
Η 40χρονη visual artist Άννα περνάει μία σειρά από (απο)χωρισμούς. Γκρεμίζεται το στούντιό της στο λιμάνι του Ρέικιαβικ, ο χώρος που ήταν για χρόνια το καλλιτεχνικό και προσωπικό της καταφύγιο. Σταδιακά γκρεμίζονται και τα όνειρά της ότι θα καταφέρει την προσωπική της έκθεση σε μια σκανδιναβική γκαλερί, θα κατακτήσει την φήμη και την αναγνώριση πέρα από τα στενά ισλανδικά σύνορα. Πάνω από όλα όμως βιώνει τη διάλυση του γάμου της με τον Μάγκνους, τον ψαρά σύζυγό της με τον οποίο δεν τους λείπει η χημεία, αλλά δυστυχώς δεν ταιριάζουν πια. Εκείνος επιμένει να τα ξαναβρούν, είναι ακόμα ερωτευμένος μαζί της, θέλει να βλέπει συχνά τα δυο τους αγόρια, επισκέπτεται ακόμα και απρόσκλητος το σπίτι - για ένα φαγητό, για μία μικροεπιδιόρθωση, για να τη βοηθήσει στα βαριά κουβαλήματα των έργων τέχνης της. Η μοναξιά στο αλιευτικό πλοίο τον σκοτώνει. Η Άννα βρίσκεται να παλεύει ανάμεσα στα όνειρα που θέλει πια να κυνηγήσει βάζοντας προτεραιότητα τον εαυτό της και όλα τα βάρη της ζωής που πρέπει πια να σηκώσει μόνη της. Και την κρίση μέσης ηλικίας: έφτασε στα μισά, πάλεψε, τι απέμεινε;
Ο Χλίνουρ Πάλμασον επιστρέφει στις Κάννες με την τέταρτη ταινία του (και μετά τον θρίαμβο που είχε γνωρίσει στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» με τη «Χώρα του Θεού»). Ανεξήγητα, το φεστιβάλ δεν τον συμπεριλαμβάνει στο Διαγωνιστικό Τμήμα, αλλά προβάλει το «The Love That Remains» ως «Πρεμιέρα» - κάτι που και στη συνέντευξή μας μαζί του μοιάζει να τον απογοήτευσε.
Με την πιο προσωπική ταινία, ο Πάλμασον συνθέτει ένα κινηματογραφικό χρονογράφημα/ημερολόγιο, μία αφήγηση-κολάζ από κλεμμένες στιγμές που ενώνουν μία οικογένεια, ακόμα κι όταν αυτή διαλύεται. Οι σκανταλιές των παιδιών (πρωταγωνιστούν τα πραγματικά παιδιά του Πάλμασον), το ομαδικό μαγείρεμα ενός γλυκού, τα Κυριακάτικα τραπέζια, τα παιχνίδια με το σκύλο (το πανέξυπνο τσοπανόσκυλο του σκηνοθέτη, η «Πάντα» κέρδισε και το Palm Dog των Καννών επάξια!), εκδρομές στους λόφους, βουτιές στα νερά (κι εδώ το υποβλητικό ισλανδικό τοπίο, οι καταρράκτες, οι γκρεμοί, τα χιόνια είναι ένας ακόμα ισχυρός χαρακτήρας στην ταινία), οι εποχές που αλλάζουν - όλα λειτουργούν σαν κόκκοι άμμου στην κλεψύδρα της καθημερινότητας και της ζωής.
Εναλλάσσοντας αυτές τις φωτεινές, άμεσες, ανθρώπινες σεκάνς παρατήρησης (που μοιάζουν να ακολουθούν το τρυφερό σινεμά του Μάικ Λι) με μία αλά Τέρενς Μάλικ υπομονετική καταγραφή της φύσης, κοιτώντας ειλικρινά και πικρά την πραγματικότητα ενός χωρισμού, αλλά εισάγοντας και ψήγματα χιούμορ και absurd αμηχανίας, και, τέλος, αιφνιδιάζοντάς μας με εικόνες μαγικού ρεαλισμού και σουρεαλιστικής φαντασίας (ένα σκιάχτρο θα ζωντανέψει, ένας γιγάντιος κόκορας θα ζητήσει εκδίκηση) ο Πάλμασον τολμά να πειραματιστεί ελεύθερα με τα είδη και να μάς προσφέρει κάτι ξεχωριστό κι αξιοπρόσεκτο. Μπορεί όχι απόλυτα επιτυχημένο, αλλά σίγουρα μοναδικό.
Το εξαιρετικό μουσικό σκορ, οι τζαζ μελαγχολικά γλυκές συνθέσεις του Χάρι Καντ, μένει ως επίγευση στην καρδιά. Σαν κάτι που θα έβαζες να παίξει Κυριακή βράδυ, όταν αναρωτιέσαι τι απέμεινε από το σαββατοκύριακο και τη ζωή σου. Η απάντηση θα είναι πάντα η ίδια - και στη ζωή και στην ταινία: η αγάπη.