Πριν από το «Pearl», η πρωτοεμφανιζόμενη Ελβετή σκηνοθέτης Ελσα Αμιέλ είχε θητεύσει για πολλά χρόνια ως βοηθός σκηνοθέτη κοντά σε δημιουργούς όπως ο Μπερτράν Μπονελό, ο Ματιέ Αμαλρίκ και ο Ραούλ Ρουίζ και αυτή η εμπειρία φαίνεται στο ντεμπούτο της, μια ταινία γοητευτική και αταξινόμητη, που παρά τις όποιες δραματουργικές ασάφειες, εντυπώνεται τελικά στη μνήμη, όπως ακριβώς η πρωταγωνίστριά της.
Το μαργαριτάρι του τίτλου είναι η Λέα Περλ, μια επαγγελματίας body builder η οποία προπονείται σκληρά ενόψει του παγκόσμιου πρωταθλήματος για την ανάδειξη της Miss Heaven, το οποίο διεξάγεται στους χώρους ενός πολυτελούς ξενοδοχείου.
Η προετοιμασία αυτή είναι εντατική και απάνθρωπη: ατελείωτες ώρες στα βάρη, μια αυστηρή δίαιτα προκειμένου να επιτευχθεί το σωματικό βάρος της συγκεκριμένης κατηγορίας στην οποία διαγωνίζεται και μια σειρά από χάπια, ορμόνες και αναβολικά, αμφίβολης προέλευσης και επικινδυνότητας, προκειμένου να φουσκώσουν οι ήδη υπερτροφικοί της μύες, κάτω από την αυστηρή και μακιαβελική επίβλεψη του προπονητή και μέντορά της, Αλ, πρώην αθλητή του body building, ο οποίος προσπαθεί να υλοποιήσει τις δικές του φιλοδοξίες μέσα από αυτή. Λίγες ώρες πριν από την έναρξη του πρωταθλήματος, όμως, ένα σκοτεινό μυστικό από το παρελθόν της Περλ θα βγει στην επιφάνεια, όταν εμφανιστούν στο ξενοδοχείο ο πρώην της, ένας μικροαπατεώνας που πουλάει εισιτήρια στη μαύρη αγορά, και ο εξάχρονος γιος τους, τον οποίο η Περλ εγκατέλειψε πριν από τέσσερα χρόνια προκειμένου να χτίσει το νέο της κορμί και τη νέα της ταυτότητα.
Από τα πρώτα ασφυκτικά κοντινά πλάνα στους πόρους του δέρματος της Περλ και στους παλλόμενους μύες της, γίνεται σαφής η πρόθεση της Αμιέλ να αναδείξει την έντονη σωματικότητα της ταινίας της. Η κάμερα καταγράφει το σώμα της Περλ, αλλά και όλα τα σώματα των αθλητών, αντρών και γυναικών, που συμμετέχουν στο πρωτάθλημα, με έναν αισθαντικό φετιχισμό που ενισχύεται από τους neon φωτισμούς, τα fluo και φωσφορίζοντα μικροσκοπικά μαγιό, τα πλατινέ μαλλιά και το bronze spray σώματος που απλώνεται προκειμένου να λάμψουν οι μύες σε κάθε εξωπραγματική τους πτυχή, κι όλα αυτά υπό τους ήχους μιας καταιγιστικής ηλεκτρονικής μουσικής, παραπέμποντας ευθέως στο σινεμά του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν.
Μέσα σ’ αυτό το απαστράπτον περιτύλιγμα της κιτς επιφανειακότητας, η Αμιέλ τολμά να αντιπαραβάλει την ηρωίδα της, μια γυναίκα, η οποία επαναπροσδιορίζει την ταυτότητα της, αλλάζοντας τα πάντα πάνω της: από το όνομά της (ο πρώην σύντροφός της την αποκαλεί εμφατικά κάθε φορά Τζούλια), μέχρι και την ίδια της τη θηλυκότητα. Το σώμα της Περλ, σμιλεμένο και υπεράνθρωπο από το body building, αποκτά μια χειραφεσιακή διάσταση, μακριά από τα κατασκευασμένα και ετεροκαθοριστικά πρότυπα του κάλλους και της γυναικείας ομορφιάς, ειδικά σε μια εποχή όπου γίνεται για άλλη μια φορά συζήτηση για τα ζητήματα του φεμινισμού και της ισότητας των δύο φύλων.
