«Εδώ δεν Υπάρχει Ασυλο». Σκηνοθετεί ο Μιχάλης Καφαντάρης, γράφει ο Θανάσης Γιαννόπουλος, aka The Motorcycle Boy. Ενα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για την ανεξάρτητη punk, post punk, new wave μουσική σκηνή της Αθήνας στη δεκαετία του ’80. Μια ταινία που παίρνει χρόνια για να γίνει (δυο χρόνια χρειάστηκαν οι δημιουργοί μόνο για να έρθουν σε επαφή με τα συγκροτήματα που αποτελούν την ουσία της ταινίας, από τους Cpt Neφος και τους Χωρίς Περιδέραιο μέχρι την Αντα Λαμπάρα των Villa 24) και τώρα προσκαλεί, ακόμα προκαλώντας, το κοινό σ’ ένα πρωτοφανές πάρτι στο Gagarin 205, όλα τα έσοδα από το οποίο θα επενδυθούν στην ολοκλήρωση της ταινίας. Την Παρασκευή, 14 Μαρτίου, στο Gagarin θα ξαναζωντανέψει η σκληρή πλευρά του ’80. Για προετοιμασία (για τους νεώτερους) ή recap (για τους λίγο μεγαλύτερους), ο Θανάσης Γιαννόπουλος αφηγείται στο Flix την περιπέτεια της ταινίας – γιατί εδώ, υπάρχει άσυλο! Διαβάστε παρακάτω…
info
- Παρασκευή, 14 Μαρτίου | Gagarin 2015
- εισιτήριο: 10 ευρώ προπώληση, 12 ευρώ ταμείο
- θα παίξουν οι: Ανυπόφοροι | Αρνάκια | Cpt Neφος | Χωρίς Περιδέραιο | This Fluid | Louis, Kon, Spy Bokos, Pan Thistle | Κώστας Μάστορης - Στέλιος Μαστρόκαλος (Metro Decay) | Θοδωρής Βλαχάκης (Magic de Spell) | Βασίλης Σαλαπάτας (Not 2 without 3) | Αντα Λαμπάρα (Villa 21)
- θα προβληθούν αποσπάσματα της ταινίας
- Η συναυλία θα κινηματογραφηθεί για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ
- facebook.com/NoAsylumHere
Εδώ δεν υπάρχει Ασυλο - «48 σιωπές»
Ολα ξεκίνησαν από μια σαχλαμάρα… Ηταν δηλαδή μια εκπομπή στην τηλεόραση περί «ελληνικού ροκ» (είναι, άραγε, Π.Ο.Π. ο συγκεκριμένος όρος;) περίμενα κι εγώ σα χάχας να φτάσει η σειρά της δεκαετίας του ’80 –όχι για άλλο λόγο μα επειδή τότε έτυχε να είμαι (και να δείχνω) νέος. Είχα στήσει και την κόρη μου, με το ζόρι, μπροστά στην οθόνη, «κάτσε να δεις τι ακούγαμε τότε». Εκατσε. Οχι η κόρη μου (αυτή μού τράβηξε ένα «ξέρω και δε μ΄αρέσουν» όσο εξαφανιζόταν), αλλά η εκπομπή.
