Ενημέρωση

Νίκος Νικολαΐδης: Οκτώ στιγμές από μια διαδρομή...χωρίς τέλος

στα 10

Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Νίκου Νικολαΐδη, οι ταινίες του συνεχίζουν να ζουν ελεύθερες ανάμεσα μας, επηρεάζοντας με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο το σύγχρονο σινεμά. Τώρα κυκλοφορούν για πρώτη φορά επεξεργασμένες σε μια συλλεκτική DVD κασετίνα.

Νίκος Νικολαΐδης: Οκτώ στιγμές από μια διαδρομή...χωρίς τέλος

Αν ισχύει ότι ο χρόνος είναι ο τελικός κριτής ενός καλλιτεχνικού έργου, τότε κανείς δεν θα διαφωνούσε πως ο χρόνος υπήρξε μάλλον ο μεγαλύτερος θαυμαστής του έργου του Νίκου Νικολαΐδη.

Ιδιότυπη περίπτωση δημιουργού, ακόμη και την εποχή που ξεκινούσε να φιλμογραφεί το ιδιωτικό του σύμπαν, οι οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες που παρέδωσε μέσα στο διάστημα των 30 χρόνων ενεργής δράσης ο Νίκος Νικολαΐδης βρίσκουν συνεχώς νέους θαυμαστές, δικαιώνονται για όλα αυτά που, υπο τις συνθήκες της εποχής της δημιουργίας τους, κατηγορήθηκαν και αποκαλύπτουν, άλλοτε διακριτικά και άλλοτε εξόφθαλμα την επίδραση που έχουν στο σημερινό ελληνικό σινεμά.

Χωρισμένες άτυπα σε δύο εποχές (1975 – 1990, 1990 – 2005) και δύο ατμόσφαιρες (την επιστημονική φαντασία και τις ταινίες «της παρέας») , οι οκτώ ταινίες του διαφέρουν μεταξύ τους όσο και μοιάζουν. Ιδιότροπες, σκοτεινές, αστείες, πεσιμιστικές, προφητικές, εγκεφαλικές, άνισες μεταξύ τους, διακρίνονται όλες από έναν συγκεκριμένο κόσμο, τον οποίο ο Νικολαΐδης δεν απαρνήθηκε ποτέ, πάντοτε σε απόλυτη συνάφεια με τη γενικότερη στάση του απέναντι στο σινεμά, την τέχνη, τη ζωή.

Νίκος Νικολαΐδης 607

Επειδή, όμως, ο χρόνος μπορεί εκτός από καλύτερος φίλος ενός καλλιτεχνικού έργου να γίνει την ίδια στιγμή και ο χειρότερος εχθρός του, ο γιος του Νίκου Νικολαΐδη, Συμεών (aka Simon Bloom), φρόντισε προσωπικά για την αποκατάσταση των ταινιών του πατέρα του, παρουσιάζοντας τις για πρώτη φορά καθαρισμένες ψηφιακά με εικόνα και ήχο που ταιριάζουν στην τεχνική αρτιότητα που πάντοτε χαρακτήριζε το έργο του.

Μιλώντας στο Flix, με αφορμή το αφιέρωμα στο έργο του πατέρα του στην Ταινιοθήκη, ο Συμεών Νικολαίδης μας εξήγησε τους λόγους αυτής της κυκλοφορίας: «Μέχρι σήμερα το έργο του Νίκου υπήρχε σε DVD σε πάρα πολύ κακή ποιότητα. Τα τελευταία τρία χρόνια ασχολήθηκα προσωπικά για να αποκατασταθεί ο ήχος και η εικόνα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ηθελα να κρατήσω περισσότερο ένα αμερικανικό επίπεδο, πράγμα πρωτόγνωρο για την εγχώρια παραγωγή. Τα εμπόδια ήταν πολλά, αλλά ήταν μια διαδικασία που έπρεπε να γίνει. Ολες οι ταινίες καθαρίστηκαν ψηφιακά καρέ-καρέ και έγινε αποκατάσταση των χρωμάτων. Φτιάχτηκαν αγγλικοί υπότιτλοι από την αρχή και επίσης καθαρισμός και εξισορρόπηση του ήχου. Ηταν μια μακροχρόνια εργασία, εφόσον έγινε όχι για μία αλλά για οκτώ ταινίες. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλό και νομίζω θα εκτιμηθεί από όλους τους θαυμαστές του. Πολύ απλά, θα δουν πράγματα που δεν είχαν προσέξει μέχρι σήμερα και που ήταν μέρος του οράματος του Νίκου.»

