Από τις 12 Δεκεμβρίου στο Αστορ το παρεξηγημένο ελληνικό σινεμά των δεκαετιών '60, '70 και '80 επιστρέφει επιθετικά για να ξανασυστηθεί σε όσους αγνοούν την ύπαρξή του, σε μια πρωτοβουλία της Ενωσης Σκηνοθετών Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου και την επιμέλεια των σκηνοθετών Ελίνας Ψύκου, Αλέξη Αλεξίου, Γιάννη Βεσλεμέ και της ιστορικού κινηματογράφου Αφροδίτης Νικολαΐδου.
Γνωστοί «άγνωστοι» για τη λατρεία τους σε ταινίες που παράπεσαν μέσα στα χρόνια και δη για ελληνικές ταινίες που τις έφαγε η μαρμάγκα μιας γενικότερης - αρνητικής κατά βάση - θεώρησης για τον επονομαζόμενο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφου (που ως ΝΕΚ έχει μείνει πιο κλασικός), οι τέσσερις υπεύθυνοι για το αφιέρωμα που φιλοδοξεί να επισημάνει πως το ελληνικό σινεμά του τότε βρίσκει επαφή με το ελληνικό σινεμά του τώρα και πως παραμένει εξαιρετικά άδικο «μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά», μιλούν στο Flix για τις πραγματικές προθέσεις τους.
Ποιος αποφάσισε να διασχίσουμε αυτή τη «χαμένη λεωφόρο»; Τι πρέπει να «φέρουμε» μαζί μας στις προβολές για να τη διασχίσουμε ομαλά;
Ε.Ψ. Το ταξίδι ξεκίνησε ως μια πρωτοβουλία της ΕΣΠΕΚ (Ενωσης Σκηνοθετών Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου). Το ΔΣ μου έδωσε το πράσινο φως για να φτιαχτεί μια ομάδα εργασίας που θα τρέξει αυτό το κάπως φιλόδοξο εγχείρημα. Μετά το ένα έφερε το άλλο. Ο τίτλος ήταν από τα πρώτα πράγματα που αποφασίσαμε και η ιδέα του ανήκει στον Γιάννη. Στις αποσκευές σας να έχετε ένα αδιάβροχο επειδή ο καιρός είναι απρόβλεπτος και ένα σακουλάκι καρύδια για την περίπτωση που πεινάσετε μια και - ελπίζω - θα ξημεροβραδιάζεστε στη σκοτεινή αίθουσα του ΑΣΤΟΡ!
Γ.Β. Ο χρόνος καταστρέφει τα πάντα. Ολοι αγωνιούμε για το νέο σινεμά που θα μας αλλάξει τα φώτα. ομως στις αποθήκες έχουν λουφάξει, ανεξερεύνητες από το κοινό, ταινίες - διαμάντια που πρέπει να λάμψουν και πάλι στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας. Ο ζεστός καφές ή το τσάι και η διάθεση για κουβέντα μετά τις προβολές είναι τα μόνα εφόδια που χρειάζεστε!
A.A. Και λίγο αλκοόλ μετά τα μεσάνυχτα βοηθάει...
Πρωινή Περίπολος του Νίκου Νικολαΐδη
Γιατί μόνο '60, '70, '80; Τα 90s δεν υπάρχουν πια;
Α.Ν. Τα 90s φυσικά και υπάρχουν. Όλη τη δεκαετία του ενενήντα ανεβαίναμε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μεταξύ άλλων, βλέπαμε ελληνικές ταινίες. Ανεξίτηλες στη μνήμη μου μένουν οι πρώτες προβολές των ταινιών Ράδιο Μόσχα του Ν. Τριανταφυλλίδη και Από την Άκρη της πόλης του Κ. Γιάνναρη. Μετά εγώ έκανα και ένα διδακτορικό πάνω στον ελληνικό κινηματογράφο της περιόδου και είδα όλη την παραγωγή από το 1990 ως το 2004. Την είδα με αφοσίωση και αγάπη, πολλές φορές. Αλλά ήρθε η ώρα να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Να πάμε λίγο πιο πίσω καθώς το σινεμά του τώρα με ένα τρόπο φαίνεται να επικοινωνεί με το σινεμά του τότε. Ένα αφιέρωμα στη δεκαετία του ενενήντα θα το κάνει μάλλον η επόμενη από εμάς γενιά.