Βγήκαν λοιπόν κάτι καλλιτέχνες 10 χρόνια μεγαλύτεροί μου (άρα ανήκοντες στην «τιμημένη γενιά του Πολυτεχνείου») που τους θυμόμουν να στελεχώνουν τις συναυλίες της ΚΝΕ (μπουζουκάκι, εμβατηριάκι, αντιστασούλα) και να μας λοξοκοιτάζουν επειδή δεν τους άρεσε η μούρη μας. Καλλιτέχνες που από τα μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’80 βούτηξαν στην κολυμπήθρα της ροκ ως μπουζουξήδες και βγήκαν ως θεοί της Stratocaster. Πού διάολο ήταν οι δικοί μου; Οι πάνκηδες, οι ποστ, οι νιουγουεϊβάδες -πού ήταν όλοι αυτοί;
Την άλλη μέρα έγραψα ένα κομμάτι στο μπλογκ μου (διαθέτω και τέτοιο) για να ξεφορτώσω –μού βγήκε κάπως πικρόχολο, το παραδέχομαι, μπήκαν κάποιοι από κάτω, ξεκίνησε μια κουβέντα απ΄αυτές των μπλογκ, που αρχίζουν με τη μουσική του ’80, για παράδειγμα, και φτάνουν σε συνταγές για σουτζουκάκια (όχι για παράδειγμα). Οπου εμφανίζεται ένα σχόλιο μέλους συγκροτήματος του ’80, κάνει μια εύστοχη τοποθέτηση και καταλήγει : «Συγχωρείστε με αν ακούγομαι λίγο κυνικός (κουρασμένος;), ίσως είναι επειδή συνειδητοποιώ πως πέρασαν κιόλας τετρακόσια χρόνια και δεν μου αρέσει καθόλου.» Αλλάζουμε κάποια μέιλ, ανακάλυψα ότι πρόκειται περί του Κώστα Μάστορη των θρυλικών Metro Decay. Ξεκίνησε μια φιλική σχέση δι΄αλληλογραφίας (pen pal friends) μέχρι που αποφασίζουμε να κατέβουμε στα Κύθηρα για να πιούμε και μια μπύρα από κοντά. Ο Μάστορης έχει εκεί πέρα ένα μπαρ, τον ΚΟΥΚΟ –το καλοκαίρι δεν έχει μπει ακόμα για καλά- κουβεντιάζουμε για διάφορα, ώσπου αναρωτιέται φωναχτά: «Πλάκα δεν θα είχε να γυριζόταν ένα ντοκιμαντέρ για την ανεξάρτητη σκηνή της δεκαετίας του ΄80;» Στο καπάκι μάς αφήνει σύξυλους για να φέρει καινούργια γύρα ποτά κι εγώ το σκέφτομαι. Ρε, λες;
Οταν επιστρέφουμε Αθήνα ξεκινάω να το ψάχνω. Κάποιοι πολύ καλοί φίλοι δέχονται να μου δανείσουν κάμερες, όμως έχω αποφασίσει ένα πράγμα: να γυριστεί κάτι που θα παιχτεί στους κινηματογράφους –πιστεύω ότι το χρωστάω σ΄αυτά τα συγκροτήματα και στη μουσική που άφησαν πίσω τους. Ωραία!
Αλλά δεν είμαι σκηνοθέτης. Ούτε οπερατέρ, ούτε διευθυντής φωτογραφίας, ούτε ηχολήπτης… Μπορώ να κάνω μια δημοσιογραφική επιμέλεια, μπορώ να φτιάξω κι ένα σενάριο, αλλά μέχρι εκεί. Ξεκινάει λοιπόν η διπλή αναζήτηση. Από τη μια ψάχνω τα συγκροτήματα κι από την άλλη ψάχνω τους τεχνικούς που θα κάνουν το ντοκιμαντέρ. Παράλληλα γράφω και το σενάριο. Ο τίτλος έρχεται και στρογγυλοκάθεται –είναι το ρεζουμέ της σημαδιακής εκείνης ανακοίνωσης του αστυνομικού διευθυντή ονόματι Χοχτούλα που ώθησε, εκεί στο μακρινό ΄85, τον κόσμο να κλειστεί στο Χημείο προειδοποιώντας τους ότι η πλατεία Εξαρχείων δεν τους προσφέρει άσυλο. «Εδώ δεν υπάρχει Ασυλο» -1η Σεκάνς, 1η σκηνή, voice over: «όλα ξεκίνησαν από μια σαχλαμάρα»…