Και κάπως έτσι, οι οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη (συν το μεσαίου μήκους «Lacrimae Rerum») κυκλοφορούν επεξεργασμένες, με αγγλικούς υπότιτλους και με καινούρια εξώφυλλα σε μια κασετίνα, ή και μεμονωμένα μόνο on line στις διευθύνσεις www.nikosnikolaidis.com και www.restlesswind.com

Νίκος Νικολαΐδης – Φιλμογραφία (8 DVD, Restless Wind)

Ευριδίκη ΒΑ 607

Ευριδίκη ΒΑ 2037 (1975)

Υπόθεση / Η Ευριδίκη ζει φυλακισμένη σ’ ένα σπίτι – Αδη – σε μια χώρα με δικτατορικό καθεστώς. Περιμένει να την μεταφέρουν «κάπου αλλού» γιατί η φυλάκισή της σ’ αυτό το χώρο τελείωσε. Ο κρατικός εγκέφαλος όμως που προγραμματίζει τις μετακινήσεις, την κοροϊδεύει επί μέρες τώρα ή και χρόνια. Ενας αγαπημένος, χαμένος από χρόνια – Ορφέας – επικοινωνεί μαζί της και ζητάει να την ξαναδεί. Η Ευριδίκη τον δέχεται με την ελπίδα πως κάτι θ’ αλλάξει, αλλά και με φόβο για οτιδήποτε καινούργιο θα φανεί. Ο Ορφέας έρχεται, σαν ένας νέος θάνατος όμως, κι όχι σαν ελευθερωτής. Η Ευριδίκη θα τον σκοτώσει και θα μείνει για πάντα στην κόλασή της.

Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Νίκου Νικολαΐδη διαβάζει ξανά τον μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης μετατρέποντας τον Αδη σε ένα ασφυκτικό σύμπαν καφκικών και οργουελικών αναφορών που στην αυγή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας δίνει καθαρό το πολιτικό, αλλά κυρίως κινηματογραφικό στίγμα του δημιουργού του. Επιστημονική φαντασία, μινιμαλισμός και ποιητική αφαίρεση ορίζουν τo «ελεύθερο» και «καταραμένο» σινεμά του Νικολαΐδη αναδεικνύοντας τις σκηνογραφικές ακροβασίες της συντρόφου του, Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου και την ασπρόμαυρη υποδειγματική φωτογραφία του Γιώργου Πανουσόπουλου.

«Κάποιοι σοβαροί Ιταλοί κριτικοί ισχυρίστηκαν ότι με την “Ευριδίκη” βρίσκουν επιτέλους την εφαρμογή τους οι α-κινηματογραφικές θεωρίες του Λιοτάρ κι ότι λύνονται πολλά προβλήματα που απασχολούσαν τον Παζολίνι χρόνια. Ντρέπομαι γιατί δεν ήξερα και δεν ξέρω  τίποτα για τις θεωρίες του Λιοτάρ και για τα προβλήματα που απασχολούσαν τον Παζολίνι.» Ν.Ν.


Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη (1979)

Υπόθεση / Πέντε φίλοι – σαραντάρηδες σήμερα – εκπρόσωποι της γενιάς του ’50, ξανασυναντιούνται μετά από πολλά χρόνια σιωπής. Ο ένας έρχεται από φυλακή, όπου μπαινοβγαίνει χρόνια, ο άλλος από μια σειρά τυφλών φόνων, ο τρίτος αφήνοντας πίσω του γυναίκα και παιδιά, ο άλλος από την περιπλάνηση και η τελευταία, το κορίτσι της παρέας, σκαστή απ' το τρελοκομείο όπου χρόνια κρύβεται... Μετέωροι όλοι, τυραννισμένοι από άγονους έρωτες, σημαδεμένοι απ' το θάνατο αγαπημένων συνομηλίκων, προδομένοι από την πολιτική των καιρών τους, προσπαθούν – μάταια όμως – να ξαναστήσουν την παλιά συμμορία της εφηβείας τους. Η επανάσταση χάθηκε. Ο καθένας θα τραβήξει τώρα για το δικό του θάνατο, ανοίγοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της γενιάς του.

Η ταινία που καθιέρωσε τον Νικολαΐδη δεν ήταν παρά το δικό του ρέκβιεμ στο τέλος των 60s, στην αμερικάνικη μουσική που ακούγεται στο βάθος από βινίλιο, σε όλες αυτές τις ανώνυμες προσωπικότητες που έμειναν στο περιθώριο, αρχικά από ανάγκη και τελικά από επιλογή. Μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, τα «Κουρέλια...» θεωρήθηκαν επικίνδυνα, παρακμιακά, απαγορεύτηκαν από τη δεξιά κυβέρνηση, αλλά βρήκαν τη θέση τους ως ένα από τα πρώτα «cult» φιλμ της ελληνικής κινηματογραφίας.

«Η ταινία πρέπει να διαβαστεί σαν ένα κεφάλαιο απ’ το μυθιστόρημα μιας γενιάς που ακόμα δεν άρχισε να γράφεται. Μιας γενιάς που κάτω από ιδιαίτερες πολιτικές πιέσεις, καταδικάστηκε στη σιωπή γιατί αρνήθηκε να μαζικοποιηθεί, να καταναλώσει κουλτούρα, να περάσει από πολιτικά λούκια και διεκδίκησε το δικαίωμα να διαφωνεί ακόμα, ακόμα να φαντάζεται και να ερωτεύεται.» Ν.Ν.


Γλυκιά Συμμορία (1983)

Υπόθεση / Το ημερολόγιο της ζωής και του θανάτου μια ομάδας «ανήθικων» νέων, που έχουν φτάσει στο σημείο της «μη επιστροφής» και αναζητούν κάτι να πιστέψουν και να πεθάνουν γι’ αυτό. Η συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή του Κράτους. Αρχίζει η διακριτική παρακολούθησή τους. Μια ομάδα μυστικών περικυκλώνει το σπίτι τους με επικεφαλής έναν άγνωστο ξανθό άνδρα... και περιμένει.

Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με τα «Κουρέλια...», ο Νίκος Νικολαΐδης δίνει μια τελειωτική γροθιά κάτω από τη μέση στην υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας, επιστρατεύοντας και πάλι τους αγαπημένους του περιθωριακούς ήρωες, εδω σε ένα παιχνίδι της πραγματικότητας με τη φαντασία που ξαφνιάζει ακόμη και σήμερα. Οχι μόνο για το θράσος τους, αλλά για την αυθεντικότητα του που ορίζει εξ αρχής τα μέλη αυτής της «Συμμορίας» ως μυθικά πρόσωπα, καταδικασμένα να καούν ενωμένα.

«Η ταινία είναι μια μελωδία άγνωστη που τη νοιώθεις σαν να ’ρχεται απ’ τα παλιά σου. Κάποτε νομίζεις πως την έπιασες και τη σιγοσφυρίζεις, μετά από λίγο σου ξεγλιστράει και απογοητεύεσαι, κι έπειτα, κάποιο βράδυ πετάγεσαι απ’ τον ύπνο σου, σίγουρος πως την αιχμαλώτισες αυτή τη φορά, για να ξυπνήσεις το πρωί και να ’χεις ξεχάσει αν ήταν αλήθεια η όνειρο.... Οχι, δεν ξέρω τι είδους ταινία είναι η "Γλυκιά Συμμορία"...» Ν.Ν.