Ε.Ψ. Τα 90s υπάρχουν, όπως υπάρχουν και τα 00s και τα 10s και τα 50s! Ελπίζουμε αυτή η πρωτοβουλία να συνεχιστεί και του χρόνου και του παραχρόνου κλπ κλπ, να βρεθούν οι εθελοντές συνεχιστές της και να γίνουν πολλά ακόμη αφιερώματα που θα περιλαμβάνουν και τις υπόλοιπες δεκαετίες, αλλά και τα ντοκιμαντέρ και τις μικρού μήκους! Εμείς είπαμε να εστιάσουμε σε αυτές τις 3 δεκαετίες ώστε να μην χαωθούμε. Είναι σημαντικό να πούμε πως δεν διαλέξαμε ταινίες a priori, αλλά είδαμε πάρα πολλές ταινίες, ακόμη και κάποιες που τις είχαμε δει, τις ξαναείδαμε… Καταλαβαίνετε λοιπόν πως μερικές φορές οι περιορισμοί υπάρχουν για να διευκολύνουν τις διαδικασίες… Αφού τους βάλεις για πρακτικούς λόγους μπορείς βέβαια μετά να βρεις και διάφορους αισθητικούς λόγους να τους δικαιολογήσουν…
Γ.Β. Δεν λέμε ότι ξαναγράφουμε την ιστορία του ΝΕΚ, αλλά χαριτολογούμε γύρω από αυτό! Από τα μέσα / τέλος του εξήντα μέχρι και το έτος 1990 (με ταφόπλακα το εμβληματικό «Singapore Sling» του Νικολαΐδη) κλείνει το κεφάλαιο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Τα 90s θα μας απασχολήσουν σίγουρα στο μέλλον.
Κιέριον του Δήμου Θέου
Η συγκεκριμένη επιλογή έγινε από την αγάπη προς τους συγκεκριμένους δημιουργούς ή προς τις συγκεκριμένες ταινίες;
Γ.Β. Το δεύτερο, άλλα για λόγους πρακτικούς. Βάλαμε ένα όριο ότι θα παίζουμε μάξιμουμ δυο ταινίες κάθε σκηνοθέτη για καθαρά λόγους προγραμματισμού.
Α.Α. Αφήσαμε όμως έξω αρκετές γνωστές ταινίες και μερικούς πιο γνωστούς στο ευρύ κοινό δημιουργούς, προτιμώντας κάποια πιο σπάνια, δυσεύρετα ή παρεξηγημένα στην εποχή τους φιλμ που αξίζουν επανεκτίμησης. Μερικοί τίτλοι μάλιστα έχουν να παιχτούν στη μεγάλη οθόνη από την εποχή της 1ης προβολής τους! Επίσης, από ορισμένους πιο καθιερωμένους δημιουργούς, όπως πχ ο Τσιώλης, ο Παναγιωτόπουλος, ή ο Νικολαΐδης, επιλέξαμε λιγότερο προβεβλημένες δουλειές τους.
Ε.Ψ. Και καθόλου δεν σημαίνει πως αν ένας δημιουργός δεν συμπεριλαμβάνεται στο αφιέρωμα δεν είναι αγαπημένος μας ή δεν μας αρέσουν οι ταινίες του. Ηταν από την αρχή ξεκάθαρο πως δεν παίζουμε τις αγαπημένες μας ταινίες, αλλά ταινίες που θεωρούμε ξεχασμένες ή λιγότερο παιγμένες και ταυτόχρονα πιστεύουμε πως αξίζει τον κόπο να τις (ξανα)δούμε. Η επιλογή λοιπόν έγινε με μοναδικό κριτήριο τις ίδιες τις ταινίες και το πόσο συχνά αυτές παίζονται.
