Buzz

Είναι το «Leaving Neverland» ο δεύτερος θάνατος του Μάικλ Τζάκσον;

στα 10

Περισσότερο από ένα ακόμη πιο βαθύ ρήγμα στην έτσι κι αλλιώς σημαδεμένη από τις διαχρονικές κατηγορίες για παιδεραστία υστεροφημία του Μάικλ Τζάκσον, το πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ του ΗΒΟ είναι, μέσα στη φλύαρη και ατελή του τεκμηρίωση, μια σε στιγμές ανατριχιαστική καταγραφή της μεγάλης εικόνας της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Είναι το «Leaving Neverland» ο δεύτερος θάνατος του Μάικλ Τζάκσον;

«Ο Μάικλ Τζάκσον ήταν ένας από τους πιο ευγενικούς, πιο αξιαγάπητους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Με βοήθησε απίστευτα με την καριέρα μου και τη δημιουργικότητά μου. Επίσης με κακοποιούσε σεξουαλικά για επτά χρόνια.»

Οι πρώτες σχεδόν λέξεις που ακούς από το στόμα του σαραντάχρονου σήμερα Γουέιντ Ρόμπσον, πριν ακόμη στην οθόνη εμφανιστεί ο τίτλος - αποχαιρετισμός στην αθωότητα, συνοψίζουν πιο εύκολα από οποιαδήποτε ανάλυση τον πυρήνα του «Leaving Neverland». Γυρισμένο για το HBO και έχοντας ήδη προκαλέσει τις πρώτες θερμές αντιδράσεις στην προβολή του στο Φεστιβάλ του Σάντανς, το τετράωρο ντοκιμαντέρ του Νταν Ρις αφηγείται τις παράλληλες ζωές δύο αγοριών (και των οικογενειών τους) που συνδέθηκαν στενά με τον Μάικλ Τζάκσον, που υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και που για χρόνια δεν μιλούσαν, φυλακισμένοι μέσα σε ένα κυκεώνα από ψέματα, ενοχές, μπερδεμένα συναισθήματα και φόβο.

Διαβάστε ακόμη: Ο Λούι Ψυχογιός εξηγεί στο Flix πώς το σινεμά μπορεί να σώσει τον κόσμο

Leaving Neverland Με τον Γουέιντ Ρόμπσον

Οι ιστορίες των δύο αντρών δεν συνδέονται παρά μόνο από τα κοινά σημεία που τις διατρέχουν.

Ο Γουείντ Ρόμπσον γνώρισε τον Μάικλ Τζάκσον το 1987 στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας όταν ήταν πέντε ετών. Συμμετείχε σε ένα διαγωνισμό χορού και κέρδισε με έπαθλο να συναντήσει τον Μάικλ Τζάκσον που βρισκόταν στην πόλη εκεί για δύο συναυλίες. Ο Τζίμι Σέιφτσακ γνώρισε τον Τζάκσον σε ηλικία 9 ετών, όταν πρωταγωνίστησε μαζί του σε ένα διαφημιστικό της Pepsi. Ο Μάικλ Τζάκσον γνώρισε γρήγορα τις οικογένειές των δύο παιδιών και περνούσε μαζί τους ολόκληρες ημέρες, πρώτα στα σπίτια τους, μετά στα δικά του, αργότερα στη Neverland, την τεράστια έκταση που έχτισε για να ζήσει ως άλλος Πίτερ Παν στα χρόνια της απόλυτης και ολοκληρωτικής του φήμης.

Οι διαδρομές των δύο αγοριών ήταν κοινές. Η σχέση τους με τον Μάικλ Τζάκσον ήταν σχέση απόλυτης αγάπης και φιλίας, δωρεάν διακοπών, ταξιδιών, για τον Γουέιντ ήταν και συμμετοχή στην περιοδεία του, για τον Τζίμι ήταν στήριξη στην φιλοδοξία του να γίνει σκηνοθέτης και για τους δύο ήταν ένα απέραντο playground με παιχνίδια που δεν άργησαν να γίνουν πιο σκοτεινά.

