Ο Παύλος Κάγιος πηγαίνει το χρόνο πίσω. Προσπαθεί να εξερευνήσει που πήγαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτά που έφεραν την προσωπική ωρίμανση, αλλά και την παρακμή μίας χώρας. Χάνονται τα χρόνια, χάνονται και τα όνειρά μας; Το «Μη Μ' Αφήσεις Να Χαθώ», το πέμπτο μυθιστόρημά του (μετά τα «Και ξαφνικά χιόνισε χρόνια» (1995), «Σε είδα να ’σαι αόρατος» (2000), «Δεν υπάρχει ελευθερία μακριά σου» (2004),«Και με κλειστά μάτια θα βλέπω» (2009)) μπορεί να στέκεται σκληρά απέναντι στις αλήθειες που ζύμωσαν την κρίση μιας χώρας (και την ηθική κρίση των κατοίκων της) όμως ταυτόχρονα είναι και το πιο αισιόδοξο, πεισμωμένο και γεμάτο κινηματογραφικές εικόνες.
Οσοι θέλετε να μάθετε περισσότερα για το μυθιστόρημα, θα έχετε σύντομα την ευκαιρία. Η επόμενη παρουσίαση του «Μη Μ' Αφήσεις Να Χαθώ» θα πραγματοποιηθεί στις 9 Απριλίου στις 8 μ.μ. στον Πολυχώρος Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Πολιτισμού «Ανοιχτή Πόλη». Θα προβληθεί το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ», βασισμένο σε ιστορικο-κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα και αγαπημένες ταινίες που διατρέχουν τα 40 χρόνια (1973-2013) της ιστορίας των ηρώων του βιβλίου. Στην ταινία αποσπάσματα του βιβλίου διαβάζουν οι Λάκης Λαζόπουλος, Δημήτρης Καταλειφός, Γιώτα Φέστα και Αλίκη Παπαχελά.
Με αυτή την ευκαιρία μιλήσαμε με τον Παύλο Κάγιο για τη λογοτεχνία, το σινεμά κι όσα κουβαλάμε μέσα μας και δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθούν...
Μίλησέ μας λίγο για το θέμα του νέου σου μυθιστορήματος, «Μην Μ' Αφήσεις Να Χαθώ», αλλά βάλε μας και πιο βαθειά: ποια ήταν η δική σου ανάγκη να κάνεις αυτή την ανασκόπηση στην νεότερη Ελλάδα, σήμερα, τώρα;
Η «ανάγκη» να γράψω το πέμπτο μυθιστόρημά μου, ξεκίνησε προ κρίσης , από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Από τότε ένιωθα ότι όλο και λιγότερο επικοινωνούσα με τους ανθρώπους της γενιάς μου, από τότε όλο και περισσότερο ένιωθα να μην έχω τίποτα κοινό με τους περισσότερους συνομήλικούς μου. Ολες οι κουβέντες γύρω μου ήταν για διακοπές σε εξωτικούς παραδείσους, για καταθέσεις στις τράπεζες , για αγορές ακριβών αυτοκινήτων και σκαφών, για δεξιώσεις, για αγορές ακριβών εξοχικών κι άλλα τέτοια… συναρπαστικά. Ενιωθα σαν ούφο, αν πήγαινα να πιάσω άλλου είδους κουβέντα εκτός των παραπάνω, με κοίταζαν σαν να ήμουν φολκλόρ. Από το 2009 ξεκίνησα να γράφω «για τη γενιά μου», «για την Ελλάδα από τη μέρα της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα», ώσπου στις αρχές του 2010 πλάκωσε η κρίση και η «ώρα του λογαριασμού» για μένα και τη χώρα μας ήρθε μ’ ένα βίαιο τρόπο.
