Υπήρξε μία από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες της σύγχρονης - ευρύτερα - μουσικής ιστορίας, με καριέρα που προσομοιάζει ένα μωσαϊκό γεμάτο αξιοσημείωτους σταθμούς. Από τις τζαζ καταβολές έως τις αλησμόνητες δουλειές του ως μουσικός παραγωγός, άφησε το δικό του στίγμα τόσο στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία, όσο και τον κινηματογράφο, μέσα από τα σάουντρακς που έφεραν την υπογραφή του. Από τα ξημερώματα τις 3ης Νοεμβρίου, μπορεί ο Κουίνσι Τζόουνς να μην μένει πια εδώ, ωστόσο το έργο του θα συνεχίσει να ακούγεται - και να αναγνωρίζεται - στο διηνεκές.
Γεννημένος το 1933 στο Σικάγο, ο Κουίνσι Τζόουνς βρέθηκε να μεγαλώνει κάτω από ιδιαίτερα φτωχικές και δύσκολες συνθήκες, οι οποίες στάθηκαν η αφορμή να στραφεί στη μουσική ως διέξοδο, ήδη από πολύ μικρή ηλικία. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους φαύλους κύκλους της ένδειας και της βίας που γνώρισε από γεννησιμιού του, αφοσιώθηκε στην τρομπέτα και τη σύνθεση, πράγμα που αργότερα θα του άνοιγε τον δρόμο για μια θρυλική καριέρα. Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία στη σταδιοδρομία του ήρθε όταν ήταν μόλις 20. Εγινε μέλος της ορχήστρας του Λάιονελ Χάμπτον, εμπειρία που τον οδήγησε στη Νέα Υόρκη, όπου συνεργάστηκε με μερικούς από τους κορυφαίους μουσικούς της εποχής.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Τζόουνς άρχισε να αναπτύσσει μια πιο σύνθετη και πολύπλευρη αντίληψη γύρω από το τι εστί μουσική, αναλαμβάνοντας σύντομα τόσο τον ρόλο του ενορχηστρωτή, όσο και του παραγωγού. Αυτό ήταν μόνο η αρχή για έναν μουσικό που έμελλε αργότερα να επηρεάσει γενιές και γενιές καλλιτεχνών.
Η σχέση του με τον κινηματογράφο ξεκίνησε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν του ζητήθηκε να γράψει τη μουσική για την ταινία «Ο Eνεχυροδανειστής» (1964), κάνοντάς τον, τον πρώτο Αφροαμερικανό που ανέλαβε τη σύνθεση για ταινία μεγάλου μήκους. Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία και η μουσική του έλαβε σημαντικούς επαίνους για την ευαισθησία και την αμεσότητά της. Η σύνθεση της μουσικής για το σινεμά έγινε γρήγορα σημαντικό κομμάτι της καριέρας του, ενώ κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις με τη δουλειά του σε πολλές ακόμη ταινίες, όπως το «Ιστορία Ενός Εγκλήματος» (1967) και το «Εν ψυχρώ» (1967).
Η σχέση του με τον κινηματογράφο και η ικανότητά του να ενσωματώνει διαφορετικά μουσικά είδη στις συνθέσεις του, συνέβαλαν στο να αναγνωριστεί ως πρωτοπόρος της εποχής. Υπήρξε ένας από τους πρώτους συνθέτες που συνδύασαν τη τζαζ με την κλασική και τη σόουλ στις κινηματογραφικές συνθέσεις τους. Αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες της μουσικής ως πεδίου μεταφοράς συναισθημάτων, ανέπτυξε έναν ιδιαίτερο τρόπο ανάδειξης της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων μέσα από τις νότες. Ετσι, η μουσική του δεν λειτουργούσε απλώς ως υπόκρουση, αλλά ως ενεργό μέρος της πλοκής.
Η δεκαετία του '70 έφερε για τον Τζόουνς κι άλλες επιτυχίες, συμπεριλαμβανομένης της εμβληματικής μουσικής του για την τηλεοπτική σειρά «Roots» (1977). Η δουλειά του αυτή ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή επένδυση για την ιστορία της δουλείας, καθώς εντός της ενσωμάτωσε πολιτισμικές αναφορές και υπογράμμισε μελανά σημεία της περιόδου, συνδυάζοντας αφροαμερικανικές μουσικές παραδόσεις με σύγχρονο ήχο. Επειτα από αυτό, ασχολήθηκε ακόμη πιο συστηματικά με τη δημιουργία μουσικής για ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, καθιερώνοντας τον εαυτό του ως έναν από τους πιο σημαντικούς συνθέτες του Χόλιγουντ.
Παράλληλα με τη δουλειά του στον κινηματογράφο - που του απέφερε, ανάμεσα σε επτά συνολικά, τρεις υποψηφιότητες για Οσκαρ το 1985 (για την παραγωγή, αλλά και για τη μουσική και για το πρωτότυπο τραγούδι του «Πορφυρού Χρώματος» του Στίβεν Σπίλμπεργκ), δραστηριοποιήθηκε σε πολυάριθμες πτυχές της μουσικής βιομηχανίας και του πολιτισμού, δίνοντας σταθερά έμφαση και στον τομέα της κοινωνικής και πολιτικής προσφοράς, ιδρύοντας διάφορους οργανισμούς προώθησης της τέχνης και της παιδείας.
Παρόλα αυτά, ο σταθμός στην καριέρα του που τον κατέστησε ιδιαίτερα γνωστό, δεν ήταν άλλος από τη συνεργασία του με τον Μάικλ Τζάκσον, κυρίως για την παραγωγή του - ιστορικού πια - άλμπουμ «Thriller» (1982), το οποίο παραμένει ένας από τους πιο επιτυχημένους δίσκους όλων των εποχών. Η συνεργασία αυτή τον εδραίωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στην ιστορία της μουσικής, ενώ του χάρισε αναρίθμητα βραβεία και διακρίσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και 28 (!) βραβεία Grammy.
Εξίσου αξιομνημόνευτη στιγμή στο ανεξάντλητο δημιουργικό ιστορικό του ήταν και η παραγωγή του - βαθιά σπουδαίου - δίσκου του Μάνου Χατζιδάκι «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας» που ηχογραφήθηκε το 1965 στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, η σχέση του με τον ελληνικό καλλιτεχνικό κόσμο δεν περιορίζεται εκεί, καθώς τρία χρόνια πριν είχε συνεργαστεί και με τη Νάνα Μούσχουρη στο κλασικό άλμπουμ «The Girl from Greece Sings» για λογαριασμό της Mercury Records.
Η απώλεια του Κουίνσι Τζόουνς σηματοδοτεί, αναμφισβήτητα, το τέλος μίας εποχής, με όλη τη βαρύτητα και την ιστορικότητα που αυτή φέρει. Η πορεία του θα μείνει για πάντα εγγεγραμμένη στη συλλογική συνείδηση ως ένα κομμάτι (μουσικής) ιστορίας γεμάτο καινοτομίες, λειτουργώντας ως πηγή έμπνευσης για τους νεότερους καλλιτέχνες και συνθέτες. Η σχέση του με τον κινηματογράφο δε, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της καριέρας του, καθώς μέσω αυτής κατάφερε να αφήσει το στίγμα του, υπενθυμίζοντάς μας κάτι φοβερά σύνθετο και συγχρόνως αφοπλιστικά απλό: ότι η μουσική μπορεί να είναι κάτι - πολύ - περισσότερο από μια συνοδευτική νότα, αποτελώντας (ή/ και διαμορφώνοντας) τον συναισθηματικό παλμό μιας ταινίας.