Πρωϊνή Περίπολος (1987)

Υπόθεση / Σε μια έρημη και κατεστραμμένη πόλη, μια γυναίκα βαδίζει ολομόναχη. Προσπαθεί να διασχίσει την απαγορευμένη ζώνη και να φτάσει στη θάλασσα. Παντού παραμονεύουν παγίδες και η Πρωινή Περίπολος την παρακολουθεί. Οι μηχανισμοί της πόλης λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Ηλεκτρονικές φωνές καλούν τους ανύπαρκτους πολίτες να εγκαταλείψουν την πόλη. Ενας άντρας, από τους λίγους επιζώντες, που τώρα φρουρεί την πόλη, εμφανίζεται ξαφνικά κοντά της. Την βοηθάει να φτάσει εκεί απ’ όπου κανείς δεν γύρισε για να πει αν στ’ αλήθεια υπάρχει.... στη θάλασσα. Θα πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, θα προσπαθήσουν να θυμηθούν το παρελθόν. Θα ξετυλίξουν μαζί το κουβάρι της μνήμης που μπλέχτηκε στη διάρκεια ενός ολέθρου.

Επιστρέφοντας στην επιστημονική φαντασία της «Ευριδίκης», ο Νικολαΐδης υπογράφει με την «Πρωινή Περίπολο» ακόμη μια διαδρομή προς το τέλος του κόσμου. Σε ένα δυστοπικό σύμπαν, όπου απουσιάζουν η δράση και ο λόγος, ένας άντρας και μια γυναίκα, ως άλλοι πρωτόπλαστοι προσπαθούν να ξαναβρουν όλα αυτά που τους ενώνουν προκειμένου να επιβιώσουν. Σχόλιο για τη σύγχρονη εποχή, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το θάνατο ως μόνη διέξοδο.

«Μια ταινία που ακόμα με φοβίζει και αποφεύγω να τη βλέπω... Πιστεύω ότι, όπως και η "Eυριδίκη BA 2037", είναι μια ταινία μπροστά από την εποχή της.» Ν.Ν.


Singapore Sling (1990)

Υπόθεση / Ο Singapore Sling είναι ένας από κείνους τους τύπους χωρίς λεφτά, σπίτι και φίλους, που κυνηγούν χαμένες υποθέσεις με γυναικεία ονόματα και μπλέκονται σε ιστορίες που δεν οδηγούν πουθενά. Η δική του ιστορία λεγόταν Λάουρα και τη συνάντησε πριν από πολλά χρόνια. Αν και υποψιάζεται πως το κορίτσι που γυρεύει τόσα χρόνια έχει πεθάνει και πως είναι ερωτευμένος μ’ ένα πτώμα, αυτός συνεχίζει να το ψάχνει.  Ετσι, ένα βράδυ με βροχή και θύελλα, πληγωμένος και χωρίς να ’χει πια να χάσει τίποτα, φτάνει σ’ ένα σπίτι, γιατί πιστεύει πως εκεί μπορεί να βρίσκεται η Λάουρα. Όμως, στον κήπο του σπιτιού, δυο γυναίκες προσπαθούν να θάψουν το πτώμα ενός άντρα -αλλά o Singaρore Sling με μια σφαίρα στον ώμο δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα.

Φτάνοντας στο απόγειο της σκηνοθετικής του βιρτουοζιτέ, ο Νικολαΐδης έφτιαξε με το «Singapore Sling» ένα κοκτέιλ – μολότοφ ανακατεύοντας το νουάρ, τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, την πορνογραφία και το σπλάτερ στην ταινία που θα στιγματιζόταν από το πιο αιχμηρό ασπρόμαυρο (υπεύθυνος ο Αρης Σταύρου) του μέχρι τότε ελληνικού κινηματογράφου. Ακόμη και ο όρος «cult» αδυνατεί να κλείσει μέσα του τις εκρήξεις αισθητικής, ελευθεριότητας και αγριότητας που κάνουν το «Singapore Sling» μια μοναδική περίπτωση απελευθέρωσης των μέσων, των ειδών και των ιδεών.