Πέρα, όμως, από αυτή την εξωτερική αλλαγή, η Αμιέλ τολμά να θίξει, τουλάχιστον αρχικά, μια ακόμα ριζικά εδραιωμένη αντίληψη για το φύλο της, την ιδέα για την υπέρτατη αξία της μητρότητας. Η Περλ αποφασίζει να εγκαταλείψει την οικογένειά της, προκειμένου να ακολουθήσει τα όνειρά της. Κι αν αυτή η απόφαση ποτέ δεν εξηγείται, ούτε αναλύονται τα κίνητρά της, στοιχίζοντας στην ταινία κάτι από το δραματουργικό της βάθος ή την εμβρίθεια στην ανάλυση του χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας, από την άλλη καταδεικνύει μια δυναμική και μη απολογητική διάθεση εκ μέρους της σκηνοθέτη.
Δυστυχώς, όμως, η ταινία της Αμιέλ εξαντλεί το ενδιαφέρον της και φτάνει στα όρια της, όταν φέρνει την Περλ αντιμέτωπη με το τίμημα των επιλογών της. Γιατί η ελευθερία κι ο αυτοπροσδιορισμός δεν έρχονται πότε χωρίς συνέπειες κι αυτές θα φανούν τόσο στην εξουσιαστική σχέση της με τον προπονητή της, όσο κυρίως με το ίδιο της το παιδί, όταν θα αναγκαστεί να περάσει μερικές ώρες μαζί του.
Στην πρώτη περίπτωση, καθίσταται από την αρχή αντιληπτό ότι ο Αλ χρησιμοποιεί την Περλ ως μέσο για να αποκτήσει τη δόξα και το χρήμα που ο ίδιος ποτέ δεν κατάφερε, ενώ η σωματική αναπηρία του μέσα σε ένα πλήθος γυμνασμένων σωμάτων γίνεται ένας απλοϊκός και προφανής συμβολισμός, χωρίς ποτέ η σχέση των δύο χαρακτήρων να αποκτά μια ενδιαφέρουσα δυναμική πέρα από κάποιες υπόνοιες σεξουαλικής επαφής κι ενδεχομένως εκμετάλλευσης, οι οποίες ωστόσο μόνο ακροθιγώς παρουσιάζονται. Ο (ηθοποιός και βραβευμένος σκηνοθέτης) Πίτερ Μάλεν πάντως κάνει ό,τι μπορεί για να μεταφέρει με την επιβλητική του παρουσία και τη βαριά σκοτσέζικη προφορά κάτι περισσότερο από έναν μονοδιάστατο χαρακτήρα.
Εκεί, όμως, όπου η ταινία παίρνει την πιο συντηρητική στροφή και δυναμιτίζεται το όλο εγχείρημα, είναι όταν υποκύπτει στις συμβάσεις μιας ολότελα διαφορετικής οικογενειακής ταινίας στο δεύτερο μέρος της. Η Περλ θα ανακαλύψει διστακτικά την τρυφερότητα και θα αναζητήσει τον χαμένο χρόνο με το μέχρι πρότινος χαμένο της παιδί, τα ντισνεϊκά κλισέ ωστόσο θα ακυρώσουν σε μεγάλο βαθμό την πρωτοτυπία της πρώτης σκηνοθετικής απόπειρας της Αμιέλ.
Με μεγαλύτερο όπλο την ωμή, ακατέργαστη, αλλά τόσο ουσιαστική ερμηνεία της (body builder στην πραγματική ζωή) Τζούλια Φλορίστον στον κεντρικό ρόλο, το «Pearl» μπορεί να πέφτει τελικά θύμα των ίδιων του των αντιφάσεων, καταφέρνει εν τούτοις να μας συστήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα δημιουργό, η οποία τολμά να συνδυάζει ετερόκλητα και ασυμβίβαστα μεταξύ τους στοιχεία και είδη, κυρίως, όμως, αποδεικνύει ότι η ουσιαστική δύναμη, εκείνη που δεν επιβραβεύεται ποτέ σε διαγωνισμούς, αλλά είναι η μόνη που μετράει, δεν είναι ποτέ ζήτημα των μυών.