Μπορεί νάναι και ιδέα μου, αλλά ουδέποτε έχω δει τον Πάβελ Παβλικόφσκι τόσο χαλαρό, άνετο και καλά με τον εαυτό του. Oχι ότι τον έχω δει και χιλιάδες φορές στη ζωή μου. Αλλά, καμμιά σχέση με τον «σταρ» που προωθεί κάποια υπερβραβευμένη ταινία του -λίγο σφιγμένος, λίγο βαριεστημένος και πολύ επαγγελματίας-, δεν είχε ο τρισχαριτωμένος, αστείος, εξομολογητικός, αυτοσαρκαστικός και ειλικρινής άνδρας, που ήρθε αντιμέτωπος το βράδυ του Σαββάτου με μια τίγκα στη νεολαία αίθουσα της Ταινιοθήκης της Ελλάδας. Νεολαία, φαντάζομαι, όχι μόνο απλώς σινεφίλ, αλλά και με όνειρα για μια καριέρα στο σινεμά.
Hταν το master class του Παβλικόφσκι στο πλαίσιο των αθηναικών εκδηλώσεων του 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, με το οποίο ο Πολωνός σκηνοθέτης, χάρη στην φιλία του με τον καλλιτεχνικό του διευθυντή Γιάννη Σακαρίδη, έχει τις θερμότερες σχέσεις (είναι η δεύτερη φορά, που ήρθε φέτος στη Δράμα).
Αν ξεχάσουμε το ελαφρώς ακατανόητο πρόγραμμα Cinematherapy του Φεστιβάλ, που διοργάνωσε το master class του Παβλικόφσκι, εξ ου και την μερίδα του λέοντος της παρουσίασης και των ερωτήσεων είχε η επικεφαλής του, σύμβουλος ψυχικής υγείας και κινηματογραφοθεραπεύτρια Ντενίς Νικολάου, όλα τα υπόλοιπα πήγαν περίφημα. Υπήρχε, άλλωστε και αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τη δουλειά του Παβλικόφσκι, έστω κι αν δεν έχει νέα ταινία μετά τον «Ψυχρό Πόλεμο» του 2018. Βγήκαν στο φώς (και ήρθαν και στη Δράμα) τα παλιά, βρετανικά τηλεοπτικά του ντοκιμαντερ για το BBC, γυρισμένα τη δεκαετία του ’90, πριν στραφεί στη μυθοπλασία και εκτοξευτεί με τις ταινίες του «Το τελευταίο καταφύγιο» (2000) και «Το καλοκαίρι του έρωτά μου» (2004) στην κορυφή του βρετανικού σινεμά.
Ο ίδιος φαίνεται χαρούμενος που επιτέλους αυτή η πλευρά της δουλειάς του συναντά πάλι το κοινό, είπε άλλωστε ότι σε αντίθεση με τις φίξιον ταινίες του, που δεν αντέχει να ξαναδεί, τα ντοκιμαντέρ μπορεί να τα βλέπει και να τα ξαναβλέπει. Και μείς μαζί του. Οι τέσσερις δουλειές του για το BBC, που προβλήθηκαν στη Δράμα, συμπληρώνουν την εικόνα του, όπως τη μάθαμε τα τελευταία χρόνια, με την «Ιντα» (2015) και τον «Ψυχρό Πόλεμο». Μια πολιτικοποίηση επί της ουσίας, μια θερμή σχέση με την ανατολική Ευρώπη ενός Πολωνού ξεριζωμένου από παιδική ηλικία στην Αγγλία, μια ατρόμητη έρευνα σε θέματα φόρμας.
Το πιο διάσημο από τα τέσσερα ντοκιμαντέρ του είναι το βραβευμένο «Στα Bήματα του Ντοστογιέφσκι» (1991), που ακολουθεί τον δισέγγονό του συγγραφέα, Ντιμίτρι Ντοστογιέφσκι, οδηγό τράμ στο Λένινγκραντ, έναν έντελώς μυθιστορηματικό και ντοστογιεφσκικό τύπο, στο πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, μετά την πτώση του κομμουνισμού. Προσκεκλημένος μιάς ιντελεκτουέλ και αριστοκρατικής τω πνεύματι γερμανικής Λέσχης Φίλων του Ντοστογιέφσκι, εκμεταλλεύεται την κατάσταση μόνο και μόνο γιατί θέλει με πάθος και μανία να βρεί και να αγοράσει μια μεταχειρισμένη Μερσεντές. Το πιο ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ του (για μας τους Βαλκάνιους) είναι τα εντυπωσιακά σε έρευνα και ματιά «Σερβικά Επη» (1992), μια ψύχραιμη αποκάλυψη των ριζών του σέρβικου εθνικισμού (εκείνη την εποχή το αίμα κυλούσε στη Βοσνία) με πρωταγωνιστή μπροστά στην κάμερα του περιβόητου σφαγέα Ράντοβαν Κάρατζιτς, ευτυχώς σήμερα πιά στην φυλακή -τον ακολουθεί ο Παβλικόφσκι ακόμα και σε προσωπικές στιγμές με την μητέρα του.
