
Ενα «γλυκό τίποτα» είναι η ταινία του Ελβετού Ντάνιελ Σμιτ, από το 1981, που προβάλλεται στο αφιέρωμα Θησαυροί Ταινιοθηκών, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, το Σάββατο, στις 22.15, σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια. Και μαζί είναι ό,τι πιο χαριτωμένο, πικρό και meta μπορεί να δει κανείς αυτή την εποχή.
Η ταινία γυρίστηκε βιαστικά, με μια ανάσα, με κάμερα στο χέρι κυρίως, στη διάρκεια του Φεστιβάλ Καννών του 1981 - και προβλήθηκε την ίδια χρονιά. Πρωταγωνιστεί η Μπουλ Οζιέ, αυτή η αριστουργηματική Γαλλίδα ηθοποιός με το «παρθένο» πρόσωπο, που έχει παίξει από Ριβέτ ως Μπουνιουέλ: είναι η δεσποινίς Μπέτι, μια «απλή σινεφίλ», όπως λέει η ίδια με αγανάκτηση. Εχει φτάσει στις Κάννες, στη Μέκκα του κινηματογράφου και θέλει να δει... πράγματα, ταινίες, πρόσωπα. Κυρίως θέλει να δει τη συνέντευξη Τύπου του «κυρίου Νίκολσον», την οποία κυνηγά επίμονα.
Μένει σ' ένα κομψό ξενοδοχείο, μόνη. Τηλεφωνεί τακτικά στη ρεσεψιόν του Φεστιβάλ (αδύνατον να το διανοηθεί κανείς σήμερα), ή επισκέπτεται το Παλέ ντε Φεστιβάλ, την υπερμεγέθη έδρα του Φεστιβάλ, με τα μικρά-μικρά γραφεία, τις μεγάλες, δυσπρόσιτες για το κοινό, αίθουσες και τις χιλιάδες ανθρώπων που όλοι μοιάζουν να ξέρουν τι κάνουν. Η δεσποινίς Μπέτι πραγματικά δεν ξέρει. Δεν βρίσκει πώς μπορεί να παρακολουθήσει τη συνέντευξη Τύπου. Ούτε και πώς να δει την ταινία του κυρίου Νίκολσον. Ούτε και πώς να πάρει κάποιο πάσο για να περιηγηθεί στο χώρο. Δεν ξέρει τίποτα και κανείς δεν τη βοηθά. Γι' αυτό και καταλήγει να μένει περισσότερο στο δωμάτιό της, παρά έξω και να βλέπει στην τηλεόραση τα επίκαιρα του Φεστιβάλ, ή γοητευτικά ασπρόμαυρα ντοκιμαντέρ από τη χρυσή εποχή του. Αλλά δεν το βάζει κάτω.
Η δεσποινίς Μπέτι θα παρακολουθήσει μία παρουσίαση (κωμική και λατρευτική η εμφάνιση της Κίρα Νιζίνσκι, της κόρης του Νιζίνσκι, σε προχωρημένη ηλικία αλλά με ασυναγώνιστο μπρίο, που ακκίζεται και φλυαρεί, ξαναζώντας τις στιγμές της δόξας σε μια μισοάδεια από κόσμο αίθουσα), και τη συνέντευξη Τύπου των ονείρων της, πράγματι αυτήν του «Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δυο Φορές», πλησιάζοντας όσο μπορεί, ανάμεσα σε επιθετικούς αγκώνες και σηκωμένα χέρια, τον κύριο Νίκολσον, την Τζέσικα Λανγκ και τον Μπομπ Ράφελσον. Στην άκρη του τραπεζιού, ο Ανρί Μπεάρ, σύμβολο του Φεστιβάλ Καννών, υπεύθυνος πια για το συντονισμό των πιο hot συνεντεύξεων Τύπου της κάθε διοργάνωσης, τότε νεαρός μεταφραστής και βοηθός.
Υβριδική η ταινία, από τότε, συνδυάζοντας μυθοπλασία και πολύτιμα ντοκουμέντα που ενσωματώνονται στην πλοκή. Ταυτόχρονα ένα who is who του Φεστιβάλ Καννών της δεκαετίας του '80 και νωρίτερα, τα περάσματα σκηνοθετών και ηθοποιών από την οθόνη δημιουργούν το πιο σινεφιλικό παιχνίδι, να μια Μπαρντό, μια Κάλας, είναι αυτός ο Αντρέ Μαλρό; Ενα φιλμ που χρησιμοποιεί το τεκμήριο με μεταμοντέρνο τρόπο, αλλά γίνεται, σήμερα, τεκμήριο το ίδιο, εγκλωβίζοντας στα 53 λεπτά του από τη μια πλευρά τη ζωντανή ιστορία ενός σπουδαίου θεσμού, από την άλλη τον τρόπο λειτουργίας του, το πάθος της σινεφιλίας όπως βιώνονταν πριν σαράντα χρόνια, ανεκδοτολογικά στοιχεία για όσες και όσους γνωρίζουν το Φεστιβάλ Καννών (από τα γκισέ του πρώτου ορόφου και την αίθουσα συνεντεύξεων Τύπου που έχουν μείνει άθικτα, ως την ευκολία με την οποία μία δεσποινίς Μπέτι μπαίνει στη συνέντευξη Τύπου για την οποία σήμερα θα έπρεπε να είσαι διαπιστευμένη, να περιμένεις μία ώρα στην ουρά και να στενοχωρηθείς που δεν τα κατάφερες τελικά).
Είναι η ταινία αφιερωμένη στην «Παναγία της Κρουαζέτ» που δεν είναι άλλη από το ίδιο το Φεστιβάλ και τον «ναό» του, όπου η δεσποινίς Μπέτι θέλει να προσκηνύσει, μία χειροπιαστή απόδειξη της τεράστιας ανάγκης να διασώζονται τα φιλμ, να προστατεύονται οι κόπιες ως παρακαταθήκη πολιτισμού, αυτό ακριβώς στο οποίο εστιάζει το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης. Κι είναι και μια ταινία αξιαγάπητη, ανάλαφρη, με μια μελαγχολία για τις λευκές νύχτες και τα σπασμένα όνειρα, του σινεμά και για το σινεμά.
Η ταινία «Η Παναγία της Κρουαζέτ» («Notre Dame de la Croisette») προβάλλεται το Σάββατο, 12 Απριλίου, στις 22.15, στην Ταινιοθήκη. Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για το αφιέρωμα Θησαυροί Ταινιοθηκών.