Που αναφέρεται ο τίτλος;
«Μη μ’ αφήσεις να χαθώ» μου είπε η μάνα μου το 2010, αλλά ύστερα από λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή. Στη μνήμη της μάνας μου, της μούσας της ζωής μου, έχω αφιερωμένο αυτό το βιβλίο μου. Από το 1973 μέχρι σήμερα, πάνε 40 χρόνια. Τα πρώτα, μετά την Μεταπολίτευση του ’74, ήταν χρόνια αθωότητας, αγώνων, πάθους, αλλά και κρυμμένων, από τους ίδιους του εαυτούς μας, μυστικών, κυρίως ερωτικής φύσης. Μετά ήρθε η ενηλικίωση και τα χρόνια της ευθύνης που αρκετοί από μας τα τραβήξαμε με βερμπαλιστική και βολική ανευθυνότητα. Αυτά τα 40 χρόνια που είναι τα πιο ώριμα και συνειδητά της ζωής μου, ξεδιπλώνονται στο «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ». Ολα είναι εδώ. Και αυτά που έζησα και οι δικοί μου άνθρωποι που χάθηκαν…Στα τέσσερα χρόνια που έγραφα το βιβλίο μου, αυτές οι δεκαετίες της Μεταπολίτευσης έρχονταν στο νου μου λες και τις ζήσαμε σαν να ήμασταν διχασμένες προσωπικότητες, προσπαθώντας να συνταιριάξουμε τα αταίριαστα –και μέσα μας και γύρω μας. Τη φτώχεια με την καλοπέραση και τον ξαφνικό «πλούτο», την ηθική με την ανηθικότητα, τον ελεύθερο έρωτα με τις οικογενειακές παραδόσεις, την αγάπη με το συμφέρον, την επανάσταση με την συντήρηση, την πολιτική ανατροπή με το βόλεμα, τον αληθινό εαυτό μας με το φτιαχτό κοινωνικό μας προφίλ. Ηρωες του βιβλίου είμαι εγώ, κι ο κόσμος που έζησα –εμείς, θέλω να πιστεύω. Δεν ήθελα να χαρίζεται σε κανένα μας η ιστορία, αλλά, δεν ήθελα να ρίχνει και «ανάθεμα» σε κανένα. Μιλάει με αγάπη για τους ήρωες του, ακόμα και τους πιο «κακούς», και για τη χώρα μας που είχαμε όνειρα πολλά μα χαθήκαμε στα γρανάζια της διαπλοκής, της υποκρισίας, του συμφέροντος, της διαφθοράς.
Πόσο αισιόδοξος είσαι για το ελληνικό ένστικτο, το “ελληνικό νεύρο” και το μέλλον μας ως λαός, ως χώρα; Ή σε απογοητεύει αυτό που βλέπεις γύρω σου καθημερινά; Το βιβλίο αφήνει μία ρωγμή για φως – έστω και με την παράκληση/απαίτηση του τίτλου του;
Από την αρχή που έγραφα αυτό το βιβλίο, είχα ξεκάθαρο μέσα μου πως θέλω να είναι το πιο αισιόδοξό μου. Η ιστορία του τελειώνει σήμερα που όλα είναι σκοτεινά και φοβισμένα, αλλά οι ήρωες καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τις ζωές τους και τολμούν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα και δεν κρύβω πως τους ζηλεύω και τους έχω ως «παράδειγμα» και για τη δική μου ζωή. Ως γνωστό ο Ελληνας είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Στην αρχή της κρίσης πίστευα ότι αυτή η κατάσταση θα μας κάνει καλύτερους , θα βρούμε τους ξεχασμένους μας εαυτούς, θα εξανθρωπιστούμε. Τώρα είμαι πιο προβληματισμένος. «Οπου υπάρχει φτώχεια, υπάρχει και γκρίνια» λέει ο λαός και ορισμένες φορές φοβάμαι μη φαγωθούμε μεταξύ μας. Η άνοδος της άκρας δεξιάς είναι δείγμα ανωριμότητας , για να τιμωρήσουμε, δηλαδή, αυτούς που μας έφεραν στη κρίση –τη Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ που κυβερνούσαν και κυβερνάνε τη χώρα επί 36 χρόνια- εκτρέφουμε το φίδι του φασισμού που θα μας φάει κι εμάς τους ίδιους.