Μανία του Γιώργου Πανουσόπουλου
Γιατί πιστεύετε ότι αυτές οι ταινίες είναι υποτιμημένες/παρεξηγημένες;
Γ.Β. Δεν είναι όλες. Υπάρχουν πολλές που αγαπήθηκαν στην εποχή τους αλλά ξεχάστηκαν. Σπάνιες ταινίες σκηνοθετών που άλλα έργα τους θεωρούνται κλασικά. Εγώ αγαπώ την «Μανία» του Πανουσόπουλου πιο πολύ από τους «Απέναντι» για παράδειγμα. Η ταινία δεν βρήκε το κοινό της και το γιατί είναι μια ολόκληρη κουβέντα. Από την άλλη υπάρχει και ο Κώστας Μανουσάκης με δυο ταινίες (τον «Φόβο» και την «Προδοσία») που παρόλο που διαγωνίστηκαν στο Βερολίνο και στις Κάννες στην εποχή τους, συνάντησαν τέτοια εχθρικότητα στη χώρα τους έτσι που ελάχιστοι τις έχουν δει ή τις γνωρίζουν πλέον. Για να μη μιλήσουμε για τα ιδιοσυγκρασιακά μελοδράματα του Τάκη Κανελλόπουλου που με τα χρόνια εξαϋλώθηκαν, έγιναν ταινίες φαντάσματα.
Ε.Ψ. Κατ’ αρχήν δεν ισχύει για όλες το ίδιο. Αλλη μπορεί να είναι στη σκιά μιας άλλης ταινίας του δημιουργού της. Αλλη μπορεί να είναι θύμα ενός γενικότερου κλίματος, άλλη να ήταν απλά μια εμπορική αποτυχία ή πολύ μπροστά για την εποχή της… Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να «παρεξηγηθεί» μια ταινία ή για να μην της δοθεί στην εποχή της η θέση που ίσως της αξίζει…
Α.Α. Ταινίες όπως η «Υπόγεια Διαδρομή» (Απόστολος Δοξιάδης 1983) ή «Η Πόλη Ποτέ Δεν Κοιμάται» (Αντρέας Τσιλιφώνης 1984), που ίσως αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία στην εποχή τους, σήμερα που το κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο έχει αλλάξει μοιάζουν εντυπωσιακά φρέσκιες και επίκαιρες.
Η Πόλη Ποτέ Δεν Κοιμάται του Ανδρέα Τσιλιφώνη
Τι κοινό έχουν αυτές οι ταινίες με το ελληνικό σινεμά σήμερα; Τι κοινό δεν έχουν αυτές οι ταινίες με το ελληνικό σινεμά σήμερα;
A.N. Οι ταινίες του τότε έχουν δημιουργήσει μια παρακαταθήκη κυρίως φορμαλιστικών εργαλείων με την οποία η σύγχρονη κινηματογραφία επικοινωνεί. Το Weird Wave ή ας το πούμε λίγο ευρύτερα το Νέο Κύμα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου δεν γεννιέται μέσα σε ένα κενό. Στοιχεία όπως το παράλογο, οι αναφορές στη λαϊκή ή δημοφιλή κουλτούρα, το χιούμορ καθώς και μια πιο performative αντιμετώπιση της σκηνοθεσίας, της mise en scene και της υποκριτικής μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν κοινά στοιχεία του σινεμά του τώρα και του τότε. Ένα από τα πράγματα που είναι διαφορετικά (και είναι πολλά) είναι το διαφορετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο προβλήθηκαν, το διαφορετικό είδος κριτικού λόγου που υπήρχε τότε και που σε μεγάλο βαθμό καθόριζε και την πρόσληψη των ταινιών και τον απόηχό τους.