Το σημαντικότερο ζήτημα, λοιπόν, ήταν να βρεθεί ο σκηνοθέτης. Γιατί –εντάξει –εγώ μπορεί να θυμόμουν και να έγραφα, τα συγκροτήματα μπορεί να θυμόντουσαν και να έλεγαν, αλλά η ματιά του σκηνοθέτη θα καθόριζε, ολοκληρωτικά σχεδόν, την ταινία. Είπα ταινία; Κράτα το αυτό. Αρχισα τις συζητήσεις με κάποιους σκηνοθέτες που ενδιαφέρονταν για το συγκεκριμένο project –χρονοβόρες συζητήσεις που κατέληγαν μονίμως στο ότι είχαμε διαφορετική οπτική. Βλέπεις, σκηνοθέτης δεν είμαι αλλά θυμάμαι κάποια πράγματα από το ’80, θυμάμαι το κλίμα, θυμάμαι το συναίσθημα, εκείνο το στρίμωγμα που νιώθαμε τότε… Ηθελα αυτά να αποτυπωθούν –αυτά, και όχι κάποιες νοσταλγικές αναπολήσεις (δεν νοσταλγεί τίποτα η γενιά μου, ούτε καν τη νεότητά της) ή κάποια απεικόνιση του στυλ «δέστε αυτούς τους περίεργους τύπους που έκαναν το κέφι τους». Εντάξει, ήμασταν για δέσιμο (και πολλούς από μας τούς έδεσαν κιόλας) αλλά δεν ήμασταν περίεργοι –με καταλαβαίνεις;
Ενας μεγάλος δάσκαλος είχε πει κάποτε: «μην κοιτάζεις μακριά γιατί αυτό που ψάχνεις είναι δίπλα σου» -μπορεί να ήταν ο μίστερ Μιγιάκι αλλά δεν παίρνω όρκο. Εγώ βέβαια βλέπω καλύτερα μακριά (ειδικά τώρα που πλησιάζει η πρεσβυωπία) αλλά η γυναίκα μου ως νεότερη έκανε αυτό ακριβώς –κοίταξε δίπλα μας. «Ρε συ, ο Μιχάλης δεν είναι σκηνοθέτης;» με ρώτησε μια μέρα. «Ποιος Μιχάλης; Το Ανάποδο 8;» αναρωτήθηκα. Το Ανάποδο 8 ήταν τότε (και παραμένει) ένα φιλικό μας μπλογκ, ανταλλάσαμε συχνά-πυκνά σχόλια με τον Μιχάλη που έγραφε εκεί, είχαμε κοινά γούστα. Ομως, ο Μιχάλης είχε κάνει κι ένα ντοκιμαντέρ για το ελληνικό rock ‘n’ roll και την εμπορευματοποίησή του ονόματι Greeceland- δηλαδή πόσο πιο σχετικός με αυτό που έψαχνα;
Βρεθήκαμε ένα χειμωνιάτικο βράδυ με τον Μιχάλη τον Καφαντάρη για να πιούμε τίποτα μπύρες, να γνωριστούμε καλύτερα και να τα συζητήσουμε. Το ότι ταιριάζαμε σαν άτομα ήταν αναμενόμενο, αλλά είχε και μια πολύ καλή θέση περί της δεκαετίας του ’80. Μια δεκαετία που την έζησε «από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου του πατέρα του» όπως λέει συνήθως –κι έτσι, γεμάτος περιέργεια για να εξερευνήσει αυτά που του φαίνονταν τότε εξωπραγματικά –δήλωσε ενδιαφέρον για το project και, χωρίς καθυστερήσεις, δέχτηκε να το σκηνοθετήσει.
Ο Μιχάλης Καφαντάρης μένει στις παλιές γειτονιές του κέντρου της πόλης, κοντά του έμενε (εκείνη την εποχή) ένας άλλος καλός μας φίλος, ο Νίκος ο Χανιώτης (φωτογράφος, μπασίστας στους Ονειροπαγίδα, στους Ded City Jetz και πλέον στους Λοβιτούρα –ωραίος τύπος, ποδηλάτης άνευ κινητού τηλεφώνου). Ετυχε να βρεθούμε για μπύρες (τελικά ο κινηματογράφος παχαίνει –καλά το λένε!) με τον Μιχάλη και το Νίκο, αυτοί οι δύο τα βρήκαν σε όλα με την πρώτη. «Μας κάνεις διεύθυνση φωτογραφίας;» ρωτάω τον Νίκο. «Δεν ξέρω ρε συ…» επιφυλάσσεται. «Μας κάνεις», αποφασίζω. Διεύθυνση φωτογραφίας στις παραγωγές σαν τη δικιά μας σημαίνει και κάμερα και φωτιστής και ότι άλλο χρειαστεί –εντάξει;