«Με το Singapore Sling, είχα την εντύπωση ότι γύριζα μια κωμωδία, με στοιχεία από την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία...Αργότερα, όταν κάποιοι Ευρωπαίοι και Aμερικάνοι κριτικοί την χαρακτήρισαν  σαν μια από τις "πιο ενοχλητικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ", άρχισα να πιστεύω ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα. Αργότερα, όταν η αγγλική λογοκρισία απαγόρευσε την προβολή της, κατάλαβα ότι τελικά κάτι δεν πάει καλά μ’ όλους μας.» Ν.Ν.


Θα Σε Δω στην Κόλαση Αγάπη Μου (1999)

Υπόθεση / Αυτό που για τους άλλους είναι κόλαση, για μας είναι το σπίτι μας. Αυτή είναι η ιστορία της Βέρας, της Έλσας και ενός άντρα που αγαπήθηκαν πολύ. Ετσι ξεκίνησαν να μεγαλώσουν μαζί αλλά δεν πήγαν και πολύ μακριά. Αφήνοντας πίσω τους έναν κόσμο ερειπωμένο και γεμάτο παγίδες, οι ήρωες ξεκινάνε μια νυχτερινή πορεία παραίσθησης, απελπισμένης τρυφερότητας και βίας, όπου ο καθένας με τον δικό του ύπουλο και ανατριχιαστικό τρόπο, προσπαθεί να εξοντώσει τον άλλο, για να κερδίσει μόνος του την Κόλαση…

Σεξ, βία και θάνατος. Γνωστό τρίπτυχο για τον Νικολαΐδη που στην αυγή των 00s κλείνεται οριστικά στον εαυτό του για να παραδώσει την πιο κλειστοφοβική, αυτοαναφορική, άνιση και τελικά προσωπική του ταινία. Με κέντρο μια πισίνα και τρεις ήρωες στα όρια του βαμπιρισμού, ο Νικολαΐδης, αποκομμένος από τον εξωτερικό κόσμο κάνει βουτιά στην ματαιότητα των πάντων.

«Η ταινία είναι ένα νεκρορομάντζο στο σκοτάδι και τη μαστιγωτική υγρασία των ανεκπλήρωτων επιθυμιών και των φαντασμάτων, εκεί που φυτρώνουν τα υπέροχα σαρκοβόρα άνθη του φιλμ νουάρ…» Ν.Ν.


Ο Χαμένος Τα Παίρνει Ολα (2002)

Yπόθεση / Ο Ανδρας, κάπου γύρω στα 40 του, μόνος, παρέα με τσιγάρα, μπύρες, χάπια και τον Μπελαφόντε, το καναρίνι του. Χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον αλλά με παρελθόν. Με πειραγμένη υγεία και θολό μυαλό από μια σκάρτη ζωή και αρκετούς μπάτσους που δεν γουστάρουν τη φάτσα του. Α! ναι, και τις εμμονές του στην Αποκάλυψη του Ιωάννη…

Μεταφέροντας το πνεύμα της «Γλυκιάς Συμμορίας» και του «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη» στα 90s, o Νικολαΐδης παραδίδει με τον «Χαμένο..» την ίσως πιο ολοκληρωμένη του ταινία. Ενα ρομαντικό ποίημα γραμμένο από τον ίδιο προς την χαμένη γενιά κάθε δεκαετίας, εδώ προσθέτοντας στη μυθολογία του έναν ήρωα καταδικασμένο να ανήκει στο σύμπαν του, τον Γιάννη Αγγελάκα, ηγετική μορφή του συγκροτήματος «Τρύπες». Μαζί του, ο Νικολαΐδης περιηγείται σε μια εποχή που επειδή ακριβώς δεν την κατανοεί προσπαθεί να την αποκωδικοποιήσει σπέρνοντας ψήγματα αισιοδοξίας και coolness στο κατεξοχήν πεσιμιστικό σύμπαν του.

