Ενα πυκνό σκοτεινό δάσος κι ένα ποτάμι. Αυτό είναι το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Ταϊλάνδη και τη Μιανμάρ. Ενα δάσος που το βράδυ δεν πρέπει να επισκέπτεσαι. Γιατί τις νύχτες, οπλισμένοι άντρες κυνηγούν θηράματα. Και τα θάβουν κάτω από τη λάσπη και τις άγριες ρίζες της πυκνής βλάστησης. Ανάμεσά τους κι ένας νεαρός ψαράς που ακολουθεί τις σκοτεινές αποστολές του αφεντικού του για λίγα έξτρα χρήματα. Ο ίδιος δεν είναι βίαιος. Αντίθετα, αγαπά αυτό το δάσος. Το επισκέπτεται τη μέρα και ακούει τη γη - έχει μάθει να ερμηνεύει τις δονήσεις της και να βγάζει στην επιφάνεια πολύχρωμα πετράδια. Δεν τα κρατά, τα χρησιμοποιεί ως δόλωμα για να προσελκύει «διαβολόψαρα», τα αγαπημένα του ψάρια - κάτι κατάμαυρα τεράστια σαλάχια.
Οταν μια μέρα αντί, για πολύτιμες πέτρες, βρίσκει μισοθαμμένο και ημιπεθαμένο έναν νεαρό άντρα, ο ψαράς αποφασίζει να τον περιθάλψει - ίσως για να εξιλεωθεί. Ο άντρας είναι μουσουλμάνος πρόσφυγας της μειονότητας των Ροχίνγκια, κι ανάμεσα σε όσους θα έπρεπε να βρίσκονται κανονικά στους υγρούς τάφους του δάσους. Είναι μουγγός, ντροπαλός και φοβισμένος. Μέσα από τη φιλία του με τον νεαρό ψαρά όμως ξεκινά διστακτικά να ελπίζει σε μια νέα ζωή - ένα νέο τόπο, ένα νέο σπίτι, ένα καινούργιο πουκάμισο. Γιατί όσα διαφορετικά ξερνά η θάλασσα δεν είναι απαραίτητα τρομαχτικά. Μπορεί απλά να μη γνωρίζουμε τη γλώσσα τους. Και η απάντηση που πρέπει να δώσουμε είναι αν θα τους κάνουμε χώρο για να συνυπάρξουμε, ή θα τα ξαναρίξουμε στο νερό.
Ο επί χρόνια διευθυντής φωτογραφίας και εικαστικός Πουτιπόνγκ Αρουνπένγκ κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μία ποιητική, ιμπρεσσιονιαστικής αισθητικής ταινία, που δεν κυρήσσει τα βαθύτερά της πολιτικά μηνύματα, αλλά σου αφήνει χώρο και χρόνο για να τα νιώσεις. Εστιάζοντας στη φιλία των δύο αντρών, ο Αρουνπένγκ ενδιαφέρεται για το προσωπικό, το ανθρώπινο. Πόσο μοιάζουμε, πόσο διαφέρουμε, τι έχουμε πραγματικά να χωρίσουμε. Πόσο η ζωή γίνεται καλύτερη όταν τη μοιράζεσαι, όταν μαθαίνεις από τη διαφορετικότητα των άλλων. Ο νεαρός ψαράς είναι βυθισμένος στη μοναξιά και τη μελαγχολία του - και το δικό του σπίτι "καταστράφηκε" όταν η γυναίκα του τον παράτησε για έναν ναυτικό. Ο νεαρός πρόσφυγας (πόσο εξαιρετική η βουβή εκφραστικότητα του πρωταγωνιστη Αφιζίτ Χάμα) τώρα είναι η παρέα του, ο δικός του άνθρωπος - ένα πολύτιμο πετράδι που εκείνος αναγνώρισε και μάζεψε και περιέθαλψε.
Ο Αρουνπένγκ ενδιαφέρεται να καταγγείλει τη συλλογική ευθύνη της χώρας του απέναντι στην προσφυγική κρίση, αλλά το κάνει κι εκείνος σιωπηλά κι εκφραστικά και άλαλα - όπως ο δεύτερος ήρωάς του, ο πρόσφυγας Ροχίνγκια (καθόλου τυχαία δεν τον αποτυπώνει μουγγό, καθώς η φυλή τους τιμωρείται όταν προσπαθεί να ορθώσει ανάστημα και να κάνει ηχηρή τη "φωνή" τους). Το σινεμά του δεν είναι σινεμά καταγγελίας, είναι παραμυθένιο, είναι σινεμά μαγικού ρεαλισμού. Πλημμυρίζοντας την οθόνη με πλάνα απαράμιλλης ομορφιάς, εικόνες ανοιχτές στην ερμηνεία του κοινού, λυρικούς συμβολισμούς και μία πλούσια ηχητική μπάντα που ζωντανεύει το "στοιχειωμένο" δάσος του, ο ταϊλανδός σκηνοθέτης στοχεύει στην ωμή συγκίνηση, στο συναίσθημα και τη ψυχική αντίδραση του θεατή - πολύ πριν το μυαλό μπορέσει να εκλογικεύσει τι βλέπει.
Η κινηματογραφική του γλώσσα όμως είναι ξεκάθαρη και επικοινωνεί με αυτοπεποίθεση: τα πολύχρωμα φωτάκια και τα πολύτιμα πετράδια της διαφορετικότητας, το παιχνίδι αντίστιξης ανάμεσα στο φως, στο σκοτάδι και το χρώμα, η πυκνή ατμόσφαιρα μυστηρίου κι επικινδυνότητας, τρυφερότητας κι βαίης απειλής, η κινηματογράφηση του νερού ως πηγή ζωής (κι όχι θανάτου όπως έχει καταντήσει με τα πτώματα των προσφύγων). Το ποτάμι ως τόπο συνάντησης, κάτι που ενώνει όχθες, δεν τις χωρίζει. Η θάλασσα ως ανοιχτός ορίζοντας, όχι υγρός τάφος.
Αλλωστε ό,τι κατοικεί στους βυθούς του πλανήτη, σε κόσμους μεγαλοπρέπειας και δέους, ό,τι κολυμπά με όγκο και χάρη, όπως ένα διαβολόψαρο, δεν γνωρίζει όρια - ούτε σύνορα. Είναι ελεύθερο.