Ο τρίτος του συνεργείου δεν ήταν τόσο γνωστός μας, αλλά έγινε πολύ γρήγορα. Ο Γιάννης Αντύπας, ανέλαβε την ηχοληψία με συνοπτικές διαδικασίες, η μόνη διαφορά ήταν ότι τις μπύρες τις σερβίραμε σπίτι μου αυτή τη φορά (γιατί είχε αρχίσει να γίνεται πολυέξοδη η παραγωγή). Ο Βασίλης Ζερβακάκης (κιθαρίστας των Ded Surfers, των Ded City Jetz πλέον των Λοβιτούρα, φανατικός του Joe Strummer) ανέλαβε να λύσει κάθε πρόβλημα πριν καν δημιουργηθεί κι έγινε ο φροντιστής μας. Η Ελενα Αθανασίου δέχτηκε να συντονίσει τον δημιουργικό οίστρο του σκηνοθέτη κι έγινε βοηθός του. Κι εγώ έφτιαξα ένα σενάριο που ξεκίνησε από την απλή τεκμηρίωση και ταξινόμηση συνεντεύξεων με ολίγο voice over αλλά κατέληξε να περιέχει μυθοπλασία η οποία απειλεί να κυριαρχήσει των συνεντεύξεων. Γιατί έτσι είναι τα σενάρια –ζωντανά πράγματα. Εκεί που τα φτιάχνεις για ντοκιμαντέρ, ξετυλίγονται σαν τα φίδια, και σου σκαρώνουν κανονική ταινία. Είπα ταινία;
Αυτό σημαίνει ρόλοι το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ηθοποιοί. Εντάξει, κάποια μέλη συγκροτημάτων θα έπαιζαν κάποια κομμάτια αλλά το κυρίως βάρος θα έπρεπε να το σηκώσουν επαγγελματίες. Εγώ τώρα, όταν γράφω ένα ρόλο, έχω κάποιο συγκεκριμένο άτομο στο μυαλό μου –με βολεύει αυτό για να «εικονοποιώ» το ρόλο και να μην μπερδεύομαι στην πορεία. Για τη συγκεκριμένη ταινία (ε, ναι –ταινία) υπήρχε ένας ρόλος γυναίκας-φαντάσματος που θα συμβόλιζε τη δεκαετία του ’70 κι ένας ρόλος γυναίκας-οδοστρωτήρα που θα συμβόλιζε τη δεκαετία του ’90. Τον πρώτο ρόλο τον έγραψα πάνω στην Ολια Λαζαρίδου και τον δεύτερο πάνω στη Βάσω Καμαράτου (που με είχε εντυπωσιάσει σε μια παράσταση στο Επί Κολωνώ). Την Ολια την ήξερα και δέχτηκε αμέσως να με βοηθήσει. Τη Βάσω δεν την ήξερα. Βρήκα το τηλέφωνό της από μια κοινή γνωστή και την πήρα κάποιο απόγευμα. Τρακαρισμένος. «Ελα, δε με ξέρεις (ωχ, αυτό ακούγεται σαν καμάκι), με λένε Θανάση (και είμαι ψιλός, γαλανομάτης –άλλαξε τροπάρι μαλάκα θα στο κλείσει!) και κάνω μια ταινία για την Ανεξάρτητη Σκηνή του ’80. Θα παίζουν και δυο γυναίκες, η μια θα προσπαθεί να περάσει κάποια κασέτα στην άλλη –κάπως έτσι. Θέλω να παίξεις τον ένα ρόλο», της τα είπα χωρίς ανάσα και φρέναρα για να μη σκάσω. «Κοίτα- τώρα οδηγώ…» μου λέει η Βάσω. «Εντάξει, να σε πάρω αργότερα;» ρωτάω εγώ. «Ναι, αλλά πες μου κάτι –πώς τελειώνει η ταινία;» Της είπα. «Δέχομαι», μου απαντάει. Ετσι απλά.
Πόσο τυχερός πρέπει να είσαι για να δεχτούν να παίξουν στην ταινία σου οι ηθοποιοί που πάνω τους έγραψες τους ρόλους; Ε, λοιπόν –εγώ ήμουν ακόμα πιο τυχερός! Γιατί όταν συναντήθηκα με τη Βάσω, έφερε μαζί και τη φίλη της, τη Βιργινία Κλαστάδα. Καθόμουν κοντά στην τζαμαρία του μπαρ (ξέρεις, είχαμε βρεθεί για καμιά μπυρίτσα) και βλέπω μια κοπέλα με κόκκινο δερμάτινο μπουφάν να κατεβαίνει από μια κόκκινη on/off μηχανή. Κολλάω. «Αυτή είναι η φίλη μου», λέει η Βάσω. «Θέλει να παίξει στην ταινία;» ρωτάω. Γιατί, έχω δει εκεί μπροστά μου έναν ακόμα ρόλο –συνδετικό –απ΄αυτούς που είναι απαραίτητοι για να μη μοιάζει η υπόθεση σαν ξεχαρβαλωμένο ποτενσιόμετρο. Ο τελευταίος ρόλος της ταινίας ήρθε στο πρόσωπο της Ολγας Παπαδημητρίου και μου έμαθε ότι το ταλέντο μοιάζει με το λιωμένο μέταλλο. Απλώνεται, καλύπτει και μένει. Την Ολγα την ήθελα για να πει δυο ατάκες, καθαρά διεκπεραιωτικές. Στην πορεία, οι δυο ατάκες έγιναν τέσσερεις και πριν το καταλάβω, ο Μιχάλης την είχε δει σε δικό της ρόλο!
