνση, η ταινία μπορεί ακόμα και να προσβάλλει με τη συνειδητή αφέλειά της, ζωγραφίζοντας με ξυλομπογιές μια ζωή που βρίσκεται πιο κοντά στο απόλυτο σκοτάδι, παρά στα παστέλ χρώματα της ταινίας. Αλλά το σινεμά είναι και εικόνα και αίσθηση και σ’ αυτά ο Κοντσαλόφσκι θυμίζει ότι, όταν θέλει και για τους λόγους που θέλει, μπορεί να γίνει μαγικός.