Leaving Neverland Ο Μάικλ Τζάκσον μαζί με τον Τζέιμς Σέιφτσακ

Αν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τρεις τουλάχιστον κύριους άξονες πάνω στους οποίους αξίζει να σταθείς βλέποντας το ντοκιμαντέρ του Νταν Ρις αυτοί είναι οι εξής: ο άγρια αποκαλυπτικός αλλά ταυτόχρονα τρυφερός τρόπος με τον οποίο μιλούν οι δύο άντρες για τις μέρες μαζί με τον Μάικλ Τζάκσον, η «απουσία» τότε και η «παρουσία» σήμερα των δύο μαμάδων των αγοριών και η επιλογή του «Leaving Neverland» να αφήσει τους δύο άντρες χωρίς αντίλογο, όπως ακριβώς κάνει και για τον εκλιπόντα «πρωταγωνιστή» του.

Οι Ρόμπσον και Σέιφτσακ είναι ξεκάθαροι από την αρχή πως το κυρίαρχο συναίσθημα που ένιωθαν για τον Μάικλ Τζάκσον ήταν η αγάπη. Εκτός από το «όνειρο» που έζησαν ως τα για ένα φεγγάρι «επίλεκτα παιδιά» του μεγαλύτερου σταρ του κόσμου (πριν ακολουθήσουν άλλα), έζησαν και μια πραγματική φιλία, μια φιλία που στο τέλος συνήθως της μέρας και υπό άκρα μυστικότητα περιλάμβανε σεξουαλικά παιχνίδια, αγγίγματα στα γεννητικά όργανα, αυνανισμούς, φιλιά, πεολειχίες, μέχρι και διείσδυση. Πράξεις τις οποίες οι δύο άντρες περιγράφουν εμφανώς ταραγμένοι με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, πράξεις που δεν έγιναν ποτέ με τη βία όπως ομολογούν και οι δύο και πράξεις που για πολύ καιρό θεωρούσαν πως είναι μέρος αυτής της φιλίας, ένας τρόπος να ευχαριστήσουν τον φίλο και ειδωλό τους. Μόνο αργότερα, κι όταν είχαν ήδη σιωπήσει ή υποστηρίξει το φίλο τους στις πρώτες ανακρίσεις που διενεργήθηκαν μετά τις κατηγορίες εναντίον του για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, άρχισαν να καταλαβαίνουν τι ακριβώς είχε συμβεί, την αιτία της ενοχής που τους καθόριζε κάθε κίνησή, την κοινωνική δυσλειτουργία τους, την ανάγκη τους να «θεραπευτούν» και να μπορέσουν κάποια στιγμή να... μιλήσουν.

Στη σκιά των δύο αγοριών, οι μητέρες τους. Δύο γυναίκες μαγεμένες όσο και τα παιδιά τους από τον Μάικλ Τζάκσον, από τη φήμη του, τα δώρα του, τα ταξίδια του, την υπόσχεση πως θα εξασφάλιζε τα παιδιά τους και θα πραγματοποιούσε κάθε τους όνειρο. Δύο γυναίκες που έγιναν εξίσου φίλες μαζί με τον άντρα που - χωρίς ή με ελάχιστες δεύτερες σκέψεις - του εμπιστεύτηκαν τα παιδιά τους. Σε ένα από τα πολλά λάιτ μοτιφς του ντοκιμαντέρ, η ερώτηση του «πως μια μητέρα άφηνε το επτάχρονο γιο της να κοιμηθεί με έναν άντρα 30 χρόνων;» επανέρχεται σαν απορία και καταγγελία μαζί. Οι δύο μητέρες δεν μπορούν να απαντήσουν. Θεωρούσαν τον Μάικλ Τζάκσον ένα παιδί, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι θα μπορούσε να κάνει ποτέ κακό σε ένα παιδί, ήταν σίγουρες πως τα παιδιά τους θα ομολογούσαν την κακοποίηση αν αυτή συνέβαινε. Η μητέρα του Σέιφτσακ ρίχνει ανάθεμα και θυμάται ότι όταν έμαθε ότι ο Μάικλ Τζάκσον πέθανε χάρηκε επειδή δεν θα ξαναπροκαλούσε ποτέ κακό σε ένα παιδί. Η μητέρα του Ρόμπσον είναι πιο τραγική. Ηταν φίλη του Μάικλ Τζάκσον και δεν ήξερε τίποτα μέχρι πολύ αργά, ακόμη και μετά το θάνατο του. Λίγο πριν το τέλος ομολογεί πως αν ήξερε πως ο Μάικλ Τζάκσον ήταν άρρωστος ίσως να τον συγχωρούσε, αλλά πως μάλλον δεν θα μπορέσει ποτέ να συγχωρέσει τον εαυτό της.

Leaving Neverland Με τον Τζόρνταν Τσάντλερ, το πρώτο παιδί που άσκησε αγωγή εναντίον του Τζάκσον το 1993.

