
Στις αρχές του αιώνα, ο Λάιονελ, ένας ταλαντούχος τραγουδιστής, φτάνει από το Κεντάκι στο Ωδείο της Νέας Αγγλίας, πιο κοντά σε κάτι που μοιάζει με ένα καλύτερο μέλλον. Εκεί θα συναντήσει τον Ντέιβιντ, έναν λίγο μεγαλύτερο και από πιο προνομιούχο περιβάλλον μουσικό με θλίψη στα μάτια και φωτογραφική μνήμη που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα λαϊκά τραγούδια της Αμερικής.
«Η μουσική δεν είναι μόνο ήχος», πιστεύει ακράδαντα ο Λάιονελ και έχει δίκιο γιατί η μουσική είναι τα χέρια του Ντέιβιντ να παίζουν μουσική, το ξύπνημα στο κρεβάτι του, το επόμενο ραντεβού, το επόμενο φιλί σε ένα σκοτεινό διάδρομο, το επόμενο τραγούδι που αφηγείται λες προαιώνιες ιστορίες αγάπης, μετανάστευσης και πατριδογνωσίας. Μουσική θα είναι η περιπέτεια που θα ζήσουν οι δυο τους ταξιδεύοντας στην ευρύτερη περιοχή του Μέιν με μια σκηνή, πείθοντας ανθρώπους σε απομακρυσμένα σημεία του ορίζοντα, να ηχογραφήσουν τα τραγούδια τους, πριν τα αποθηκεύσουν με προσοχή και φροντίδα σε κύλινδρους που θα στείλουν στους αιώνες τις ιστορίες τους.
Αυτό το πρώτο μέρος της ταινίας του Νοτιοαφρικανού Oλιβερ Χερμάνους (που γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία με το «Αισθάνομαι Ζωντανός» με τον Μπιλ Νάι), κινηματογραφημένο διακριτικά, με ευγένεια και αποστασιοποίηση, λες όλο πάνω σε μια παρτιτούρα μιας απόκοσμης folk μπαλάντας, ξεδιπλώνεται σαν μια ιστορία αγάπης που «δεν μπορεί να πει το ονομά της» και έτσι στηρίζεται σε βλέμματα, σιωπές και σχεδόν παιδικά γέλια για να εκφράσει απαγορευμένα συναισθήματα όπως το πάθος ή τον έρωτα. Ο Λάιονελ και ο Ντέιβιντ δεν συζητούν παρά ακροθιγώς για τη σχέση τους, αλλά τη ζουν χωρίς ενοχές καθώς αυτή μεγαλώνει ανάμεσα στη μεγάλη περιπέτεια που ζουν. Μέχρι που όλα θα τελειώσουν, ο Ντέιβιντ θα επιβάλλει σχεδόν τον χωρισμό τους, θα επιστρέψει στο Πανεπιστήμιο στο Μέιν και ο Λάιονελ θα φύγει χωρίς να διεκδικήσει τίποτα. Θα ξεκινήσει ένα ταξίδι στον κόσμο, φεύγοντας πάντα από εκεί που ζει, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε αίσθηση εστίας (είτε αυτή είναι η θέση ενός διευθυντή χορωδίας είτε τον παραλίγο αρραβώνα του με μια κοπέλα), σε ένα διηνεκές αναζήτησης της δικής του ιστορίας.
Θυμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο Τζέιμς Αϊβορι γύριζε τις δικές του ιστορίες για τα ανείπωτα συναισθήματα (το «Maurice» είναι απλά η προφανής αναφορά), αλλά χωρίς την εσωτερική συναισθηματική έκρηξη που ο Βρετανός μάστερ επιφύλασσε πάντοτε για τον θεατή, ο Χερμάνους παραμένει διακριτικός και ευγενής, στείρα ακαδημαϊκός είναι η σωστή λέξη, ακόμη κι όταν το σενάριο (που γράφει ο ίδιος o Μπεν Σάτακ που υπογράφει το διήγημα πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία) αρχίζει να ενδίδει σε μια αναίτια αποσπασματικότητα προκειμένου να καταδείξει το πέρασμα του χρόνου και τη θλίψη που αφήνει αυτή η μισοτελειωμένη ιστορία.
Μισοτελειωμένη ακριβώς όπως το «Brokeback Mountain», πάνω στο οποιό δεν κρύβει ότι πατάει ακριβώς η «Ιστορία του Ηχου» που μοιάζει σαν b-side στο αριστουργηματικό smash hit που παίζει στην πρώτη πλευρά. Δεν είναι μόνο η παρόμοια πλοκή και τα πανομοιότυπα μοτίβα (υπάρχει και μια σύζυγος που θυμίζει την Αν Χάθαγουεϊ - εδώ η εκπληκτική Χάντλεϊ Ρόμπινσον στην καλύτερη σκηνή της ταινίας), ούτε οι δύο χαρισματικοί (στρέιτ) αν και όχι απόλυτα αξιοποιημένοι πρωταγωνιστές (έστω και σε συνθήκες υπερέκθεσης με πολλαπλές εμφανίσεις τα τελευταία χρόνια και ο Πολ Μέσκαλ και ο Τζος Ο’ Κόνορ είναι ένα ζευγάρι για να χαζεύεις - κανένας από τους δύο δεν φτάνει σε αναλογίες με το «All of Us Strangers» και το «God's Own Country» αντίστοιχα) που κάνουν τη σύγκριση με την ταινία του Ανγκ Λι και τους πρωταγωνίστες του αναπόφευκτη και συντριπτική.
Είναι περισσότερο το ασθενικό αποτύπωμα της «Ιστορίας του Ηχου», καθώς, χωρίς πάθος και καμία ένταση, η ταινία φτάνει προς το - θεωρητικά - μελοδραματικό της φινάλε, αναζητώντας μια θέση για αυτό το love story στον μεγάλο songbook της ιστορίας του κόσμου (και του σινεμά). Οι διαστάσεις της όμως έχουν ήδη μικρύνει πριν το ρεφρέν και ο θεατής έχει ήδη πατήσει skip.