Αλλη μια επιτυχία του σκηνοθέτη είναι… το ανάλαφρο, σε στυλ Ζακ Τατί, πορτρέτο ενός ακόμα απεχθούς Ρώσου εθνικιστή, του μακαρίτη πιά από κορωνοιό λαικιστή και δημαγωγού Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι («Ταξιδεύοντας με τον Ζιρινόφσκι», 1995). Και τέλος, σε ένα έντονο φλερτ με τη μυθοπλασία, αλλά χάρη σε πεισματική έρευνα χρόνων στη Ρωσία ακόμα και με τη βοηθεια της KGB, το ξετρύπωμα, η ανακάλυψη και οι συνεντεύξεις του Παβλικόφσκι με έναν σκοτεινό μύθο της αντεργκράουντ, απαγορευμένης ρώσικης λογοτεχνίας, τον αναρχικό, κυνικό, μηδενιστή και κατεστραμμένο από το αλκοόλ ποιητή Βενεντίκτ Γεροφέγεφ («Από τη Μόσχα στο Πετουσκί», 1990).
Σερβικά Επη
Στα Bήματα του Ντοστογιέφσκι
Στο τέλος του master class, διανθισμένου με πολλά αποσπάσματα από τα ντοκιμαντέρ και τις ταινίες του, με μιά μόνο απορία μείναμε. Τι γίνεται με αυτό το σενάριο που έγραφε ο Παβλικόφσκι στην περίοδο της καραντίνας στο σπίτι του στην Υδρα; Θα είναι και η επόμενη ταινία του καθαρά Πολωνικη; Ζεί, αλλωστε, ως γνωστόν πιά στη Βαρσοβία.
Δεν μου αρέσει και τόσο το σινεμά σήμερα. Ισως να παραμεγάλωσα, μετά τα 60 σαν να νοιώθεις ότι το σινεμά, που αγαπάς, εξαφανίζεται. Μην με ρωτάτε, λοιπόν, ποια ταινία και ποιος σκηνοθέτης μου άρεσε τελευταία. Αν και σκέφτομαι πώς και πέντε μόνο καλές ταινίες να βλέπουμε κάθε χρόνο, φτάνει. Μήπως παλιά γυρίζονταν περισσότερα αριστουργήματα; Μάλλον όχι»
Λίγα μόνο από τα πολλά που είπε:
Για το BBC: «Μπορεί τη δεκαετία του ’90 να ήταν συντηρητικό και αρκετά βαρετό, αλλά δεν υπήρχε κάποιος κεντρικός ασφυχτικός έλεγχος στο πρόγραμμά του, μπορούσες να βρείς μια γωνιά για να περάσεις τις προτάσεις σου και να κάνεις τη δουλειά σου. Ακόμα και τo ντοκιμαντέρ μου «Σερβικά Επη». Φαντάζεστε τι πολιτική χειροβομβίδα ήταν, αρχές δεκαετίας ΄90, φτιαγμένο στη Βοσνία τη διάρκεια του πολέμου! Εκανα και μια μικρή απάτη για να το περάσω, το πρότεινα στο.. λογοτεχνικό τμήμα, επειδή είχε στον τίτλο του τη λέξη «έπη». Ηταν η εποχή που γεννιόταν ο εθνικισμός στην Ευρώπη, όχι όπως σήμερα που βρίσκεται παντού».