Ποια κομμάτια της Ελλάδας θα άφηνες ευχαρίστως να χαθούν;
Αυτά της αντίληψης «όλα συναλλάσονται», όλα πωλούνται, όλα αγοράζονται, του ωχαδερφισμού, της αναλγησίας, του «εγώ», του παρτάκια, της αναισθησίας, της προδοσίας. Σκέφτομαι όμως πως αυτά είναι και στοιχεία του Ελληνα από αρχαιοτάτων χρόνων και απογοητεύομαι. Επειδή, πάντως, κι ύστερα από πολύ εσωτερικό αγώνα, βλέπω μισογεμάτο το ποτήρι, είμαι αισιόδοξος: Ο Ελληνας θα τα καταφέρει επειδή η δίψα για ζωή και δημιουργία είναι πιο ισχυρή από την καταστροφή και την απαισιοδοξία. Στο κάτω-κάτω αν σκεφτείς ότι η Ελλάδα δεν είναι ελεύθερη παρά μόνο 183 χρόνια από την εποχή της τουρκοκρατίας που κράτησε 400 χρόνια -δεν ξέρω άλλη χώρα να τα κατάφερε να αναστηθεί ξανά μετά από τόσο μεγάλη υποδούλωση- τα τωρινά που περνάμε είναι πταίσμα. Επίσης , ως μικρή χώρα ποτέ δεν ορίζαμε εμείς οι ίδιοι τις τύχες μας . Πάντα υπό την «προστασία» και την «κηδεμονία» κάποιων ισχυρών ήμασταν – άγγλοι, γάλλοι, ρώσοι, αμερικάνοι και τώρα γερμανοί. Σήμερα, βέβαια, ζούμε ένα οικονομικό πόλεμο που όμοιό του δεν έχει ξαναζήσει η ανθρωπότητα. Τώρα, μόνο, καταλαβαίνουμε το πόσο μπροστά και τα «οραματικά» ήταν τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι από το 1991:«Επί τουρκοκρατίας ζήσαμε μια υποδούλωση και καταφέραμε να απελευθερωθούμε, στην Ευρωπαϊκή Ενωση μπήκαμε με τη θέλησή μας και δε θα μπορούμε να φύγουμε»!
Eχεις σπουδάσει σκηνοθεσία, ήσουν για 25 χρόνια κριτικός κινηματογράφου, κι από το 2010 έχεις αφιερωθεί στη συγγραφή - κάτι με το οποίο είχες καταπιαστεί φυσικά και παλιότερα. Ηταν μία πρόκληση για σένα να συγκεντρωθείς σε πιο προσωπικά πράγματα; Σου στοίχησε ότι άφησες πίσω την κριτική;
Η δημοσιογραφία μπήκε στη ζωή μου λόγω κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία ήρθαν ση ζωή μου στα πρώτα μου εφηβικά χρόνια και παραμένουν «η ζωή μου όλη». Ασχολήθηκα με τη δημοσιογραφία για τον επιούσιο κι είμαι πολύ τυχερός που το αντικείμενό μου ήταν ο κινηματογράφος, μια από τις δύο μεγάλες αγάπες μου. Γράφω από 14 χρονών, το πρώτο μου διήγημα εκδόθηκε το 1971 –ήμουν 17 χρονών- από τις εκδόσεις Κάλβος . Η δημοσιογραφία, όμως, ήταν μεγάλο σχολείο για μένα, με έμαθε να βλέπω τον κόσμο «γυμνό» και «από πίσω».
Θα ήθελες να συναντηθούν ξανά οι δύο σου ιδιότητες; Θα σκηνοθετούσες κάποιο μυθιστόρημά σου;
Δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Το κάθε βιβλίο μου έχει ολοκληρωθεί μέσα μου σαν λόγος και σκέψη. Επειδή όμως σκέφτομαι με εικόνες, πρώτα μου έρχεται η εικόνα μιας ιδέας κι ύστερα ο λόγος, νομίζω πως όλα τα βιβλία μου είναι και ταινίες. Ειδικά το τελευταίο, το «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ», όλοι λένε πως είναι «έτοιμο σενάριο». Πολύ ευχαρίστως θα το έδινα, αυτό ή προηγούμενα, για κινηματογραφική ταινία ή σήριαλ. Μόνο που δεν νομίζω ότι θα ήθελα να γράψω εγώ το σενάριό τους . Αλλη τέχνη ο κινηματογράφος, άλλη η λογοτεχνία. Για να λέμε όμως, τα πράγματα με το όνομά τους , το γεγονός ότι στο τωρινό βιβλίο έχω φτιάξει ένα 20' δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ που συνοδεύει τις βιβλιοπαρουσιάσεις που κάνω, μπορεί να κρύβει και μια τέτοια επιθυμία μου. Αυτό το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ» (μοντάζ-μιξάζ της Κατερίνας Μαντέλη) αποτελείται από πολιτικά-κοινωνικά-οικονομικά γεγονότα και πρόσωπα του ελληνικού και διεθνούς χώρου και αγαπημένες ταινίες -«Θίασος», «Ταξίδι στα Κήθυρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, «Ζαμπρίνσκι πόιντ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, «Σημασία έχει να αγαπάς» του Αντρέι Ζουλάφσκι που διατρέχουν τα 40 χρόνια της ιστορίας των ηρώων του βιβλίου.