Γ.Β. Επιλέξαμε τις ταινίες αυτές γιατί είναι καλές και προβάλλονται σπάνια ή ποτέ αλλά και γιατί όλες συνομιλούν με το σήμερα. Υπήρχε μια εποχή στο ελληνικό σινεμά που τίποτα δεν εμπόδιζε τις ταινίες να φτιαχτούν. Η αγάπη των δημιουργών, το κάψιμο τους για να ολοκληρώσουν μια ταινία ήταν πιο δυνατά από τα εισιτήρια, τα φεστιβάλ και την κριτική αποδοχή. Υπήρχε και κακό σινεμά και το έχουμε δει. Αλλά μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Υπόγεια Διαδρομή του Απόστολου Δοξιάδη
Οι κόπιες των 35mm θα χρησιμοποιηθούν από φετίχ ή ανάγκη;
Γ.Β. Οι ταινίες είναι γυρισμένες σε 35mm και πρέπει να προβληθούν στο καλύτερο δυνατό φορμά, που είναι τα 35mm. Δεν υπάρχει καμία νοσταλγία. Είναι και θα είναι για πολλά χρόνια ο καλύτερος τρόπος προβολής. Επίσης είναι η απάντηση μας, ο τρόπος μας (απαιτεί χρόνο για εύρεση καλής κόπιας, κόστος, έρευνα και έλεγχο) σε ευκολίες (προβολές μέτριων ή κακών ψηφιακών φορμά ) σε φεστιβαλικές οργανώσεις ακόμα και σε κανονική διανομή. Είναι θέμα ευθύνης και σεβασμού του κινηματογραφικού έργου.
Α.Α. Δυστυχώς μερικές ταινίες που θέλαμε να δείξουμε απουσιάζουν από το αφιέρωμα διότι είτε δεν βρέθηκαν καθόλου κόπιες, ή οι διαθέσιμες ήταν σε κακή κατάσταση. Κάθε άλλο παρά αρνητικοί είμαστε στην ψηφιακή αποκατάσταση παλαιών ταινιών - αρκεί αυτή να γίνεται σωστά - κάτι που δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει σε μια χώρα που, μάλλον, αδιαφορεί για την κινηματογραφική της κληρονομιά.
Ε.Ψ. Στην αρχή αποφασίστηκε από ανάγκη μια και οι περισσότερες ταινίες δεν υπάρχουν σε καλή ψηφιοποίηση. Στην πορεία βέβαια μας άρεσε αυτή η «δυσκολία» και είπαμε πως θα την κάνουμε προτέρημα μας! Και το ΑΣΤΟΡ έβαλε 35άρα μηχανή προβολής με αφορμή τη ΧΑΜΕΝΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΙΝΕΜΑ!!! Άρα η ανάγκη έγινε φετίχ!
Oh Babylon του Κώστα Φέρρη
Πόσο πιθανό είναι να αναθεωρήσει κάποιος τη γνώμη του για τις ταινίες που υποτίθεται ότι "βύθισαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά";
Γ.Β. Καλός ο Σαββόπουλος, μοναδική φορά ίσως στην υπέροχη τραγουδοποϊία του που εκφράζει μια απόλυτη ανοησία. Κληρονομία μαζί με το “Κουλτούρα να φύγουμε” που μας φορέθηκε από την γενιά αυτή και δε σημαίνει στην πραγματικότητα τίποτα. Αν κάποιος αφιερώσει λίγες ώρες στην ιδιότυπη λέσχη μας θα καταλάβει ότι όλα τα έχει ο μπαξές του ελληνικού σινεμά. Ψυχωμένα θρίλερ, μελοδράματα, περιπέτειες, επιστημονική φαντασία, πραγματικά λαϊκές κωμωδίες, μοναδική αβαντ γκαρντ και ταινίες για όλη την οικογένεια.
Α.Α. Oπως νομίζω είχε πει και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, όσοι βαριούνται στο Σινεμά έχουν και βαρετή ζωή.
Α.Ν. Αυτό μου θυμίζει μια ατάκα από τον «Εφιάλτη» (Ερρίκος Ανδρέου 1961): «Χασμουριέται, χασμουριέται, μέχρι που δακρύζει και μετά, ξαναγίνεται φυσιολογικός...»
