Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ντένις Τζόνσον (γνωστού κυρίως για την συλλογή διηγημάτων «Jesus’ Son» που είχε μεταφέρει στο σινεμά η Αλισον ΜακΛίν), η Κλερ Ντενί ιδιοποιείται με τον συνήθη τρόπο της το αρχικό υλικό, για να κάνει ένα φιλμ που είναι απόλυτα ταιριαστό στην φιλμογραφία της. Αργόσυρτο, σε βαθμό που σχεδόν βλέπεις τον ιδρώτα να στεγνώνει στα κορμιά των ηρώων της, αισθησιακό (αν αφαιρούσες τις σκηνές στις οποίες οι πρωταγωνιστές δεν φορούν ρούχα η διάρκεια του φιλμ θα ήταν μικρότερη τουλάχιστον κατά μία ώρα), και όπως πάντα, ιδιαίτερο με τον δικό της τρόπο, θολό στις προθέσεις του, φειδωλό στην αποκάλυψη των κρυμμένων χαρτιών του, «λοξό» στην ματιά του. Α, και με την υπέροχη μουσική των Tindersticks φυσικά, ένα νέο τραγούδι των οποίων, ντύνει την με διαφορά καλύτερη σκηνή της ταινίας. Στην οποία οι ήρωες φορούν τα ρούχα τους και δεν μιλάνε, απλά χορεύουν σε ένα άδειο, ημιφωτισμένο μπαρ.
Το βιβλίο του Τζόνσον είναι εμπνευσμένο από τις δικές του εμπειρίες στην Νικαράγουα των Σαντινίστας το 1984, αλλά η Ντενί μεταφέρει την δράση στο σήμερα, προσθέτοντας μάσκες για τον Covid και κινητά τηλέφωνα, δυο στοιχεία που χρησιμοποιούνται προφανώς για να αποσαφηνίσουν τον χρόνο, αλλά που δεν παίζουν κανέναν άλλο ουσιαστικό ρόλο. Το γιατί η ταινία οφείλει να ξεκαθαρίσει ότι διαδραματίζεται στο τώρα, έχει υποθέτουμε να κάνει με την πολιτική πλευρά της και την (όχι ακριβώς συγκλονιστική) διαπίστωση, πως τα πολιτικά παιχνίδια και η αποικιοκρατικές πρακτικές των μεγάλων δυνάμεων, δεν αλλάζουν ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ακόμη κι αν οι κατασκοπικές ίντρικες, οι πολιτικές επαναστάσεις και η ρομαντικοποίηση των λαϊκων επαναστάσεων, έχουν χάσει κάτι από την «κινηματογραφική» πατίνα τους όπως παρατηρεί και η ηρωίδα της: «Οι νεαροί αντάρτες ήταν κάποτε τόσο σέξι» λέει κοιτάζοντας μια φωτογραφία στον τοίχο, ξαπλωμένη κάτω από τον στρατιωτικό με τον οποίο κάνει σεξ -για λόγους συναλλαγής- νωρίς στην αρχή του φιλμ.
Η Τρις είναι μια αμερικανίδα δημοσιογράφος, που βρίσκεται παγιδευμένη στην Νικαράγουα μετά από ένα άρθρο που δεν άρεσε στους υψηλά ιστάμενους της χώρας, με κατασχεμένο διαβατήριο και με ελάχιστους φίλους από τους οποίους με αντάλλαγμα το σεξ, εξασφαλίζει την ασφάλεια της. Δυναμική, αλλά στην ουσία αφελής με έναν ξεκάθαρα αμερικάνικο τρόπο, περισσότερο καπάτσα παρά έξυπνη, κατορθώνει να επιπλέει αλλά δεν είναι σίγουρο ότι ξέρει να κολυμπά. Ενα βράδυ θα γνωρισει τον Ντάνιελ, ένα μυστηριωδη βρετανό «επιχειρηματία» και γρήγορα η σχέση συναλλαγής τους, θα μεταμορφωθεί σε πάθος, την ίδια στιγμή που οι αληθινοί λόγοι που τον έφεραν στη χώρα θα βάλουν και τους δύο σε κίνδυνο. Και κάπως έτσι η Τρις και ο Ντάνιελ θα προσπαθήσουν να φτάσουν κυνηγημένοι ως τα σύνορα της Κόστα Ρίκα. Κάνοντας φυσικά σεξ με κάθε ευκαιρία, σε φθηνά μοτέλ και αυτοκίνητα καθ΄οδόν.
Η Ντενί σκηνοθετεί το «Stars at Noon» σαν ένα παλιομοδίτικο πολιτικό θρίλερ σε slow motion, παραδίδοντας κάτι που θα μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσα στα «Επικίνδυνα Χρόνια» του Πίτερ Γουίαρ και την «Εξαψη» του Λόρενς Κάσνταν, αλλά δίχως την ένταση της πρώτης, ούτε τον ερωτισμό της δεύτερης. H Μάργκαρετ Κουόλι και ο Τζο Αλγουιν αποτελούν ένα φωτογενές ζευγάρι, αλλά δείχνουν υπερβολικά ατσαλάκωτοι και φρεσκοι για να φορέσουν τους «δουλεμένους» χαρακτήρες τους και τις συνθήκες του περιβάλλοντός τους. Αυτό που δείχνει να ενδιαφέρει την Ντενί περισσότερο απ΄οτιδήποτε άλλο, είναι η jazzy, αίσθηση και το ύφος του φιλμ, η πολιτική του θέση (ακόμη κι αν δεν λέει κάτι που δεν ξέρεις εδώ και χρόνια) και όπως πάντα στο σινεμά της η διάθεσή της να διαστρέψει κάθε αίσθηση των κανόνων ενός σινεμά είδους και να αποπροσανατολίσει με διακριτικότητα αλλά και επιμονή, τις προσδοκίες των θεατών.