Σε μια τετράωρη διάρκεια που σε στιγμές φλυαρεί ασκόπως και ανοίγεται και σε υπόιστορίες (όπως οι ιστορίες των πατεράδων των δύο αντρών) που αυθαίρετα συνδέονται με το θέμα της κακοποίησης, το «Leaving Neverland» είναι στην πραγματικότητα η διαδικασία επούλωσης των τραυμάτων αυτών των δύο αντρών, από τη στιγμή που άρχισαν να καταλαβαίνουν τι είχε συμβεί όταν ήταν παιδιά μέχρι και σήμερα, που γονείς και οι ίδιοι, τόλμησαν να βγουν μπροστά σε μια κάμερα, με αρωγό και την πλατφόρμα που άνοιξε το #metoo, και να μιλήσουν ως θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή πως η εξομολόγησή τους θα σημάνει και ένα δεύτερο «θάνατο» για τον Μάικλ Τζάκσον.

Μέσα από τις συχνά πολύ σκληρές αφηγήσεις τους (αλλά και πραγματικά πλούσιο φωτογραφικό και ηχητικό υλικό από έναν «καθημερινό» Μάικλ Τζάκσον που σπάνια έχουμε δει στο παρελθόν) ξεδιπλώνεται η μεγάλη ιστορία της παιδοφιλίας από ανθρώπους που βρίσκονται σε ισχύ, ο συγκεχυμένος τρόπος με τον οποίο τα παιδιά εκλαμβάνουν την κακοποίηση ειδικά από κάποιον που αγαπούν και θαυμάζουν, η ενοχή που μοιάζει να διαρκεί για πάντα (με το θύμα να θεωρεί ότι φταίει) και η μεγάλη σημασία του να μπορείς να μιλήσεις γι' αυτό χωρίς να κατηγορηθείς με προκατάληψη ως καιροσκόπος και υποκριτής - το κλισέ που θέλει τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης να λένε ψέματα για να αποσπάσουν χρήματα από τους θύτες τους.

Leaving Neverland

Δεν μπορείς να αγνοήσεις λοιπόν το γεγονός ότι στο ντοκιμαντέρ δεν αναφέρεται (παρά μόνο γενικά και πολύ γρήγορα), ότι οι δύο άντρες έχουν ήδη καταθέσει αγωγές κατά των κληρονόμων του Μάικλ Τζάκσον, αλλά κυρίως δεν μπορείς να αγνοήσεις ότι επί τέσσερις ώρες αφηγούνται μόνοι τους την ιστορία τους, χωρίς τον παραμικρό αντίλογο. Οχι γιατί κάποιος δεν πιστεύει όλα όσα λένε και τον τρόπο με τον οποίο έζησαν όλα αυτά τα χρόνια, εκτός από τραυματισμένοι και δέσμιοι ενός ανομολόγητου μυστικού, βάζοντας σε κίνδυνο την ψυχική τους ισορροπία και κάθε τους διαπροσωπική σχέση, αλλά γιατί ένα ντοκιμαντέρ έχει νόημα όταν τεκμηριώνει, δηλαδή δικαιώνει το ζητούμενό του που εδώ δεν είναι άλλο από αυτά τα δύο παιδιά - όσο κι αν το λαϊκό δικαστήριο θέλει να βλέπει πρωταγωνιστή του «Leaving Neverland» τον Μάικλ Τζάκσον.

Περισσότερο από την παιδική αντίδραση που θέλει να διαγραφεί ο Μάικλ Τζάκσον από τη μουσική ιστορία (πράγμα που προσπάθησε ήδη το BBC2 και τρεις μέχρι τώρα ραδιοφωνικοί σταθμοί του Καναδά που τον «έσβησαν» από το playlist τους μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ) ή να συνοδεύεται το όνομά του ιστορικά από το επίθετο «παιδεραστής», το σημαντικότερο και το πιο ενήλικο είναι να μπορούμε, όπως κάποια στιγμή αναφέρει ο Τζίμι Σέιφτσακ να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα ενός έτσι κι αλλιώς πολύπλοκου θέματος και να διακρίνουμε επιτέλους μέσα στα μάτια του ενήλικα που αποκαλύπτει εκ των υστέρων την κακοποίησή του, το παιδί που κάποια στιγμή αναγκάστηκε να εγκαταλείψει βίαια την ονειρική χώρα του ποτέ.