«Μ’ ενδιαφέρει ο τρόπος που η ταινία προσεγγίζει τη γενιά των nineties. Μια γενιά που μεγαλώνει μέσα στη σιωπή της αυτογνωσίας της, αναζητώντας τις αξίες της στο παρελθόν, εγκλωβισμένη σε μια στείρα αναμονή μηνυμάτων και διεξόδων που εμποδίζονται και δεν φτάνουν πουθενά. Μ’ ενδιαφέρει αυτή η αβεβαιότητα των ηρώων που καταλήγει να γίνει «θέση», η παγίδα που τους στήθηκε και ο ρομαντισμός που καταφεύγουν για να την αποφύγουν, η κοροϊδία τους στη ζωή τους και το σύστημα, η πίστη τους στον έρωτα και τη συντροφικότητα αλλά και στον έρωτα της συντροφικότητας. Η τόλμη τους ν’ ανατρέψουν τον ίδιο τον εαυτό τους.» Ν.Ν.


The Zero Years (2005)

Υπόθεση / Τεσσερις γυναίκες, στειρωμένες και κάτω από μόνιμη τοξική καταστολή και παρακολούθηση, υπηρετούν τη θητεία τους σ’ έναν κρατικό οίκο ανοχής. Υποχρέωσή τους να κάνουν σεξ και να ξυλοκοπούν ανελέητα τους πελάτες τους. Οι σχέσεις μεταξύ τους βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο, η τροφή και το νερό λιγοστά, το σπίτι τους σάπιο και ετοιμόρροπο. Eξω δεν υπάρχει πια τίποτα. Εφιαλτικά οράματα, εικονικές αποβολές και βιασμοί, ενέσεις και ναυτία συνθέτουν την καθημερινή ρουτίνα τους. Μια μέρα, ένας από τους πελάτες τους εξαφανίζεται. Οι ανακρίσεις αρχίζουν...

Οπως κάθε κύκνειο άσμα που σέβεται τον εαυτό του, το «The Zero Years» μοιάζει σαν να βλέπεις όλη τη φιλμογραφία του Νικολαΐδη σε fast forward. Ή καλύτερα σε rewind, αφού, κρατώντας ζωντανή την αίσθηση του φανταστικού με το οποίο ξεκίνησε πριν 30 ακριβώς χρόνια, βυθίζεται - αυτή τη φορά πιο ανεξέλεγχτα και σουρεαλιστικά από ποτέ - στον οργουελικό εφιάλτη μιας θηλυκής φαντασίωσης. Ξυπνώντας, τίποτα δεν μπορεί να έχει μείνει όρθιο, εκτός από τις εμμονές, το εγκλωβισμένο στα δυσδιάκριτα όρια της κωμωδίας και του δράματος σύμπαν και το όραμα ενός σκηνοθέτη που το μόνο που ήθελε ήταν να πει την ιστορία αυτού του κόσμου...λίγο διαφορετικά.

«Σαν φιλμική χρονολογική σειρά το σενάριο αυτό προηγείται της ταινίας "Eυριδίκη BA 2037" και της "Πρωινής Περιπόλου". Εδώ βρισκόμαστε στο decadence της Νέας Τάξης πραγμάτων. Σιωπή, χημική καταστολή, κρατικός φασισμός, σπασμένες επικοινωνίες. O φόβος και η απάθεια έχουν πια εγκατασταθεί γι' αυτό και οι κάμερες παρακολούθησης δεν δουλεύουν πια… δεν χρειάζονται. Ολα είναι τακτοποιημένα.» Ν.Ν.


[Χαρακτηριστικό της ιδιομορφίας του σύμπαντος του Νίκου Νικολαϊδη είναι το βίντεο που επιμελήθηκαν ο Αγγελος Φραντζής («Μέσα στο Δάσος») και ο Νίκος Πάστρας («Theremin») ειδικά για το αφιέρωμα στο έργο του σκηνοθέτη στην Ταινιοθήκη στα τέλη Μαίου του 2011 και που μπορείτε να δείτε στο Flix. Μέσα από σκόρπιες εικόνες, σκόρπια λόγια και σκόρπια αισθήματα το «Ο Θάνατος Μέσα στις Στοές Μυρίζει Πάντα Αγιόκλημα» συνοψίζει ιδανικά το σύμπαν των ταινιών του Νικολαΐδη.]