Για το ντοκιμαντέρ: «Σήμερα , σε έναν κόσμο και μια καθημερινότητα, που κατακλύζεται από πληροφορίες και κυριαρχείται από τα media, δεν με ενδιαφέρει, δεν θα μπορούσα να γυρίσω ντοκιμαντέρ. Τότε το έδαφος ήταν ακόμα παρθένο, στα μίντια κυριαρχούσαν τα κλισέ και οι απλουστεύσεις, τίποτα το σύνθετο, καμμία έγνοια για την πραγματικότητα. Σιχαινόμουνα τον τρόπο με τον οποίο τα μίντια παρουσίαζαν τον κόσμο και τα ντοκιμαντέρ ήταν ο τρόπος μου να απαντήσω. Προσπάθησα να αγαπήσω κάθε θέμα μου, μόνο έτσι θα μπορούσα να το καταλάβω και να το αναδείξω, ακόμα και τον Ζιρινόφσκι, αυτόν τον Ρώσο σούπερ εθνικιστή, από τους πρώτους στην Ευρώπη και τη Ρωσία, που ήταν, φυσικά, τρομακτικός τύπος… Ηταν εξαιρετική περίοδος για να κάνω ντοκιμαντέρ. Πέρα από ένα σχολείο κανονικό, δεν είχα σπουδάσει κινηματογράφο, το ντοκιμαντέρ με βοήθησε να καταλάβω ότι η περιβόητη διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας δεν ίσχυε για μένα (ούτε στα ντοκιμαντέρ μου ούτε στην μετέπειτα μυθοπλασία μου). Συγχρόνως με έβγαλε από μια ομφαλοσκόπηση. Επειτα, επειδή δεν είχαμε άπειρο φιλμ, έμαθα να λέω «πάμε» μόνο όταν υπήρχε πραγματικά σοβαρός λόγος – το αντίθετο με σήμερα, που η εύκολη, φτηνή ψηφιακή τεχνολογία σε σπρώχνει σχεδόν να τραβάς άκριτα ό,τι βρίσκεις μπροστά σου. Και, τέλος, από το ντοκιμαντέρ ήταν που κατάλαβα ότι στο σινεμά μπορείς να είσαι πολύ περισσότερο ελεύθερος, ποιητικός και αστείος από όσο νόμιζα».
Για το παρελθόν: «Στις ταινίες μου, ολοένα και πιο δύσκολα μπορώ να βασιστώ στον σημερινό έξω κόσμο, στη σημερινή πραγματικότητα. Το παρελθόν με τραβάει, με βοηθάει στις ιστορίες μου. Άλλο αν τώρα, μετά την πανδημία, που τα πράγματα μοιάζουν να αλλάζουν και να επανεξετάζονται , ολοένα σκέφτομαι: και ποιος νοιάζεται για τη δική μου εμμονή με κάτι που αφορά την Πολωνία του ΄60; Δηλώνω εν συγχύσει, σε δυσκολία να βρώ μια ιστορία».
Οι ταινίες μου, μια χημική αντίδραση: «Σχεδόν πάντα δυό θέματα , που με απασχολούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, κάποια στιγμή ενώνονται, αντιδρούν μεταξύ τους και γεννάνε μια ταινία. Στο «Τελευταίο καταφύγιο» δεν ήθελα να κάνω ταινία την ιστορία την δική μου και της μητέρας μου ,που ήρθαμε πρόσφυγες στην Αγγλία. Ηταν περισσότερο ο δεσμός ανάμεσα σε μια μαμά και ένα μικρό παιδί, ξένους σε άγνωστο τόπο, που με κινούσε. Και ήρθε και κόλλησε με μια άλλη εμμονή μου χρόνων, αυτά τα ερημικά, σε παρακμή, παραθαλάσσια θέρετρα της Αγγλίας -η θάλασσα, ο αέρας, τα φτηνά ξενοδοχεία δεν έγιναν απλώς ο τόπος που κινήθηκαν οι ήρωες μου, αλλά και το δεύτερο θέμα της ταινίας. Το ίδιο συνέβη και στον «Ψυχρό Πόλεμο». Η πολύπλοκη, δύσκολη, με σκαμπανεβάσματα ερωτική σχέση των γονιών μου μόνο όταν ενώθηκε μέσα μου με τη μουσική, το δεύτερο θέμα της ταινίας, γέννησε χαρακτήρες με ζωντάνια. Και στην «Ιντα», πάλι ένα προσωπικό στοιχείο, το γεγονός ότι κι εγώ, όπως η νεαρή μοναχή, αλλά σε λίγο μικρότερη ηλικία, έμαθα ότι ο πατέρας μου ήταν εβραίος και συγγενείς μου είχαν πεθάνει στο Αουσβιτς, ήρθε και έδεσε με μια άλλη ιστορία, που με βασάνιζε και ήθελα να την κάνω ντοκιμαντέρ. Όταν σπούδαζα στην Οξφόρφη είχα γνωρίσει τη γυναίκα ενός Πολωνού καθηγητή μου και είχα γοητευθεί: ευφυής, αστεία, με κοφτερή γλώσσα και κυνισμό. Και, μετά από χρόνια διάβασα ότι ζητούσαν την έκδοσή της οι πολωνικές αρχές, γιατί είχε υπάρξει δικαστής επί σταλινισμού, είχε αίμα στα χέρια της. Πέθανε πριν την εκδώσουν.. Ετσι γεννήθηκε μέσα μου η θεία Γουάντα της Ιντα, που αυτοκτονεί, ένας χαρακτήρας που έχει και πολλά στοιχεία από τον πατέρα μου».