Εμενε το σάουντρακ. Πήρα τηλέφωνο τον Κώστα το Μάστορη. «Γράφεις σάουντρακ», του είπα. «Οχι –έχω βγάλει βόλτα το σκύλο», μου απάντησε. «Εντάξει –γράψτο όταν γυρίσεις», συμβιβάστηκα. «Μα…» ξεκίνησε να λέει. «Μην το συζητάς. Με έμπλεξες σ΄αυτή την ιστορία, τώρα θα βοηθήσεις!» «Εγώ;» «Εσύ». «Καλά…» Εκλεισα το τηλέφωνο πριν προλάβει να το ξανασκεφτεί. Σε λίγες μέρες με πήρε εκείνος τηλέφωνο. «Εγραψα το τραγούδι». «Ποιο τραγούδι;» «Για το ντοκυμαντέρ». «Σάουντρακ δεν είπαμε;» «Ναι –μιλάω για το τραγούδι των τίτλων». «Στείλτο». Μου το έστειλε. Εμεινα μαλάκας. Ολα ήταν εκεί. Το συναίσθημα. Η αγανάκτηση. Η μουσική… Απλά, λιτά, περιεκτικά. Του τηλεφώνησα επιτόπου. «Πόσο σου πήρε να το γράψεις;» «Αποκοιμήθηκα στο στούντιο και κάποια στιγμή κατά τις 3 νομίζω, ξύπνησα και είχα το ρυθμό. Τον δοκίμασα στα πλήκτρα. Οι στίχοι ήρθαν από μόνοι τους όσο δοκίμαζα». Απλά πράγματα…
Και κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια αυτής της ταινίας. Με ανθρώπους που την έβλεπαν ήδη μέσα στο κεφάλι τους κι ένιωσαν την ανάγκη να τη βγάλουν προς τα έξω. Με πολλές μπύρες (πολλές μπύρες!) κι ακόμα περισσότερη φιλία.
Οταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα ήμουν 48 χρονών κι αποφάσισα ότι 48 σιωπές ήταν πολλές για να τις αντέξω –έπρεπε να μιλήσουμε κι έπρεπε να το κάνουμε τώρα. Κάθισα λοιπόν αναπαυτικά, άναψα ένα από τα κομμένα τσιγάρα που (θα ΄πρεπε να) δικαιούμαι κι άφησα αυτούς τους θρυλικούς τύπους να μιλήσουν…
Υ.Γ.: Ο τίτλος «48 σιωπές» είναι δανεικός από το καταπληκτικό κομμάτι των Χωρίς Περιδέραιο.
Θανάσης Γιαννόπουλος, aka The Motorcycle Boy
Διαβάστε ακόμα:
info
- Παρασκευή, 14 Μαρτίου | Gagarin 2015
- εισιτήριο: 10 ευρώ προπώληση, 12 ευρώ ταμείο
- θα παίξουν οι: Ανυπόφοροι | Αρνάκια | Cpt Neφος | Χωρίς Περιδέραιο | This Fluid | Louis, Kon, Spy Bokos, Pan Thistle | Κώστας Μάστορης - Στέλιος Μαστρόκαλος (Metro Decay) | Θοδωρής Βλαχάκης (Magic de Spell) | Βασίλης Σαλαπάτας (Not 2 without 3) | Αντα Λαμπάρα (Villa 21)
- θα προβληθούν αποσπάσματα της ταινίας
- Η συναυλία θα κινηματογραφηθεί για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ
- facebook.com/NoAsylumHere