Προδοσία του Κώστα Μανουσάκη
Ποια είναι η φιλοδοξία σας ως οργανωτές για το πρόγραμμα αυτό;
Γ.Β. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για το σινεμά. Να φτιάξεις σχολές, να παλέψεις για τον κλάδο, να κάνεις καλές ταινίες. Δυστυχώς όμως σινεμά δε μαθαίνεις ούτε στα θρανία, ούτε στο δρόμο, ούτε κάνοντας μονό ταινίες. Η σκοτεινή αίθουσα ήταν είναι και θα είναι το μεγάλο σχολείο. Και αν δεν τα καταφέρουμε να φέρουμε τον κόσμο πίσω, ας αράξαμε τουλάχιστον εμείς πιο άνετα να απολαύσουμε τα αγαπημένα μας φιλμ!
Ε.Ψ. Να γεμίσει το ΑΣΤΟΡ και να βρεθεί ένας τρόπος το αφιέρωμα να συνεχιστεί και τις επόμενες χρονιές και με άλλες ταινίες, δεκαετίες, σκηνοθέτες, φωτογράφους…
Α.Α. Να ανακαλύψουν οι νεότεροι θεατές ταινίες που ίσως αγνοούν, αλλά και να φανεί ότι υπάρχει μια λογική σχέση συνάφειας, αν όχι συνέχειας, ανάμεσα στο σινεμά του ΝΕΚ και του σήμερα. Το σώμα του Ελληνικού Κινηματογράφου μπορεί να μην είναι ακριβώς ενιαίο αλλά είναι σίγουρα υπαρκτό. Για να προχωρήσεις και να δεις τι βρίσκεται μπροστά σου χρειάζεται φυσικά να κοιτάς και αυτό που κρύβεται πίσω σου.
Ο Λιποτάκτης του Γιώργου Κόρρα και του Χρήστου Βούπουρα
Μπορεί να μας πει ο καθένας από τους τέσσερις σας την αγαπημένη του ταινία και το λόγο που τη διάλεξε;
Γ.Β. «Οh Babylon» (Κώστας Φέρρης 1989). Η πιο σημαντική ταινία του Φέρρη. Αν παραδοθείς στην παραισθητική της αφήγηση, στην πέρα από το καλό ή το κακό γούστο βιρτουοζιτέ της θα ανακαλύψεις πέρα από μια σύγχρονη ανάγνωση τραγωδίας ένα μεταμεσονύχτιο εφιάλτη.
Α.Α. «Φόβος» (Κώστας Μανουσάκης 1966) γιατί έδειξε ένα δρόμο - βλ. λεωφόρο - που το ελληνικό σινεμά δεν ακολούθησε ποτέ.
Ε.Ψ. Θα πω μια ταινία από αυτές που δεν είχα δει πριν ασχοληθώ με το αφιέρωμα, που δεν είναι απαραίτητα η αγαπημένη μου, αλλά σίγουρα αυτή που με διαπέρασε περισσότερο και που άφησε για πολύ καιρό την αίσθηση της μέσα μου, που λειτούργησε ας πούμε βραδυφλεγώς. «Ο Λιποτάκτης» του Γιώργου Κόρρα και του Χρήστου Βούπουρα (1988).
Α.Ν. Εγώ θα ήθελα να πω για τις αρκετές άλλες αγαπημένες μου ταινίες, που δεν χώρεσαν στο αφιέρωμα, αλλά μάλλον δεν πρέπει να το κάνω εδώ.
Διαβάστε και δείτε ακόμη:
- Ο Γιώργος Πανουσόπουλος κάτι ακόμα έχει να πει
- Νίκος Παναγιωτόπουλος στην κάμερα του Flix, εφ’όλης της ύλης: «Αυτοί που πλήττουν στις ταινίες, έχουν μια πληκτική ζωή!»
- Νίκος Νικολαΐδης: Οκτώ στιγμές από μια διαδρομή...χωρίς τέλος
- Η γοητεία και η σοφία του να είσαι διαφορετικός: O Χρήστος Βούπουρας μιλάει στο Flix για τους «7 Θυμούς»