Μια εμπορική ταινία, που δεν την είδε σχεδόν κανείς: «Εχει δει άραγε κανείς σας την «Γυναίκα του Πέμπτου»; Κι όμως είναι η μόνη ταινία που έκανα με εμπορικούς στόχους. Ηταν στη Γαλλία, 2011, αποδέχτηκα μια πρόταση, που μου έγινε, με την αίσθηση ότι έχω αρκετά χρόνια να κάνω σινεμά -έπρεπε να αφοσιωθώ στα παιδιά μου- και δεν είχα, άλλωστε, καμμία δική μου ιδέα στο μυαλό. Εμπρός, λοιπόν, για μια εμπορική ταινία, γιατί όχι; Μπορούσα να πάρω ηθοποιούς σταρ (Ιθαν Χοκ, Κριστιν Σκοτ Τόμας) και όλα αυτά. Στην πορεία άλλαξαν τα πάντα, εγκατέλειψα σχεδόν το σενάριο, βυθίστηκα σε μια απίστευτα προσωπική, ψυχεδελική, στο στυλ του Ντεϊβιντ Λιντς, κατάσταση, ένα ταξίδι εσωτερικό, που στο τέλος δεν έβγαλε πουθενά -καμμιά φορά αναρωτιέμαι αν κατάλαβε κανείς τι γίνεται στο τέλος της ταινίας (γελάει). Στην «Ιντα» συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ειχα συνεχώς την αίσθηση ότι πηγαίνω προς μια επαγγελματική αυτοκτονία, ότι έκανα μια ταινία που κανείς δεν θα έβλεπε (μικρή, πολωνική, μαυρόασπρη, με ακίνητη κάμερα). Αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Όλα αυτά αντίθετα μου έδιναν κουράγιο, να συνεχίσω, να κάνω ό,τι το πιο ακραίο μπορούσα.. Εχω γυρίσει, δηλαδή, μια «εμπορική» ταινία, που δεν την είδε κανείς και μια μη εμπορική, που πήρε Οσκαρ και την είδαν σε όλο τον κόσμο. Θυμάμαι μια γαλλίδα διανομέα, που την λάτρευε, εκτός από το τέλος της, επειδή η Ιντα επιστρέφει στο μοναστήρι, να μου φωνάζει: «πως θα προωθήσω εγώ μιά ταινία ,που φοράς στην κοπέλα μια καλύπτρα και την κάνεις μοναχή;». Υπάρχουν, ξέρετε, δογματικοί άνθρωποι σε κάθε πλευρά. Η επιστροφή της Ιντα στο μοναστήρι ήταν πάντα το αγκάθι της ταινίας. Κανένας δεν σκέφτηκε ότι ίσως ο νεαρός εραστής της δεν είχε κάνει καλά τη δουλειά του; (γελάει)»
Το σινεμά σήμερα: «Δεν μου αρέσει και τόσο. Ισως να παραμεγάλωσα, μετά τα 60 σαν να νοιώθεις ότι το σινεμά, που αγαπάς, εξαφανίζεται. Μην με ρωτάτε, λοιπόν, ποια ταινία και ποιος σκηνοθέτης μου άρεσε τελευταία. Αν και σκέφτομαι πώς και πέντε μόνο καλές ταινίες να βλέπουμε κάθε χρόνο, φτάνει. Μήπως παλιά γυρίζονταν περισσότερα αριστουργήματα; Μάλλον όχι».